Σαν σήμερα, το 1933,
πυρπολήθηκε το γερμανικό κοινοβούλιο. Αν και είναι κοινός τόπος ότι οι ναζί
εκμεταλλεύτηκαν το συμβάν για να καταλύσουν τη δημοκρατία, η απάντηση στο «ποιος έκαψε το Ράιχσταγκ» συνεχίζει να
διχάζει τους ιστορικούς
Στις 27
Φεβρουαρίου του 1933, «κάποιος» έβαλε φωτιά στη γερμανική βουλή. Συγχρόνως, άναψε το
φιτίλι ενός εφιάλτη που σήμανε το τέλος της Δημοκρατίας και την αντίστροφη
μέτρηση προς το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίσης, πυροδότησε πολλούς ατομικούς εφιάλτες - κυριολεκτικά.
Το 1934,
ένας Γερμανός γιατρός αφηγείται
το όνειρό του στη δημοσιογράφο Σαρλόττε Μπέραντ:
«Δεν είχα άλλους
πελάτες και μόλις είχα ξαπλώσει στον καναπέ να χαλαρώσω(…), όταν ξαφνικά οι
τοίχοι του δωματίου μου και ύστερα το διαμέρισμά μου εξαφανίστηκαν. Κοίταξα
γύρω μου και ανακάλυψα ότι, όσο έφτανε το μάτι μου, κανένα διαμέρισμα δεν είχε
τοίχους. Τότε άκουσα ένα μεγάφωνο να ηχεί: “Σύμφωνα με το διάταγμα
της 17ης τρέχοντος μηνός για την Κατάργηση των Τοίχων”…»
Είναι ένα δείγμα του πόσο ασφυκτικός
γινόταν ο έλεγχος του ναζιστικού καθεστώτος ακόμη και στην πιο ιδιωτική σφαίρα
της ζωής των πολιτών. Πριν δολοφονήσουν τον ύπνο, οι ναζί είχαν καταλύσει τις
περισσότερες πολιτικές ελευθερίες με αυτό που έμεινε γνωστό ως «Διάταγμα της φωτιάς του Ράιχσταγκ» και
ουσιαστικά ήταν το νομικό θεμέλιο του Τρίτου
Ράιχ. Εκδόθηκε την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ ύστερα από απαίτηση του Χίτλερ, ο
οποίος είχε ήδη αναλάβει καγκελάριος, από το Γενάρη
του 1933.
Ο εμπρησμός ήταν ό,τι ακριβώς ζητούσε ο Φύρερ για να βάλει στο γύψο τους Γερμανούς.
Την ώρα της πυρκαγιάς, ο ίδιος δειπνούσε με τον Γκέμπελς.
Με τις φλόγες ακόμη να μαίνονται, οι δύο τους έφτασαν στο φλεγόμενο Ράιχσταγκ, όπου συνάντησαν τον Γκέρινγκ (υπουργό εσωτερικών και «υπαρχηγό» του Χίτλερ),
μαινόμενο εναντίον των κομμουνιστών. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο Σέφτον Ντέλμερ που ήταν παρών
στη σκηνή, ο Χίτλερ δεν έκρυβε τον
ενθουσιασμό του: «Ο Θεός να δώσει αυτό να είναι έργο
των κομμουνιστών! Βρίσκεσαι μάρτυρας στην έναρξη μιας σπουδαίας νέας εποχής,
χερ Ντέλμερ. Αυτή η φωτιά είναι μόνον η αρχή».
Λίγο μετά, ο Χίτλερ
πληροφορήθηκε ότι η αστυνομία είχε συλλάβει ως αυτουργό του εμπρησμού έναν
φτωχοδιάβολο, τον Ολλανδό Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε. Πάνω
του βρέθηκαν ένα διαβατήριο και η κομματική ταυτότητα του κομμουνιστικού
κόμματος. Αυτά αρκούσαν για να εκραγεί ο Χίτλερ,
φωνάζοντας ότι κάθε κομμουνιστής πρέπει να πεθάνει και κάθε
«συμπαθών», συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών, να φυλακιστεί.
