ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η υπαρξιακή αμφισβήτηση του ελληνισμού και η ανοιγόμενη άβυσσος



Το έστειλε ο Δημοσθένης Λαμπρινάκης
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Αφύπνιση" Λάρισας, τ. Νοεμβρίου    
    Στρέφοντας το βλέμμα στο πρόσφατο παρελθόν, σ’ αυτήν την μακρά μεταπολιτευτική περίοδο, η οποία ψυχορραγεί εδώ και έξι-επτά χρόνια, παρατηρούμε δύο  βασικές μεταλλάξεις που συνέβησαν στην Ελλάδα. Η μία αφορούσε στον ανθρωπολογικό τύπο του Έλληνα, ο οποίος μεταμορφώθηκε σχεδόν ως τον πυρήνα του. Ο γενικά εργατικός, λιτοδίαιτος άνθρωπος, αντικαταστάθηκε από τον ατομιστή, αμοραλιστή κι άπληστο νεοέλληνα. Ο Έλληνας της μεταπολίτευσης εμφανίζεται περισσότερο μορφωμένος, πολύ πιο πλούσιος, πολυταξιδεμένος, αλλά, ταυτοχρόνως, «κενός περιεχόμενου». Κι αυτό γιατί επιδόθηκε στην πρόσληψη δάνειων στοιχείων εκ δυσμάς, τα οποία ουδέποτε αφομοίωσε, καθώς διαμόρφωσαν μόνον την εξωτερική του εικόνα, επιβάλλοντας τη βασιλεία του «δήθεν». Για να πετύχει τη μεταπήδησή του στην νέα εποχή, ο Έλληνας της μεταπολίτευσης «ξεφορτωνόταν» γοργά την περιττή πραμάτεια της βαριάς παράδοσης, με αντίτιμο το «πινάκιο φακής» μιας τυφλής προοδευτικότητας. Έτσι, έφτασε στην ώρα της κρίσης να χάσκει τον νέο άγριο κόσμο που ανατέλλει, περίτρομος, απαράσκευος και άστεγος, κλαυθμηρίζοντας ως νήπιο για τον παράδεισο που εχάθη δια παντός.
    Παράλληλα, με την εσωτερική, ψυχοπνευματική του αλλαγή, και συνδεόμενη στενά με αυτήν, έλαβε χώρα και η μετάλλαξη της σχέσης του Έλληνα της μεταπολίτευσης προς την πατρίδα και το κράτος του. 
    Μετά το 1974, και ως αποτέλεσμα της επταετούς δικτατορίας, το πολιτικό και ιδεολογικό εκκρεμές κινήθηκε γοργά αριστερά. Οι ηττημένοι στο πολιτικό πεδίο κυριάρχησαν σταδιακά στο ιδεολογικό, και κατέλαβαν όλους σχεδόν τους μηχανισμούς παραγωγής σκέψης. Αυτό επηρέασε καταλυτικά την πρόσληψη του ιστορικού παρελθόντος, καθώς αμφισβήτησε την έως τότε παγιωμένη «εθνική αντίληψη» για τη συνέχεια του ελληνισμού. Παράλληλα, η ιδέα του κράτους ως δομή του έθνους, εκ του έθνους και προαπαιτούμενο της ελεύθερης ύπαρξης και διαιώνισής του, υπονομεύθηκε από την επικράτηση της «αντικρατικής» επαναστατικής αντίληψης. Το κράτος εμφανίζεται πλέον μόνον ως καταπιεστικός μηχανισμός των κυριάρχων τάξεων. Λόγω και των ιδιαιτέρων συνθηκών, όπως ήταν η παρέμβαση του στρατού στα πολιτικά πράγματα, θεσμοί απαραίτητοι για την εθνική κυριαρχία και ασφάλεια, συρρικνώθηκαν, και κυρίως απώλεσαν το απαιτούμενο για την εκτέλεση της αποστολή τους κύρος.
