http://users.sch.gr/
Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
28. Καιρός πανιά (=
κεντήματα, υφαντά, γενικώς προικιά), καιρός παιδιά, καιρός αδράχτια
μοναχά,
λέμε, όταν θέλουμε να τονίσουμε πως κάθε τι
πρέπει να γίνεται στον κατάλληλο χρόνο· σχετικό νόημα έχει και η σύντομη ρήση
του Πιττακού του Μυτιληναίου «Καιρόν γνῶθι», να
γνωρίζεις δηλαδή τον κατάλληλο χρόνο· και στον Εκκλησιαστή διαβάζουμε, επίσης:
«Τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν
οὐρανόν», πως δηλαδή υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος για όλα κάτω από τον
ουρανό.
29. Και τα βαριά στο γάιδαρο και τ’ αλαφριά στο
γάιδαρο,
λέμε, όταν όλα τα βάρη φορτώνονται στους
αδύναμους. Βέβαια, οι σχετικές παροιμίες «Κατά το ζώο
και το φόρτωμα» και «Όσο φόρτωμα
μπορείς, τόσο και να σηκώνεις» είναι πιο δίκαιες.
30. Καλή η φωτιά, καλή η κυρά, εδώ πα θα μείνω
πια,
λέμε για να δώσουμε έμφαση σε φιλοξενία που
μας παρέχουν. Για την αξία της φιλοξενίας έχουν γραφεί πολλά· να, όμως, μια
ενδιαφέρουσα γνώμη του Μενάνδρου που λέει: «Ξένους
ξένιζε, μήποτε ξένος γένῃ», δηλαδή, φιλοξένησε τους ξένους, μήπως
και συ γίνεις κάποτε ξένος.
31. Κάλλιο η μάμα (=
στομάχι) μου, παρά η μάνα μου,
λέμε για την πρόταξη του ατομικού
συμφέροντος έναντι οποιουδήποτε άλλου. Παροιμία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με
τον σημαίνοντα στίχο του Ευριπίδη «ἀλλ' ἐς τό κέρδος
παρά φύσιν δουλευτέον», δηλαδή είναι δυσάρεστο «να εξευτελίζεσαι, για το όποιο κέρδος».
32. Καλό το γάλα, το τυρί, κακό το χάι χούι,
λέμε, όταν θέλουμε να τονίσουμε πως είναι
καλό να απολαμβάνεις διάφορα αγαθά, αλλά είναι δύσκολη η δουλειά, την οποία
έχουν ως προϋπόθεση. Ίδιο νόημα έχουν και οι παραλλαγές της παροιμίας: «Γλυκό το γάλα το τυρί, πικρό το χάι χούι»
και «Γλυκό είναι το τυρόγαλο, πικρό το χάι χούι».
33. Κι η γριά η μονοδόντα, άντρα γύρευε η πορδού,
λέμε χλευαστικά για γάμο παρήλικης
γυναίκας, αλλά και για όσους ζητούν ανοίκεια πράγματα. Σε παραλλαγή της
παροιμίας η μονοδόντα έχει γίνει μονοδοντού. Ούτως ή άλλως, αρχικά αποτελούσε
στίχο σατυρικού τραγουδιού, ο οποίος εξέπεσε σε παροιμία. Αν και συναντιέται σε
πολλές περιοχές του τόπου μας, παρατίθενται εδώ στίχοι σατυρικού αποκριάτικου
τραγουδιού από τη Μακρακώμη Φθιώτιδας: «Τις μεγάλες
αποκριές/ που χορεύουν οι γριές/ σαν τομάρια σαν προβιές/ και μια γριά
μονοδοντού/ άντρα γύρευε η πορδού.»
34. Κλέφτης άπιαστος, καθάριος νοικοκύρης,
λέμε για άνθρωπο, ο οποίος πλούτισε, έγινε
νοικοκύρης, κάνοντας χρήση κλεμμένων αγαθών, για τα οποία δεν έδωσε ποτέ λόγο.
Η παροιμία οδηγεί στη γνώμη του Μενάνδρου «Ἀνήρ
δίκαιος πλοῦτον οὐκ ἔχει ποτέ», δηλαδή ο δίκαιος άνθρωπος δεν αποκτά
ποτέ πλούτο!
35. Μερεμέτα και σκαπέτα,
λέμε για πρόσωπο που κάνει μια εργασία με
προχειρότητα και χωρίς να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο, αλλά και για το
μέτριο ή κακό αποτέλεσμα της εργασίας του, η οποία δείχνει τον τρόπο με τον
οποίο έγινε. Ανάλογη σημασία έχει η φράση «Ήρθε, το
τσαλαπάτησε, κι έφυγε!»
