Σήμερα το
ανακάλυψα. Είμαι αδικαιολόγητος
!
Συνέντευξη: Λεόντιος Παπαδόπουλος
Ένα μαγικό μουσικό ταξίδι στις δεκαετίες
του 1960 και του 1970
κάνει το κοινό τής Θεσσαλονίκης από τις 4 Νοεμβρίου
μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Βεργίνα
του Regency Casino
Thessaloniki. Η παράσταση «Τα πρώτα μας πάρτι» ζωντανεύει επί
σκηνής μια ολόκληρη εποχή, ξυπνώντας αναμνήσεις ανεμελιάς και έρωτα. Ο δημιουργός της παράστασης Μάκης Δελαπόρτας
μιλά στο ÇSÈ για τις παιδικές του καταβολές, την επιτυχία να ενώσει επί σκηνής
τους σημαντικότερους καλλιτέχνες αυτής της χρυσής εποχής, αλλά και για την
πίστη του ότι κοινό και τραγουδιστές θα ενώσουν τις φωνές τους
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από την
προηγούμενη παράσταση του Μάκη Δελαπόρτα στο Θέατρο Βεργίνα του Regency Casino
Thessaloniki. Πέρσι, ο δημοφιλής δημιουργός αναβίωσε το Φεστιβάλ Τραγουδιού
Θεσσαλονίκης. Φέτος, μας προσκαλεί στα πάρτι των 60s και των 70s. Οι
παλαιότεροι θα συγκινηθείτε, οι νεότεροι θα μάθουμε τι χάσαμε…
Τι θα δούμε στη φετινή παρουσία σας στο Θέατρο Βεργίνα του Regency Casino Thessaloniki;
Τι θα δούμε στη φετινή παρουσία σας στο Θέατρο Βεργίνα του Regency Casino Thessaloniki;
Νομίζω ότι όλα καθορίζονται από τα παιδικά
μας χρόνια. Από αυτά στιγματίζεται όλη μας η ζωή. Ό,τι έχω κάνει σε σχέση με το
θέατρο, τη δισκογραφία, αλλά και τη βιβλιογραφία μου -τις βιογραφίες- έχουν να κάνουν
με παιδικές καταβολές, με αναμνήσεις και παιδικά όνειρα. Το πώς ονειρευόμουν
τον εαυτό μου στα μετέπειτα χρόνια μου, η διασκέδαση, ο τρόπος που άκουγα
μουσική ή που έβλεπα κινηματογράφο καθόρισαν το μέλλον μου.
Μια παράσταση που ήθελα να κάνω χρόνια -και ήρθε η στιγμή να γίνει- ήταν αυτή που θα είχε θέμα τα πρώτα μας πάρτι, έτσι όπως διασκεδάζαμε τότε, στην εφηβεία μας, τη δεκαετία του 1970. Μου ήρθε η ιδέα να μεταφέρω επί σκηνής όλη εκείνη την ατμόσφαιρα της εποχής. Το πιο σημαντικό απ’ όλα, βέβαια, είναι ότι κατόρθωσα να φέρω και να ενώσω επί σκηνής για πρώτη φορά όλους αυτούς που αγάπησα ως παιδί: τον Δάκη, την Μπέσσυ Αργυράκη, τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τον Λάκη Τζορντανέλλι και τον Γιώργο Πολυχρονιάδη.
Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες συνυπάρχουν σε μία μουσικοθεατρική παράσταση που φέρει τη σκηνοθεσία μου, σε συνεργασία με τον Στέλιο Παπαδόπουλο στα κείμενα. Στήνουμε μια παράσταση νοσταλγική, ένα ταξίδι στις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Μια παράσταση που ήθελα να κάνω χρόνια -και ήρθε η στιγμή να γίνει- ήταν αυτή που θα είχε θέμα τα πρώτα μας πάρτι, έτσι όπως διασκεδάζαμε τότε, στην εφηβεία μας, τη δεκαετία του 1970. Μου ήρθε η ιδέα να μεταφέρω επί σκηνής όλη εκείνη την ατμόσφαιρα της εποχής. Το πιο σημαντικό απ’ όλα, βέβαια, είναι ότι κατόρθωσα να φέρω και να ενώσω επί σκηνής για πρώτη φορά όλους αυτούς που αγάπησα ως παιδί: τον Δάκη, την Μπέσσυ Αργυράκη, τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τον Λάκη Τζορντανέλλι και τον Γιώργο Πολυχρονιάδη.
Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες συνυπάρχουν σε μία μουσικοθεατρική παράσταση που φέρει τη σκηνοθεσία μου, σε συνεργασία με τον Στέλιο Παπαδόπουλο στα κείμενα. Στήνουμε μια παράσταση νοσταλγική, ένα ταξίδι στις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Φαντάζομαι
ότι βασικό συστατικό της παράστασης είναι η μουσική…
Η παράσταση στηρίζεται στη μουσική και στα
τραγούδια που άκουγαν στα πάρτι οι νέοι εκείνης της εποχής, με χαμηλωμένα φώτα
σε κάποια σάλα, με τους γονείς να επιτηρούν τα μπλουζ -και που μόλις γύρναγαν την πλάτη ξεκίναγε η
«μπουκάλα»-, με το βερμούτ, τους ξηρούς καρπούς και τη μουσική στη
διαπασών με τα τραγούδια των «Charms»,
των «Olympians», των «Idols», των «Forminx»,
αλλά και των καλλιτεχνών που προανέφερα.
Όλη αυτή η ατμόσφαιρα γίνεται μουσικοθεατρική παράσταση για πρώτη φορά. Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που ξεκινά από το Θέατρο Βεργίνα, με το οποίο έχω μια πολύ ωραία συνεργασία: ο τρόπος που δουλεύουμε και οι συνθήκες υπό τις οποίες στήνεται μια παράσταση είναι κάτι που με κεντρίζει ιδιαίτερα, ώστε να ξεκινώ από εκεί τις παραστάσεις μου.
Όλη αυτή η ατμόσφαιρα γίνεται μουσικοθεατρική παράσταση για πρώτη φορά. Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που ξεκινά από το Θέατρο Βεργίνα, με το οποίο έχω μια πολύ ωραία συνεργασία: ο τρόπος που δουλεύουμε και οι συνθήκες υπό τις οποίες στήνεται μια παράσταση είναι κάτι που με κεντρίζει ιδιαίτερα, ώστε να ξεκινώ από εκεί τις παραστάσεις μου.
Ξένα
ακούσματα θα υπάρχουν;
Ασφαλώς και θα υπάρχουν. Αυτό που θέλω, όμως, είναι να
επικεντρωθώ στο ελληνικό κομμάτι. Φυσικά και υπήρχε η «Beatles-mania» και η τάση να ακούν οι νέοι Rolling Stones και
άλλα ξένα συγκροτήματα, με τα ελληνικά αντίστοιχα να αντιγράφουν από τους ήχους
μέχρι και το στιλ της ενδυμασίας. Εγώ όμως θέλω να προβάλω και να θυμίσω στο
κοινό το ελληνικό στοιχείο της εποχής, που έγινε και μόδα: το «Τρελοκόριτσο», το «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο», το «Κορίτσι του Μάη», το «Σου ‘δωσα την αγάπη μου», τον «Καζανόβα» και τόσα τραγούδια ακόμη.
Ποιος είναι ο δικός σας ρόλος;
Εγώ κρατάω τον ρόλο του αφηγητή και, μαζί
με πολύ ταλαντούχα παιδιά, ηθοποιούς και χορευτές, θα δώσουμε το χρώμα της
εποχής μέσα από τα κοστούμια, τα κείμενα κτλ. Το κοινό θα δει επί σκηνής πολλά
στιγμιότυπα αυτής της χρυσής εποχής.
Η παράσταση απευθύνεται κυρίως στους ανθρώπους που έζησαν
τα πάρτι της εποχής ή και στους νέους, που θα τα γνωρίσουν μέσα από την
παράστασή σας;
Πιστεύω ότι τα τραγούδια είναι αγαπημένα
και σήμερα -και από τα νέα παιδιά, εννοώ. Στιγμάτισαν την εποχή τους και έγιναν
κλασικά με την πάροδο των χρόνων. Φυσικά, θα συγκινηθούν οι παλαιότεροι… Νομίζω ωστόσο ότι και οι νεότεροι, την ίδια
στιγμή, θα δουν και θα μάθουν τον τρόπο που διασκέδαζαν οι γονείς τους. Δεν λέω
«οι παππούδες τους», επειδή αυτή η εποχή δεν
είναι τόσο μακρινή, έστω κι αν πέρασαν σαράντα χρόνια. Είναι τραγούδια που
ακούγονται και σήμερα πάρα πολύ ευχάριστα.