    Η κατίσχυση του ΠΑΣΟΚ το 1981, φέρνει μαζί του και την «έφοδο» στο κράτος των μικρομεσαίων στρωμάτων, που υποστήριξαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, ώστε να λάβουν μερίδιο της κρατικής εξουσίας.  Από την πλευρά του ο λαοπρόβλητος ηγέτης, χρησιμοποίησε τον κρατικό μηχανισμό, όπως άλλωστε συνέβαινε έως έναν βαθμό και προηγουμένως, για να εδραιώσει την εκλογική του βάση, και όχι με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η συνάντηση της νέας, συνεχώς διευρυνόμενης, σύνθεσης του κρατικού μηχανισμού με τα επικρατούντα ιδεολογικά ρεύματα κατέληξαν σε ένα οξύμωρο φαινόμενο, το οποίο προετοίμασε και την επόμενη φάση, τη δεκαετία του 1990. Αναδύθηκε, δηλαδή, μια κατάσταση όπου οι κρατικοί υπάλληλοι να εμφορούνται, εν πολλοίς, από αντικρατική ιδεολογία, ενώ την ίδια ώρα το αντιπαραγωγικό κράτος-λεβιάθαν σιτίζει εκατομμύρια νυν και πρώην υπαλλήλους του
    Έτσι, αν και κατά τη δεκαετία του 1980 διατηρήθηκε φαινομενικά ένα πατριωτικό πρόσημο, στη συνέχεια οι νέοι προσανατολισμοί θα γίνουν πιο σαφείς και γρήγορα θα βρεθούν σε μια πρωτόγνωρη έξαρση. 
    Η επέλαση της παγκοσμιοποίησης, μετά την πτώση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, και η πλημμύρα των ευρωπαϊκών κεφαλαίων θα μετατρέψει τη μάζα των οργανικών διανοουμένων και μεγάλο μέρος της δημόσιας διοίκησης σε οπαδούς της μεταεθνικής αλλά και υπερκρατικής εποχής. Αυτήν την περίοδο, το ελληνικό έθνος-κράτος θα δεχθεί συνολικά την εκ των έσω υπαρξιακή του αμφισβήτηση, δηλαδή θα τεθεί ευθέως υπό αίρεση η ίδια η αξία της σύστασής του ως αποτέλεσμα της διαρκούς ελληνικής επανάστασης, με τυπική ημερομηνία γεννήσεως το 1821. 
    Η αμφισβήτηση, ωστόσο, δεν θα προέλθει μόνον από την αριστερή σκέψη αλλά και από άλλες δύο πηγές, φαινομενικά διαφορετικές μεταξύ τους. Ασφαλώς, τον κυρίαρχο τόνο, τον έδωσε η αριστερή κριτική. Τότε, μάλιστα, στο εσωτερικό ανταγωνισμό της αριστεράς επικρατεί ολοκληρωτικά η «ανανεωτική» πτέρυγα, διεθνιστών ή ευρωπαϊστών, ή και τα δύο μαζί συχνότερα, έναντι των παραδοσιακών. Οι τελευταίοι έβλεπαν την απελευθέρωση από το τουρκικό ζυγό ως συνέπεια του αγώνα του λαϊκού παράγοντα που αναζητούσε ακόμη τη δικαίωσή του, την οποία πλησίασε κατά τη δεκαετία του 1940. Τελικώς, παρά τα όποια απομεινάρια της «λαϊκής γραμμής», τα οποία ανιχνεύονται και σήμερα, η διεθνιστική αντίληψη βγήκε νικήτρια. Ο διεθνισμός της αριστεράς ήλθε να συναντήσει τις ιδέες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που στο βάθος του ορίζοντα διέκρινε την πλήρη κατάργηση των συνόρων, αλλά και τα κελεύσματα της παγκοσμιοποίησης που οδηγούσαν μέχρι το τέλος της ιστορίας, μαζί με το τέλος των φαντασιακών εθνών και των αναχρονιστικών κρατών. 