36. Με το μέλι τρως ψωμί,
λέμε για την αποτελεσματικότητα του καλού
λόγου. Η παροιμία ταυτίζεται νοηματικά με κείνη που λέει «Πιο πολύ ψωμί τρως με μέλι παρά με ξίδι».
37. Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η
ακαμάτρα,
λέμε για όσους, ενώ βρίσκονται στην αρχή
μιας δράσης τους, ονειροπολούν για την επιτυχία της και αυταπατώνται με μάταιες
ελπίδες.
38. Μια καλή φαγοπιοτούρα, κάνει πέντε μέρες
κούρα,
μπορεί να πει κάποιος, συνήθως
αστειευόμενος, ενώ συμμετέχει σε πλουσιοπάροχο γεύμα. Το ίδιο νόημα απαντάται
και στη στροφή του ποιήματος «Εκάλεσα
τους φίλους μας»: «Με την παρέα την καλή/
και την φαγοπιοτούρα/ όλα τα βάσανα ξεχνώ/ και κάθε μου σκοτούρα.»
39. Μνημονεύει με ξένα κόλλυβα,
λέμε για όποιον επωφελείται από προσπάθειες
άλλων, τις οποίες εμφανίζει ως δικές του ή κάνει τον γαλαντόμο με ξένα
υλικά μέσα. Σχετικό νόημα έχουν και οι παροιμίες «Με
ξένα κόλλυβα δικό μας συχώριο» και «Με ξένα
κόλλυβα μνημόσυνο».
40. Μύτη με μύτη στο βελόνι κλωστή δεν περνάει,
λέμε για να επισημάνουμε πως, όταν δυο
άνθρωποι μαλώνουν, δεν υπάρχει περιθώριο συνεννόησης, παρά μόνο εάν ισχύσει το
«δυοῖν λεγόντοιν, θατέρου θυμουμένου, ὁ μή ἀντιτείνων
τοῖς λόγοις σοφώτερος», δηλαδή, όταν συζητούν δύο κι ο ένας απ’ τους δύο
οργίζεται, αυτός που δεν διαφωνεί είναι ο σοφότερος.
41. Να ’ξεραν οι ανύπαντροι τ’ έχουν οι
παντρεμένοι, θα ’παιρναν τα ρουχάκια τους, να ’φευγαν οι καημένοι,
λέμε για το αμφίβολο της ευτυχίας μέσα σ’
έναν γάμο· σχετικό νόημα έχει η παροιμία που λέει «Και
παντρεμένος γάιδαρος κι ανύπαντρος γομάρι!», αλλά και η γνώμη του
Μενάνδρου «Γάμος γάρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν»,
δηλαδή ο γάμος είναι για τους ανθρώπους ένα κακό που εύχονται.
42. Να ’χαν τ’ αντρόγυνα χολή, να ’χαν τ’ αδέλφια
αμάχη,
λέμε εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως οι
λογομαχίες των συζύγων και οι έριδες των αδελφών είναι παροδικές και δεν
διαταράσσουν για πολύ την αμοιβαία αγάπη. Την ουσία της παροιμίας αναδεικνύει
και η γνώμη του Μενάνδρου «Ὀργή φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει
χρόνον», δηλαδή η οργή μεταξύ αγαπημένων κρατάει λίγο.
43. Ο άνθρωπος είναι βαρύς σαν το αλάτι και γλυκός
σαν το μέλι,
λέμε για να τονίσουμε πως ο άνθρωπος έχει
ελαττώματα και προτερήματα.33
44. Ο γαμπρός γιος δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα,
λέμε προς επίρρωση της κοινωνικής
αντίληψης, η οποία επιχωριάζει ποικιλότροπα, άλλοτε ισχύοντας κι άλλοτε όχι,
όπως το βεβαιώνει κι η παροιμία «Για το γαμπρό γεννάει
κι ο κόκορας και για το γιο η κότα»!
45. Ο γέρος/η γριά κι αν στολίζεται στον ανήφορο
γνωρίζεται,
λέμε, όταν κάποιος ηλικιωμένος φροντίζει
ιδιαίτερα την εξωτερική του εμφάνιση προκειμένου να κρύψει τη σωματική
αδυναμία, η οποία σχετίζεται με την ηλικία του, παρότι η παροιμία «Στον νιό τα νιάτα και στον γέροντα η αρμάτα» μιλά
εμφατικά για τον στολισμό των ηλικιωμένων. Πάντως, στο νόημα της πρώτης
παροιμίας συνηγορεί κι αυτή που λέει «Ο γέρος κι αν
παινεύεται, ο ανήφορος το δείχνει».
46. Οι άνθρωποι κάνουν λάθη! Όταν πέσουν,
σηκώνονται και πλένονται, δεν κάθονται με τις λάσπες,
λέμε για την αυτονόητη παραδοχή πως οι
άνθρωποι σφάλλουν· το ζήτημα είναι να επανορθώνουν και να μην τα
επαναλαμβάνουν, κάνοντας πράξη το «Πάθει μάθος»,
δηλαδή το πάθημα να είναι μάθημα.
47. Ο κακός ο σκύλος φυλάει το μαντρί,
λέμε βεβαιώνοντας πως ο σκύλος πρέπει να
είναι εχθρικός έναντι όποιου πλησιάζει το μαντρί, για να το περιφρουρεί· κατ’
επέκταση λέμε το ίδιο για όποιον έχει υπεύθυνη θέση στη δημόσια ζωή, τα
συμφέροντα της οποίας οφείλει να προασπίζει χωρίς εκπτώσεις καθώς, επίσης, και
για κείνον που είναι υπεύθυνος για τα του οίκου, όπως καταδεικνύει και η
παροιμία «Άνθρωπο στο σπίτι και σκύλο στο μαντρί»!
48. Ο καλός ο νοικοκύρης τον χειμώνα χαίρεται,
λέμε για τον καλό νοικοκύρη, μια και
αυτή την εποχή απολαμβάνει τα αγαθά των κόπων του και αναλαμβάνει δυνάμεις.
49. Ο κάλπικος παράς δεν χάνεται,
λέμε για τον ανάξιο άνθρωπο, ο οποίος
βρίσκει τρόπους να επιβιώνει. Αλλά, «Ο άμωρος λόγος κι
ο κάλπικος παράς μένουν στον νοικοκύρη!» λέει άλλη παροιμία.
50. Οι κάμποι τρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες,
λέει η παροιμία περιγράφοντας αυτό στο
οποίο αναφέρεται, ότι δηλαδή οι κάμποι, λόγω πλούσιας τροφής και απλωσιάς,
προσφέρουν ευκολότερες συνθήκες διαβίωσης και είναι κατάλληλοι από αρχαιοτάτων
χρόνων για την εκτροφή αλόγων, ενώ η ζωή στα βουνά είναι δύσκολη και χρειάζεται
διαρκής αγώνας και παλικαριά για να τη ζήσεις. Βέβαια, αλληγορικά απηχεί και
την ιδιοσυγκρασιακή διαφορά, και όχι μόνο, μεταξύ των πεδινών και των ορεινών
πληθυσμών.
51. Ο κλαψής έφαγε τον τραγουδιστή,
λέμε για όποιον μεμψιμοιρεί, συνήθως
επινοώντας πειστικούς λόγους, προκειμένου να πετύχει κάποιο όφελος, σε αντίθεση
με αυτόν που είναι αξιοπρεπής και δεν κάνει το ίδιο ακόμα κι αν έχει λόγους, οι
οποίοι θα δικαιολογούσαν τέτοια συμπεριφορά. Η παροιμία απαντά και ως «Ο κλαψιάρης έφαγε τον τραγουδιστή».
52. Όποιος πρωτοτρώει, στερνοτηράει,
λέμε για καθέναν που τρώει βιαστικά, οπότε
στη συνέχεια κοιτάει τους άλλους, οι οποίοι τρώνε στο ίδιο τραπέζι. Στην
αλληγορία της η παροιμία αναφέρεται σε όσους βιάζονται ν’ απολαύσουν οτιδήποτε,
ασχέτως των συνεπειών.
53. Όπου πέφτει η φωτιά καίει,
λέμε τονίζοντας πως το κακό αγγίζει
περισσότερο αυτόν που το υφίσταται άμεσα. Την ίδια έννοια έχει και η παροιμία «Αλίμονο σ’ αυτόν που τον έφαγε το φίδι!», όπου η λέξη
φίδι υποδηλώνει τη συμφορά. Χρήσιμη είναι εδώ και η αναφορά στη διατύπωση του
Ισοκράτη, ο οποίος υποδεικνύει τη στάση που οφείλουμε να έχουμε έναντι όσων
τους βρίσκουν συμφορές: «Μηδενί συμφοράν ὀνειδίσῃς·
κοινή γάρ ἡ τύχη καί τό μέλλον ἀόρατον», δηλαδή, κανέναν μην τον
χλευάσεις για τη συμφορά του, γιατί η τύχη είναι κοινή και το μέλλον άγνωστο.