Ύστερα από αυτή τη μίνι παράσταση, έφυγε για τα γραφεία της εφημερίδας που
ήλεγχε και, μαζί με τον Γκέμπελς, ετοίμασαν ένα φύλλο
που περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το δήθεν κομμουνιστικό σχέδιο που
περιελάμβανε τη βίαιη κατάληψη του Βερολίνου. Σύμφωνα με το σχέδιο, ο εμπρησμός
του Ράιχσταγκ θα έδινε σήμα στους οπλισμένους κομμουνιστές για μια
σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων σε ολόκληρη τη Γερμανία. «Ο κομμουνιστικός ξεσηκωμός θα οδηγούσε στην καταστροφή του πολιτισμού,
όπως έχει γίνει και στη Ρωσία», έγραφαν την επομένη τα ναζιστικά
φύλλα.
Αμέσως ξεκίνησαν μαζικές συλλήψεις, όχι
μόνο των ηγετών και των αντιπροσώπων των κομμουνιστών στο κοινοβούλιο, αλλά και
σοσιαλδημοκρατών, αριστερών διανοούμενων και συνδικαλιστών. Την πρώτη κιόλας
νύχτα μετά τη φωτιά, περίπου 1.500 άνθρωποι προσήχθησαν στις εγκαταστάσεις των
ταγμάτων εφόδου και κακοποιήθηκαν. Πολλοί από τους «εχθρούς του κράτους» που συνελήφθησαν
εκείνες τις ημέρες θα είχαν αργότερα την «τιμή» να
εγκαινιάσουν τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ράιχ.
Η επινόηση της κομμουνιστικής απειλής από
τους Ναζί ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη γιατί
μπορούσαν να την επικαλεστούν για να συντρίψουν οποιονδήποτε εναντιωνόταν στο
καθεστώς. Με το «Διάταγμα της φωτιάς του Ράιχσταγκ»
μπήκε τέλος στην ελευθερία του Tύπου, της έκφρασης και στο δικαίωμα του
συνέρχεσθαι. Το κομμουνιστικό κόμμα τέθηκε εκτός κοινοβουλίου, στις επόμενες
εκλογές οι Εθνικοσοσιαλιστές κατέλαβαν την πλειοψηφία και λίγο αργότερα
τροποποίησαν το Σύνταγμα μετατρέποντας πρακτικά την εξουσία τους σε
απολυταρχική.
Ακόμη και σήμερα, κανείς δεν είναι απόλυτα σίγουρος για το ποιος έκαψε
το Ράιχσταγκ. Το ερώτημα δεν είναι αστυνομικού
χαρακτήρα. Έχει σημασία γιατί ουσιαστικά ψάχνει απάντηση σε ένα σημαντικότερο
ζήτημα: Αν το τέλος της Δημοκρατίας ήταν μια μεθοδικά σχεδιασμένη ναζιστική
προβοκάτσια ή αν προέκυψε εκείνη τη στιγμή από ένα συγκυριακό
συμβάν.
Ο Βαν ντερ Λούμπε,
στο μητρώο του οποίου υπήρχαν κι άλλες
καταδίκες για εμπρησμό, ομολόγησε ότι αυτός έβαλε τη φωτιά. Όμως η
ομολογία του ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων ή μήπως ήταν ένας αφελής συνεργάτης
των ναζί, όπως υποστήριζε η απέναντι πλευρά; Όπως και να έχει, ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Στη δίκη που άρχισε το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στη Λειψία, μαζί με
τον Ολλανδό βρέθηκαν στο εδώλιο άλλοι 4 κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων ο Γκεόργκι Δημητρόφ, μετέπειτα γραμματέας της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς και ο
πρώτος κομμουνιστής ηγέτης της Βουλγαρίας. Όλοι τους είχαν ισχυρό άλλοθι, ενώ ο
Δημητρόφ απέδειξε την αθωότητά του στη διάρκεια της διαδικασίας,
φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον Γκέρινγκ που κατέθετε ως
μάρτυρας. Η δίκη τελείωσε με αθωωτική απόφαση για τους κατηγορούμενους, εκτός του Βαν ντερ Λούμπε
που καταδικάστηκε σε θάνατο και
καρατομήθηκε το Γενάρη του 1934.
Ο κόσμος εκτός Γερμανίας είχε αρχικά
την πεποίθηση ότι ο Βαν ντερ Λούμπε ήταν όργανο -και θύμα-
σε μια καλοστημένη προβοκάτσια των ναζί
με ηθικό αυτουργό τον Γκέρινγκ, η κατοικία του οποίου
επικοινωνούσε με το Ράιχσταγκ μέσω ενός υπογείου τούνελ. Η δίοδος αυτή φέρεται να χρησιμοποιήθηκε το βράδυ
του εμπρησμού από άνδρες των ταγμάτων εφόδου, οι οποίοι πέρασαν στο εσωτερικό
του κοινοβουλίου και «βοήθησαν» τον Ολλανδό, καταβρέχοντας το χώρο με βενζίνη.
Στα χρόνια του ψυχρού πολέμου, η εκδοχή
αυτή άρχισε να αμφισβητείται και, το 1960,
το Der Spiegel
δημοσίευσε την έρευνα ενός part time
ιστορικού, του Φριτς Τομπίας, ο οποίος αποφαινόταν πως ο Βαν ντερ Λούμπε ήταν ένας πυρομανής που έδρασε
αυτοβούλως. Πολλοί έγκριτοι ιστορικοί συμμερίστηκαν αυτή την άποψη,
νεότερες ερευνητικές απόπειρες όμως υπέδειξαν ότι ο Τομπίας
-με
προηγούμενη θητεία σε μυστικές υπηρεσίες- ήταν εντεταλμένος να ξεπλύνει τη ναζιστική εμπλοκή στην υπόθεση,
καθώς πολλοί ναζί
εξακολουθούσαν να διατηρούν θέσεις εξουσίας και ισχύος στη μεταπολεμική
Γερμανία.
Το 2001,
4 ιστορικοί, έχοντας μελετήσει 50.000 σελίδες
εγγράφων που προήλθαν από σοβιετικά και ανατολικογερμανικά αρχεία,
υποστήριξαν ότι ο Adolf Rall, στέλεχος
των ταγμάτων εφόδου που βρέθηκε δολοφονημένος
το Νοέμβριο του 1933,
είχε καταθέσει ότι ήταν ανάμεσα στους
άνδρες που
δέχθηκαν
εντολή να περάσουν στο Ράιχσταγκ μέσω του τούνελ και να
προετοιμάσουν την πυρπόλησή του.
Στο συμπέρασμα ότι οι ναζί δεν εκμεταλλεύτηκαν απλώς αλλά οργάνωσαν την
καταστροφή του Ράιχσταγκ κατέληξε πρόσφατα και ο ιστορικός Μπέντζαμιν Χετ, ερευνώντας τη σχέση του Τομπίας
με πρώην στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και παραθέτοντας εκτιμήσεις
ειδικών, σύμφωνα με τις οποίες θα ήταν αδύνατο ένας μόνον άνθρωπος, χωρίς
κατάλληλα μέσα, να κάψει τόσο γρήγορα αυτό το μεγάλο κτίριο.
Οι συγγενείς του Βαν ντερ
Λούμπε προσπαθούσαν για πολλά χρόνια να πετύχουν αναψηλάφηση της
υπόθεσης. Εν τέλει, το 2008, γερμανικό
δικαστήριο εξέδωσε μια συμβολική αθωωτική απόφαση,
με βάση νόμο του 1998 που προέβλεπε
ότι όσοι καταδικαστήκαν εκείνη την περίοδο μπορούσαν να αιτηθούν την αθώωσή
τους, με το σκεπτικό ότι η ναζιστική νομοθεσία ήταν αντίθετη με βασικές αρχές
του δικαίου.