    Το παράδοξο ήταν ότι σε αυτό το σημείο, οι «από τα κάτω» οπαδοί του «παγκοσμίου χωριού» συμμάχησαν με τους «από πάνω» εκπροσώπους του πάλαι ποτέ αστικού χώρου, όπως αυτός είχε ριζικά αναδιαμορφωθεί μετά το 1980. Η πλειοψηφία τους ασμένως δέχθηκε την προοπτική διάχυσης του ελληνικού έθνους-κράτους σε μια ευρωπαϊκή ή και παγκόσμια οντότητα. Η σύμπτωση αυτή δεν ήταν τυχαία καθώς τα ευρωπαϊκά προγράμματα έρρεαν άφθονα και έτσι οι ντόπιες ελίτ – επιχειρηματίες, πολιτικοί και διανοούμενοι- μπορούσαν ανέτως να παίζουν, με το αζημίωτο, το ρόλο του τοποτηρητή, και χωρίς τις ευθύνες που αναλογούν στην κοινωνική τους αποστολή. Στο πλαίσιο αυτό αγνοήθηκαν επιδεικτικά και απαράδεκτα όλες οι υπαρκτές απειλές, που εκπηγάζουν από τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ενώ το κράτος συνέχιζε να λειτουργεί κατά τρόπο στρεβλό και παρασιτικό. Η επισήμανση αυτή παραμένει καθοριστική για τη διάγνωση των αιτιών της παρούσας κρίσης και της παρατεινόμενης αδυναμίας υπερβάσεώς της. Η ουσιαστική ιδεολογική ήττα των παραδοσιακών αστικών στρωμάτων με την ιδεολογική και πολιτική αποστασία των μελών της, δημιούργησε ένα χάσμα, το οποίο προετοίμασε την κατάβαση σε προχαοτικές συνθήκες. 
    Θα ήταν ελλιπής, ωστόσο, η ανάλυσή μας, αν στο μέτωπο της αμφισβήτησης του νεοελληνικού έθνους-κράτους δεν συμπεριλαμβάναμε και μια «ψευδονεοβυζαντινή σχολή», η οποία επίσης βλέπει στη σύγχρονη Ελλάδα ένα ιστορικό λάθος. Οι επιφανείς εκπρόσωποί του, εμμένοντας στην αντίληψη ότι ο ελληνισμός μπορεί να ακμάσει μόνον υπό συνθήκες πολυεθνικής αυτοκρατορίας, καταλογίζουν στο ελληνικό έθνος-κράτος κάθε κακοδαιμονία. Δεν ήταν τυχαίο ότι σε αρκετές περιπτώσεις, μέχρι και σήμερα, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, οι εκπρόσωποι της σχολής αυτής συνεργάζονται με τα άλλα δύο στρατόπεδα. Ούτε συμπτωματικό είναι το ότι στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, οι ίδιοι άνθρωποι διατύπωναν ύμνους για το νεο-οθωμανικό άνοιγμα του Ερντογάν. 
    Οι συνέπειες αυτής της συντονισμένης επίθεσης στις «λίγες άδειες στέρνες», στο ύστατο καταφύγιο της ελεύθερης ελληνικής ιδιοπροσωπίας, είναι ανυπολόγιστες. Η πραγματικότητα παίρνει ήδη της εκδίκησή της.   Η εσωτερική κατακρήμνιση και οι απειλητικοί βρυχηθμοί των γειτονικών αναθεωρητισμών αφυπνίζουν, αλλά μόνον μερικώς, ένα υπνωτισμένο έθνος, καθώς αυτό αιωρείται στο χείλος της ιστορικής αβύσσου. Θα προλάβουμε άραγε τον καιρό ή αυτός θα μας καταπιεί; 
    Για να αλλάξει η πορεία προς τον όλεθρο, πρέπει τώρα να δούμε ξανά διαφορετικά τον εαυτόν μας και τον τόπο μας. Το κομμάτι γης που ακόμη είναι Ελλάδα, μαζί με την ελεύθερη Κύπρο, είναι τα τελευταία απομεινάρια του ελληνισμού. Αυτή τη γη πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού· δεν υπάρχει άλλη, και χωρίς αυτή δεν θα υπάρχει κι ελληνισμός. Χωρίς τόπο, δεν υπάρχει και λόγος. Είναι, πράγματι, επώδυνο να απαλλαχθούμε από τις ψευδαισθήσεις δεκαετιών που παραμόρφωσαν τα κριτήρια της αλήθειας. Οφείλουμε ωστόσο, για να έχουμε μέλλον, να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας από την αρχή.