54. Όπου σε καλούν δέκα φορές, να πηγαίνεις
μία,
λέμε, διότι ενίοτε, αν όχι πάντα, οι συχνές
κοινωνικές επαφές δημιουργούν προβλήματα. Η παροιμία απηχεί ως έναν βαθμό τη
φιλοσοφία του ποιήματος του Κ. Π. Καβάφη «Ὅσο μπορεῖς»: «Κι ἄν δέν
μπορεῖς νά κάμεις τήν ζωή σου ὅπως τήν θέλεις,/ τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον/ ὅσο
μπορεῖς: μήν τήν ἐξευτελίζεις/ μές στήν πολλή συνάφεια τοῦ κόσμου,/ μές στές
πολλές κινήσεις κι ὁμιλίες./ Μήν τήν ἐξευτελίζεις πιαίνοντάς την,/ γυρίζοντας
συχνά κ’ ἐκθέτοντάς την/ στῶν σχέσεων καί τῶν συναναστροφῶν/ τήν καθημερινήν ἀνοησία,/
ὥς πού νά γίνει σά μιά ξένη φορτική.»
55. Όσο κρύβεις το μήλο, τόσο γλυκαίνει,
λέμε για την αξία της ηθικότητας της
γυναίκας, η οποία σχετίζεται με τη σεξουαλική της ζωή, αλλά και γενικότερα με
τα σωματικά της κάλλη, τα οποία, όσο λιγότερο προβάλλει, τόσο πιο ποθητά
γίνονται. Εδώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι το μήλο, εκτός που
αποτελεί φρούτο, το οποίο συνδέεται πολλαπλά με την ερωτική ζωή, παραπέμπει και
στο μήλο της Εύας.
56. Ο τεμπέλης το ’χει γεμάτο το σακούλι,
λέμε γι’ αυτούς που, αν και τεμπέληδες,
τους λυπούνται και τους συνδράμουν πολλοί.
57. Ο φιδοφαγωμένος κοιμήθηκε, ο νηστικός όχι,
λέμε αστειευόμενοι, όταν μας ρωτούν, αν θα
φάμε για δείπνο· η παροιμία, ίσως, δημιουργήθηκε σε καιρούς που το φάσμα της
πείνας ήταν καθημερινή απειλή. Πάντως, ο Μένανδρος θεωρεί πως «Ὕπνος δέ πεῖναν τήν κατ’ ἔσχατον δαμᾷ.», δηλαδή ο
ύπνος δαμάζει τη χειρότερη πείνα.
58. Όχι, να γεράσω να παινεύομαι,
λέμε για να δηλώσουμε πως είναι σημαντικό,
όχι, όταν γεράσουμε να παινευόμαστε, αλλά οι άλλοι να επαινούν τα έργα μας,
καθώς επίσης, να μην κρίνουμε τους νεότερους με την απόσταση του χρόνου που μας
χωρίζει, αλλά να τους κατανοούμε.
59. Πάρε εργάτη για το Μάρτη κι άσ’ τον να
ψειρίζεται,
λέμε,
επειδή τον Μάρτη αρχίζει να μεγαλώνει η μέρα, οπότε ο εργάτης έχει αρκετό χρόνο
για να τελέψει την εργασία που του ανατέθηκε.
60. Πάω να πω τον πόνο μου και βρίσκω πιο μεγάλο,
λέμε για τις περιπτώσεις που, όταν αρχίζεις
να διηγείσαι τα βάσανά σου, ο συνομιλητής σου αφηγείται και δικά του, τα οποία
είναι πιο μεγάλα από τα δικά σου. Η παροιμία αυτή συνδέεται μ’ αυτές που
αναφέρονται πιο κάτω, μια και η κοινή με άλλους μοίρα κάνει πιο υποφερτή τη
δική μας.
61. -Ποιος σ’ το ’βγαλε το μάτι; -Ο αδελφός μ’,
γι’ αυτό είναι τόσο βαθιά (ενν. η τρύπα),
λέμε, όταν θέλουμε να θίξουμε την ανοίκεια
εχθρότητα μεταξύ αδελφών, την οποία μεταξύ άλλων πολύ εύστοχα επιβεβαιώνει ο
λόγος του Ευριπίδη «ὡς δεινόν ἔχθρα, μῆτερ, οἰκείων
φίλων,/ καί δυσλύτους ἔχουσα τάς διαλλαγάς», δηλαδή, κακό μεγάλο,
μάνα, των αδελφών η έχθρα και δύσκολα μερεύει, αλλά και η υπόθεση του
παραμυθιού «Το Δίκιο βασιλεύει ή
το Άδικο», όπου σε διαφωνία δυο αδελφών για το αν στον κόσμο βασιλεύει
το δίκιο ή το άδικο, ο ένας εκ των δύο έβγαλε τα μάτια του άλλου!
62. Πότε φύλλα, πότε μήλα,
λέμε για το αβέβαιο της σοδειάς, αλλά και
για το ευμετάβλητο και αβέβαιο των πραγμάτων.
63. Πριτς, Μάρτη μ’, τ’ αρνοκάτσικά μ’ τα ’βγαλα,
λέει αυτή η παροιμία και σχετίζεται με την
παράδοση, η οποία αναφέρει πως μια γριά, ενώ ο δίβουλος και με εναλλασσόμενο
καιρό Μάρτης πλησίαζε προς το τέλος, θέλησε να τον κοροϊδέψει νομίζοντας πως
γλίτωσε τα αρνιά και τα κατσίκια της από το κρύο, οπότε του είπε: «-Πριτς, Μάρτη μ’, τ’ αρνοκάτσικά μ’ τα ’βγαλα!» Θύμωσε
τότε εκείνος κι έφερε τέτοια κακοκαιρία που η γριά και τα ζώα της πάγωσαν από
το κρύο. Από αυτή την παράδοση τις
τελευταίες μέρες του Μάρτη τις λένε μέρες της γριάς ή γριές. Φυσικά, η παροιμία
αυτή χρησιμοποιείται από άτομα μεγάλης ηλικίας, τα οποία ταλανίζονται από το
κρύο, οπότε, όταν τελειώσει ο Μάρτης αναθαρρούν και είναι έτοιμα να συνεχίσουν
με περισσότερη όρεξη τη ζωή τους και επαναλαμβάνουν χαρούμενα τη φράση που είπε
η γριά στον Μάρτη. Επίσης, σε συνάρτηση με την παροιμία λέγεται παρηγορητικά
από άλλους σε ηλικιωμένους ή μεταξύ ηλικιωμένων η φράση «Πού θα πάει, θα πούμε, πριτς, Μάρτη μου!»
64. Πρώτα θα δεις το γείτονα και μετά τον ήλιο,
λέμε τονίζοντας τη σημασία που έχει η
ύπαρξη καλού γείτονα. Αυτό το αναδεικνύει και ο Μένανδρος, ο οποίος επισημαίνει την αρνητική ή τη θετική
επιρροή του κακού ή του καλού γείτονα αντίστοιχα, λέγοντας πως «Ἐάν πονηροῦ γείτονος γείτων τύχῃς,/ πάντως παθεῖν πονηρόν ἤ
μαθεῖν σε δεῖ./ Ἐάν <ποτ’> ἀγαθοῦ γείτονος γείτων τύχῃς,/ὡς προσδιδάσκεις
ἀγαθά και προσμανθάνεις», δηλαδή, αν τύχει να ’χεις κακό γείτονα,
σε κάθε περίπτωση πρέπει να πάθεις ή να μάθεις./ Αν κάποτε τύχει να ’χεις καλό
γείτονα, θα διδαχθείς και θα μάθεις πολλά πράγματα.
65. Σε ελεύθερο σταυρό δεν κάνει κανένας,
λέμε για τη δυσκολία παράθεσης γεύματος
φιλοξενίας σε σπίτι ανύπαντρου.
66. Στην καλή προβατίνα κρεμούν το κουδούνι,
λέμε βεβαιώνοντας πως ο σημαντικός άνθρωπος
γίνεται συχνά αποδέκτης της ζήλιας και του φθόνου των άλλων· ανάλογη παροιμία
είναι «Τα δέντρα που έχουν καρπούς πετροβολάνε».
67. Στους πολλούς ο θάνατος δεν πονεί,
λέμε κάθε που για κάποια αιτία πεθαίνουν
πολλοί, οπότε αυτοί που έχασαν δικούς τους ανθρώπους υποφέρουν πιο εύκολα την
κοινή για πολλούς μοίρα. Παρόμοιο νόημα έχουν και οι παροιμίες «Με τους πολλούς ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται» και «Όπου πεθαίνουνε πολλοί, θάνατο μη φοβάσαι».
68. Συλλογίσου τα δικά σου και συμπάθα τα παιδιά
σου,
λέμε για την κατανόηση και την ανοχή που
οφείλουν να δείχνουν οι μεγαλύτεροι προς τους νεότερους, αλλά και απέναντι σε
κάθε ανοίκειο νεωτερισμό που τους ξενίζει. Όπως είπε και ο Σαλβαντόρ Νταλί «Το μόνο άσχημο με τη
σημερινή νεολαία είναι ότι δεν ανήκουμε πλέον σ’ αυτή.»
69. Τ’ βλάχου μονό δεν του φτάνει, διπλό του
περισσεύει,
λέμε για όσους ικανοποιούνται δύσκολα. Η
παροιμία συναντιέται νοηματικά και με κείνη που λέει «Στο
κοφίνι δε χωρεί, στο καλάθι περισσεύει».
70. Τα γραμμένα δεν υπογράφονται,
λέμε για τη μοίρα που ερήμην των
ανθρώπων κανοναρχεί τη ζωή τους, όπως πιστεύουν πολλοί. Με την παροιμία
αυτή ταυτίζεται και η γνώμη του Μενάνδρου «Ἅπαντα νικᾷ καί
μεταστρέφει τύχη,/ οὐδείς δέ νικᾷ μή θελούσης τῆς τύχης», δηλαδή, όλα τα
νικά και τα αλλάζει η τύχη,/ κανένας δεν νικά χωρίς να θέλει η τύχη, η οποία
συμπληρώνεται από κείνη του Φιλιστίωνος «Οὐδέν μετατεθεῖ
τῶν πεπρωμένων τύχη,/ ἅ γάρ πέπρωται ταῦθ’ ὅλως οὐ μετατεθεῖ», δηλαδή
κανένα από τα μελλούμενα δεν μεταστρέφει η τύχη,/ διότι όσα πρόκειται να
συμβούν καθόλου δεν τα μεταβάλλει.
71. Τα δυο καλά δε γίνονται,
λέμε, όταν θέλουμε να καταδείξουμε πως,
ασχέτως ποσοστού, το καλό και το κακό συνυπάρχουν· η παροιμία αυτή παραπέμπει
στην αρχαιοελληνική παροιμία «Οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ»,
δηλαδή σε κάθε κακό υπάρχει και κάτι καλό, το οποίο ισχύει και αντιστρόφως.
72. Τα παλιάλογα για να περπατάνε, πρέπει να τα
ταΐζουμε ξηρά τροφή (κριθάρι, βρώμη,…),
λέμε για την ανάγκη των ηλικιωμένων για
ποιοτική διατροφή, η οποία θα συντηρεί τις δυνάμεις τους· η παροιμία
συναντιέται νοηματικά μ’ αυτή που λέει «Το παλιάλογο
θέλει καρπό, τ’ άλλα τρώνε και σανό».
73. Τα πουλιά, όταν αλλάζουν κλαδί, κελαηδούν
καλύτερα,
λέμε, για ν’ αναδείξουμε την αρχέγονη
ανάγκη του ανθρώπου για αλλαγή, η οποία μας οδηγεί και σε μία από τις πολλές
Ηρακλείτειες αποφάνσεις που λέει «πάντα χωρεῖ καί οὐδέν
μένει», δηλαδή τα πάντα προχωρούν και τίποτα δεν μένει ακίνητο.
74. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες,
λέμε για τη ματαιότητα της απόκτησης πολλών
υλικών αγαθών· η παροιμία μάς πάει στη γνώμη του Μενάνδρου «Κἄν μυρίων γῆς κύριος πηχῶν ἔσῃ,/ θανών γενήσῃ τάχα μόλις
πηχῶν τριῶν», δηλαδή, ακόμα κι αν θα γίνεις κύριος πολλών πήχεων γης,/
μόλις πεθάνεις θα γίνεις γρήγορα κάτοχος μόλις τριών πήχεων, αλλά και σ’ εκείνη
του Πλάτωνα που λέει «Οὐδέν ἄλλο ἔχουσα εἰς Ἅιδου ἡ ψυχή ἔρχεται πλήν τῆς παιδείας
τε καί τροφῆς», δηλαδή, η ψυχή δεν έχει τίποτε μαζί της πηγαίνοντας στον
Άδη, παρά μονάχα την παιδεία της και τον τρόπο της ζωής που έκανε.