Εκτός από τους καταξιωμένους καλλιτέχνες που αναφέρατε
νωρίτερα, συμμετέχουν τραγουδιστές της νεότερης γενιάς;
Υπάρχει ο Δημήτρης Κοργιαλάς και η Εβελίνα
Νικόλιζα. Είναι δύο νέοι άνθρωποι της μοντέρνας μουσικής σκηνής. Ήθελα στην
παράσταση και τη σημερινή άποψη επί σκηνής, από δύο νέα και ταλαντούχα παιδιά.
Δεν θα έχετε φέτος guests;
Από τη στιγμή που κατάφερα και τους ένωσα
όλους επί σκηνής, για να τους έχουμε σε όλες τις παραστάσεις, πέτυχα ήδη κάτι
πολύ ιδιαίτερο και σημαντικό… Διάγουμε την εποχή της νοσταλγίας: έτσι κι
αλλιώς, ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε το ένδοξο παρελθόν μας. Σήμερα υπάρχει η
τάση η χώρα μας να ξεχνά τους καλλιτέχνες, εκτός κι αν είναι λαϊκοί: οι λαϊκοί
έχουν άλλη αντιμετώπιση από το κοινό σε σχέση με τους μοντέρνους, ποπ
τραγουδιστές. Δεν μπορώ να το εξηγήσω… Το βλέπουμε σε περιπτώσεις που, αν
«φύγει» κάποιος λαϊκός ερμηνευτής, δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο γεγονός
απ’ ό,τι αν «φύγει» κάποιος ποπ τραγουδιστής ή ένας καλλιτέχνης του ελαφρού
τραγουδιού. Εκείνον τον περνάνε στα ψιλά… Κι αυτό είναι λίγο άδικο γι’ αυτούς
τους καλλιτέχνες. Εγώ, τουλάχιστον, δεν το δέχομαι και πάντα -όσο μπορώ και
όποτε μπορώ- χρησιμοποιώ καλλιτέχνες από εκείνη την εποχή, που για
πολλούς είναι στο περιθώριο, αλλά όχι για εμένα: έχουν γράψει τη δική τους
ιστορία και, έτσι κι αλλιώς, είναι αξιοσέβαστοι.
Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι η μουσική γίνεται ψηφιακή
και χάνονται τα βινύλια;
Επειδή έχω διαγράψει μια μακρά πορεία στη
δισκογραφία ως παραγωγός, ήμουν μεγάλος φαν του βινυλίου και μέχρι πρόσφατα
έβγαζα βινύλια με τις δισκογραφικές με τις οποίες συνεργαζόμουν. Ξέρετε,
υπάρχει μια παγκόσμια τάση να επιστρέψει το βινύλιο. Δεν είναι μόνον
αναμνησιακό το ενδιαφέρον που έχω εγώ ή πολλοί συλλέκτες: είναι μια ολόκληρη
ιεροτελεστία να ακούσεις ένα βινύλιο, να πιάσεις τον δίσκο προσεκτικά, να τον
σκουπίσεις… Έχω ένα πικάπ ακόμη και πάνω στη σκηνή! Όλο αυτό λείπει σήμερα. Ζούμε την άυλη εποχή του ήχου: δεν πιάνουμε
κάποιο εξώφυλλο στα χέρια και, αν το πιάσουμε, αυτό είναι ενός μικρού CD, που
δεν έχει τη μεγαλοπρέπεια που είχε ο μεγάλος δίσκος. Μάλιστα, σε λίγο δεν θα
υπάρχει καν το CD.
Εμένα, αν με ρωτάτε, μου αρέσει ακόμη και το βιβλίο -μου αρέσει να το πιάνω στο χέρι μου και να το διαβάζω. Δεν μπορώ μπροστά σ’ ένα κομπιούτερ, διαφωνώ με όλα αυτά. Και, όπως λέω και μέσα στην παράσταση, «οι καρδιές δεν ήταν τόσο μόνες, να ζουν και να ερωτεύονται μέσα από οθόνες». Αυτό νομίζω λέει πολλά. Περνάω τέτοια μηνύματα μέσα από την παράσταση.
