Σε όλη τη διαδρομή της ζωής μου δεν έκλεψα,
δε ρουφιάνεψα, δεν πήρα βρώμικα λεφτά, δεν είπα ψέμματα.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΜΙΑ
ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
http://www.thetoc.gr
«Γεννήθηκα το 1924, στην πιο όμορφη πόλη της Ελλάδας, στη
Θεσσαλονίκη. Την πόλη του Θερμαϊκού. Την συμπρωτεύουσα την ερωτική πόλη όπως τη
λένε οι μοντέρνοι Αθηναίοι. Έμενα στις παράγκες της καλαμαριάς, στα προσφυγικά.
Γεννήθηκα από γονείς Ποντίους από τις χαμένες πατρίδες».
Έτσι ξεκίνησε η ζωή ενός θρύλου του φωτορεπορτάζ,
μιας μυθικής προσωπικότητας της Θεσσαλονίκης, του Γιάννη
Κυριακίδη που έφυγε από τη ζωή αλλά μας άφησε χιλιάδες τυπωμένες
ιστορίες. Τον έλεγαν και «Ιωάννη της
Κλίμακος», για τη συνήθειά του να
κουβαλά μια σκάλα. Την έστηνε ακόμα και στη μέση του δρόμου, να
είναι πιο ψηλά από το θέμα του. Οι περαστικοί τον χαιρετούσαν με ενθουσιασμό.
Μικρά παιδιά, μεγαλύτεροι. Ο Κυριακίδης
ήταν ένα κομμάτι της πόλης.
Η κόρη του , σκηνογράφος Τίτη Κυριακίδη, μιλούσε για τον τρόπο που ο
πατέρας της σκηνοθετούσε τα θέματά του. Για τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον
εαυτό του στην άλλη μεριά της
κάμερας. Δε
του αντιστάθηκε κανείς. Ο Κυριακίδης
ήταν γεννημένος φωτογράφος. Την πρώτη του
φωτογραφική μηχανή ο Γιάννης
Κυριακίδης την πήρε προσφορά
μαζεύοντας κουπόνια από την εφημερίδα «Μακεδονία».
"Ήμασταν τρία
παιδιά. Και πηγαίναμε και τα τρία γυμνάσιο. Τα οικονομικά δε φθάνανε και
αγόραζα Μακεδονία. Με τα κουπόνια πήρα ένα κουτάκι Κόντακ και με αυτό
φωτογράφισα τον αναβάτη που πετάχτηκε στον αέρα και την έβγαλα και την έδωσα
στην εφημερίδα των Βαλκανίων»
Αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, να
φωτογραφίζει. Μια απόφαση σχεδόν αυτόματη.
Είχα όλα όλα 100
δραχμές μπήκα στο κατάστημα φωτογραφικών ειδών του Σαλβαδόρ Κούνιο και
είπα
θέλω να αγοράσω μια μηχανή Ρόλερφλεξ. Λέει να αγοράσεις. Είχε 3.500 δραχμές.
Ευχαρίστησα και πήγα να φύγω όταν ο Κούνιο είπε: "Βίκτωρ, κάν 'την πακέτο
και δώσ' την στο παιδί». Ο Κυριακίδης
επέστρεψε και έδωσε τα χρήματα. «Σε διάβασα στα
μάτια» είπε ο Κούνιο εξηγώντας
την απόφασή του να του δώσει τη φωτογραφική μηχανή.
Έτσι άρχισε η ιστορία του Κυριακίδη. Ενός φτωχόπαιδου που έγινε ένα με
την ουσία της δουλειάς του. Που έκανε το γύρο του κόσμου και το γύρο των
ανθρώπων. Φωτογράφισε όλη την Ελλάδα και την κοινωνικοπολιτική της ιστορία για
επτά δεκαετίες.
Πήγα σε τρεις
Ολυμπιακούς αγώνες. Πήγα σε δυο πολέμους. Στον πόλεμο του Ισραήλ με την
Αίγυπτο. Πήγα στο Βελιγράδι όταν το βομβαρδίζανε τα Νατοϊκά αεροπλάνα. Γύρισα
Αμερική Ρωσία Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βουλγαρία, Σερβία, τη
Τσεχοσλοβακία...
Φωτογράφισα
χιλιάδες ανθρώπους, η Θεσσαλονίκη, κάθε μέρος. Σταμάτησα γιατί τώρα δε βλέπω
καθαρά, μετά το εγκεφαλικό. Είναι το μόνο που παρακαλάω: Τον Πανάγαθο να μου
δώσει το φως μου, έλεγε όταν μεγάλος πια έκανε τις βόλτες του στα μέρη
που αγάπησε που δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Στην πλατεία
Αριστοτέλους ο Κυριακίδης
φωτογράφισε όλη την πολιτική ζωή της πόλης, της χώρας , των προσώπων και των
πρωταγωνιστών της μέσα από τις μεγάλες συγκεντρώσεις.
"Μου έκαναν προτάσεις
για την Αθήνα και εγώ είπα δε φεύγω από τη Θεσσαλονίκη. Γιατί εδώ οι άνθρωποι
μιλάνε τη γλώσσα του θεού και της αλήθειας. Εγώ εδώ γεννήθηκα και εδώ θα
τερματίσω", έλεγε.
Ο Γιάννης
Κυριακίδης, φωτογράφισε τους πάντες. πολιτικοί, ηθοποιοί, επιχειρηματίες,
μέλη βασιλικών οικογενειών, η καλή κοινωνία της Θεσσαλονίκης, μουσικοί,
καλλιτέχνες, εγκληματίες, πολιτικοί εξόριστοι. Το 1945
«υπηρέτησε» τη στρατιωτική του θητεία στη Mακρόνησο
με το πρώτο του φωτογραφικό στούντιο για
τις ανάγκες των εξόριστων κρατουμένων.
Κατόπιν μιλούσε πολύ λίγο για εκείνη την εποχή.
Ο Κυριακίδης
είχε το σπάνιο ένστικτο του κυνηγού της
είδησης αλλά και αστείρευτη
εφευρετικότητα. Οι ιστορίες του «Αρκούδου»
όπως τον αποκαλούσαν μοιάζουν σχεδόν με παραμύθια. Για να φωτογραφίσει τον
Καραμανλή, μπήκε σε ένα τανκ. Έχει
κρεμαστεί σε μπαλκόνια, ο Γεώργιος
Παπανδρέου τον είχε αποκαλέσει τύραννο
και ο Ανδρέας Παπανδρέου δικτάτορα, παραλίγο να σηκώσει ένα
ελικόπτερο για να σώσει κάτι αποκλεισμένα πρόβατα.
"Φωτογράφισα
τη γέννηση και το θάνατο, φωτογράφισα τις ...φεγγαρόστρατες του Θερμαϊκού,
φωτογράφισα όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, όλους τους καλλιτέχνες, όλες τις
επίσημες - ιστορικές διοργανώσεις της πόλης, γεγονότα εντυπωσιακά, λαμπερά και
θλιβερά"
Ο Κυριακίδης
γύρισε όλο τον κόσμο αλλά θεωρούσε πάντα σημαντικότερο σταθμό της καριέρας του,
την αποστολή στην Oυγκάντα (στα τέλη της
δεκαετίας του '50), όταν πήγε για λογαριασμό της «μεγάλης κυρίας»
του Eλληνικού Tύπου Eλένης Bλάχου,
ιδιοκτήτριας της εφημερίδας «Kαθημερινή». Ο Κυριακίδης
είχε την φλόγα και την περιέργεια του Φιλέα
Φογκ, του ήρωα του Ιουλίου Βερν.
Κατάφερε και έκανε το γύρο του κόσμου όχι σε 80 ημέρες, αλλά επί σειρά
δεκαετιών.
"Τη μηχανή
πάντα την κουβαλάω μαζί μου. Η γυναίκα μου λέει επειδή είμαστε τραίνα χωρίς
επιστροφή, θα τη βάλει να την πάρω μαζί μου. Είμαστε χωμάτινα κρεβάτια πρέπει
πριν από όλα να είμαστε άνθρωποι, να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, έλεγε
στους μαθητές ενός σχολείου που ήταν καλεσμένος".
Ο Κυριακίδης
έζησε και απόλαυσε το να γίνει μύθος πριν φύγει από τη ζωή. Κέρδισε την αγάπη,
την καταξίωση, το σεβασμό, είδε τις φωτογραφίες του να τυπώνονται ξανά και
ξανά, τα ντοκουμέντα του να εκδίδονται. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή
ένας καλλιτέχνης αυτοδημιούργητος και αυτόνομος. Ήταν ένας
καλός και αγαθός άνθρωπος που επιστράτευε την πονηριά για να φτάσει ακόμα μια
φορά στο πιο ψηλό μέρος της σκάλας του και να τραβήξει άλλο ένα αλησμόνητο
πλάνο. Η κληρονομιά που αφήνει στη Θεσσαλονίκη και όλους μας είναι η
αγάπη, το πάθος για τη δουλειά του όπως αποτυπώθηκε σε χιλιάδες εικόνες του.
Σε όλη τη διαδρομή της ζωής μου δεν έκλεψα, δε ρουφιάνεψα, δεν πήρα
βρώμικα λεφτά, δεν είπα ψέμματα.