Εμένα, αν με ρωτάτε, μου αρέσει ακόμη και το βιβλίο -μου αρέσει να το πιάνω στο χέρι μου και να το διαβάζω. Δεν μπορώ μπροστά σ’ ένα κομπιούτερ, διαφωνώ με όλα αυτά. Και, όπως λέω και μέσα στην παράσταση, «οι καρδιές δεν ήταν τόσο μόνες, να ζουν και να ερωτεύονται μέσα από οθόνες». Αυτό νομίζω λέει πολλά. Περνάω τέτοια μηνύματα μέσα από την παράσταση.
Τελικά, μήπως ο κόσμος περνούσε καλύτερα παλιότερα;
Ε, φυσικά και περνούσαμε καλύτερα…
Περνούσαμε πιο ανθρώπινα. Εμένα μου αρέσουν όλα αυτά τα χρόνια της αθωότητας,
τα οποία έζησα μεν, αλλά δεν είμαι τόσο μεγάλος σε ηλικία, ώστε να πω ότι το
1960 ήμουν 20 χρόνων και έζησα έντονα την εποχή της αναβάθμισης της μουσικής,
του θεάτρου, των τεχνών όλων.
Θα ήθελα να ζούσα τότε και να τα ζω συνειδητά. Γι’ αυτό και γυρίζω προς τα εκεί. Θεωρώ τον εαυτό μου νοσταλγό εκείνης της εποχής -και βλέπω από το κοινό, που ανταποκρίνεται στις δουλειές μου τις δισκογραφικές, τις θεατρικές και τη βιβλιογραφία, ότι δεν είμαι μόνος. Άρα, κάτι σημαίνει αυτό… Και δεν είμαι και ο μόνος που κάνει τέτοιου είδους δουλειές. Ίσως να είμαι ο πρώτος που ξεκίνησα τις αφιερωματικές παραστάσεις με τις «Ημέρες ραδιοφώνου» και ακολούθησαν οι άλλοι… Η κρίση δεν είναι μόνον οικονομική: υπάρχει κρίση και στη μουσική, στο συναίσθημα, σε όλα αυτά.
Θα ήθελα να ζούσα τότε και να τα ζω συνειδητά. Γι’ αυτό και γυρίζω προς τα εκεί. Θεωρώ τον εαυτό μου νοσταλγό εκείνης της εποχής -και βλέπω από το κοινό, που ανταποκρίνεται στις δουλειές μου τις δισκογραφικές, τις θεατρικές και τη βιβλιογραφία, ότι δεν είμαι μόνος. Άρα, κάτι σημαίνει αυτό… Και δεν είμαι και ο μόνος που κάνει τέτοιου είδους δουλειές. Ίσως να είμαι ο πρώτος που ξεκίνησα τις αφιερωματικές παραστάσεις με τις «Ημέρες ραδιοφώνου» και ακολούθησαν οι άλλοι… Η κρίση δεν είναι μόνον οικονομική: υπάρχει κρίση και στη μουσική, στο συναίσθημα, σε όλα αυτά.
Οι
συντελεστές : Μάκης
Δελαπόρτας, Μπέσσυ Αργυράκη, Ρόμπερτ Ουίλιαμς, Γιώργος Πολυχρονιάδης, Λάκης
Τζορντανέλλι.
Συμμετέχουν: Δημήτρης Κοργιαλάς, Εβελίνα Νικόλιζα.
Παίζουν,
τραγουδούν και χορεύουν: Μαρία Στεφάνου,
Δημήτρης Τερζίδης, Θάνος Πισανίδης, Σταματία Κολωνιάρη.
Σκηνοθεσία: Μάκης Δελαπόρτας.
Κείμενα: Στέλιος Παπαδόπουλος, Μάκης Δελαπόρτας.
Διεύθυνση
ορχήστρας, ενορχήστρωση: Κωνσταντίνος
Παγιάτης.
Χορογραφίες: Μαρία Στεφάνου.
Κοστούμια: Έλενα Παπανικολάου.
Ορχήστρα: ΑΤΜΑ ΒΑΝD.
Στο Θέατρο Βεργίνα του Regency Casino Thessaloniki. Τ. 2310-491.234. Κάθε Παρασκευή και Σάββατο
(στις 2 και 3 Δεκεμβρίου). Ώρα έναρξης: 21.45. Τιμή: από 12ευρώ (συμπεριλαμβάνεται
η είσοδος στο καζίνο και ένα ποτό). Η είσοδος επιτρέπεται σε άτομα άνω των 21 ετών. Απαραίτητη η
προσκόμιση αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου.