ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Παροιμίες της πεθεράς μου - Κριτική προσέγγιση (I)



http://users.sch.gr/ 
Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
      Παροιμίες της πεθεράς μου; Ναι! Γιατί, όχι; Τι πιο γλυκό από το να συλλέγεις πείρα και γνώση από τους πιο μεγάλους και, μάλιστα, από τη δεύτερη μάνα σου, την πεθερά σου!
    Σαν και δεν μας τα λες καλά, ίσως, πουν κάποιοι! Μάνα είναι μόνο μία, αυτή που μας έφερε στον κόσμο! Ναι, ακόμα κι αν δεν διαφωνήσω απολύτως σ’ αυτό, σας βεβαιώνω πως ένα από τα πιο εύκολα πράγματα στον κόσμο είναι να σ’ αγαπάει η πεθερά σου! Υπερβολές; Όχι, καθόλου! Με μία προϋπόθεση! Ποια; Να, να μην έχεις ποτίσει την ψυχή σου με την προκατάληψη πως οι πεθερές είναι εκ προοιμίου κακές και άλλα όμοια. Διότι, εκτός εξαιρέσεων που έχουν να κάνουν με τη φύση των ανθρώπων και όχι με την ιδιότητα της πεθεράς, αν  χαρίσεις όμορφα συναισθήματα, τα ίδια θα λάβεις ως ανταπόδοση! Αν όμως δεις τη μητέρα του συντρόφου σου ως μια γυναίκα που μόνο το κακό απεργάζεται εις βάρος σου, τότε δεν σε γλιτώνει τίποτα.
    Και αφορμής δοθείσης σημειώνω πως έχω πολλές αντιρρήσεις για την αλήθεια της ρήσης του φιλοσόφου Ζαν Πωλ Σαρτρ ότι «Η κόλαση είναι οι άλλοι», διότι σε πολλές ανθρώπινες σχέσεις ο μεγαλύτερος εχθρός δεν είναι οι άλλοι, αλλά ο εαυτός μας!
      Τούτη, λοιπόν, η συλλογή παροιμιών, η οποία πραγματοποιήθηκε επί σειρά ετών σε διάφορες συνομιλίες με την πεθερά μου, την Παναγιώτα Α. Φάσσαρη – Στούμπου από τη Φιγαλία Ηλείας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα μικρό αντίδωρο σε κείνη για τη διαρκή έγνοια της και για τα συναισθήματα που απλόχερα μου χάρισε.
      Βέβαια, πέραν της προαναφερθείσας πρόθεσης, μια συλλογή παροιμιακού λόγου έχει αυτοτελή  αξία. Έχοντας, λοιπόν, συλλέξει πλήθος άλλων παροιμιών, μια και  θαυμάζω απεριόριστα αυτή τη μορφή λόγου, δεν θα αρκεστώ στην απλή καταγραφή, αλλά θα αποπειραθώ να προσεγγίσω και την αλήθεια που υποκρύπτεται στην αλληγορική διατύπωσή τους καταφεύγοντας συχνά και σε ποικίλο αποφθεγματικό λόγο.  
      Αλλά ας δούμε πρώτα πώς ορίζει ο λεξικογράφος Ησύχιος την έννοια της λέξης παροιμία:
    «“Παροιμία· βιωφελής λόγος παρά τήν ὁδόν λεγόμενος, οἷον παροδία· οἷμος γάρ ἡ ὁδός” καί “παροιμίαι· παραινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι, ἠθῶν ἔχουσαι καί παθῶν ἐπανόρθωσιν”. Κατά τόν ὁρισμόν τοῦτον, ἡ παροιμία εἶναι ὁ διερμηνεύς τῆς σκέψεως τοῦ λαοῦ, διά τοῦτο καί ἀνέγραφον κατά τήν ἀρχαιότητα εἰς τάς Ἑρμᾶς, ἤτοι τάς προτομάς τοῦ Ἑρμοῦ τάς εὑρισκομένας ἐπί στηλῶν εἰς τούς κεντρικωτέρους δρόμους, διάφορα ρητά πρός διδασκαλίαν τῶν διαβατῶν, ἐκ τούτου δέ καί ἡ ἀ-νωτέρω ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐκ τῆς προθέσεως “παρά” καί “οἶμος”, ὑποδεικνυομένου οὕτω καί τοῦ κοινωφελοῦς πρακτικοῦ σκοποῦ, εἰς τόν ὁποῖον ἀπέβλεπον».
      Ως διδακτικός λόγος οι παροιμίες «αποτελούν το απαύγασμα της ηθικής και πρακτικής σοφίας του λαού μας, προέρχονται κυρίως από αρχαία ρητά, από την εκκλησιαστική γραμματεία, από αισώπειους μύθους ή άλλους λαϊκούς μύθους, καθώς και από λαϊκό αυτό-σχεδιασμό» και καθόλου τυχαία χρησιμοποιούνται προς επίρρωση των λεγομένων μας.
Παροιμίες
1. Άλλα λέει/ κανονίζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης,
λέμε, όταν διίστανται οι απόψεις μεταξύ υποτακτικού και αφεντικού, μεταξύ υφισταμένου και προϊσταμένου,… Και για διαφωνούντες εν γένει ταιριάζει η παροιμία και συνδέεται νοηματικά με τον μύθο του Αισώπου «Ὄνος καί ὀνηλάτης» που λέει: «Ὄνος ὑπό ὀνηλάτου ἀγόμενος, ὡς μικρόν τῆς ὀδοῦ προῆλθεν, ἀφείς τήν λείαν εἰς κρημνόν ἐφέρετο· μέλλοντος δ’ αὐτοῦ κατακρημνίζεσθαι ὁ ὀνηλάτης ἐπιλαβόμενος τῆς οὐρᾶς ἐπειρᾶτο περιάγειν αὐτόν· τοῦ δέ εὐτόνως ἀναπίπτοντος ἀφείς αὐτόν ἔφη: "Νίκα· κακὴν γάρ νίκην νικᾷς". Πρός ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος.», δηλαδή «Ένας γάιδαρος που οδηγούνταν από τον οδηγό του, μόλις για λίγο βγήκε από τον δρόμο, άφησε τον ίσιο δρόμο και τραβούσε σε γκρεμό· όταν πήγαινε να γκρεμιστεί, ο οδηγός τον έπιασε από την ουρά και προσπαθούσε να τον γυρίσει· καθώς όμως έπεφτε με ορμή, τον άφησε και είπε: "Νίκα· διότι η νίκη σου είναι κακή". Η διήγηση είναι κατάλληλη για άντρα φιλόνικο».
2. Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν, άλλοι πίνουν και μεθούν,
λέμε για όσους απολαμβάνουν αγαθά, τα οποία παρήχθησαν χωρίς δική τους συμβολή, αλλά με τον μόχθο άλλων. Πρόδρομος της παροιμίας αυτής είναι χωρίς άλλο η αρχαία παροιμία «Ἄλλοι σπείρουσι, ἄλλοι δὲ ἀμήσονται», δηλαδή άλλοι σπέρνουν και άλλοι θα μαζέψουν τον καρπό.
3. Αν λυπάσαι το ραβδί σου, θα χαλάσεις το παιδί σου,
λέμε, όταν θέλουμε να αναδείξουμε την παιδαγωγική αξία της τιμωρίας· η παροιμία αυτή μας οδηγεί σε κείνη που λέει «Ὅπου δέν πίπτει λόγος, πίπτει ῥάβδος», η οποία προέρχεται από λόγια παραφθορά της παροιμίας «Ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος: ἐπὶ τῶν μὴ πειθομένων τοῖς εἰσηγουμένοις τὰ βέλτιστα.», δηλαδή, αυτόν που δεν τον αγγίζει ο λόγος, δεν τον αγγίζει ούτε η ράβδος: για όσους δεν συνετίζονται με τα καλά λόγια που τους λένε.
4. Αν ο Θεός άκουγε τις κουρούνες, θα ’χαν ψοφήσει τα γεράκια,
 λέμε, για  να τονίσουμε πως ακόμα κι ο Θεός είναι με το μέρος των ανώτερων ανθρώπων, των τολμηρών, των δυνατών κ.λπ. Το περιεχόμενο αυτής της παροιμίας είναι πολύ πιθανό να σχετίζεται με την επιθετικότητα των κουρούνων έναντι του γερακιού, η οποία υποδηλώνεται και στη φράση «Μαζεύτηκαν όπως οι κουρούνες στο γεράκι». Αλλά και εν γένει στον λαϊκό λόγο η κουρούνα εκπροσωπεί την περιφρόνηση, ενώ το γεράκι τη δύναμη, όπως π.χ. στις παροιμίες «Κάλλιο μια μέρα γεράκι, παρά έναν χρόνο κουρούνα», «Να ’χαν οι κουρούνες γνώση, να μας χάριζαν καμπόση».
5. Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο, και ποιον να πρωτοκλάψω,
 λέμε, όταν πλήθος  βασάνων μας ταλανίζουν και δεν ξέρουμε για ποιο να κλάψουμε, ενώ εκείνο που θα ’πρεπε να διαθέτουμε είναι η μακροθυμία σύμφωνα και με την προτροπή του Φιλιστίωνος «Ἄνθρωπος ὤν μηδέποτε τήν ἀλυπίαν/ αἰτοῦ παρά θεῶ<ν>, ἀλλά τήν μακροθυμίαν», δηλαδή, όντας άνθρωπος ποτέ να μη ζητάς από τους θεούς απουσία λύπης, αλλά υπομονή, την οποία συμπληρώνει ο Μένανδρος λέγοντας: «Ὅταν δ’ ἄλυπος διά τέλους εἶναι θέλῃς,/ ἤ θεόν εἶναί σε δεῖ, ἤ νεκρόν», δηλαδή,  όταν θέλεις να μην έχεις λύπη από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής σου, πρέπει να είσαι ή θεός ή νεκρός.
6. Από μπονόρα στη δουλειά κι από νωρίς στο σπίτι,
λέμε, για να επισημάνουμε πως οφείλουμε να πάμε πρωί για τις εκτός σπιτιού εργασίες μας, ώστε να επιστρέψουμε νωρίς, για ν’ ασχοληθούμε με τα του οίκου, αλλά και γενικά πως οφείλουμε να ενεργούμε εγκαίρως. Η παροιμία συναντιέται νοηματικά με κείνη που λέει «Η έγνοια κάνει τη δουλειά κι η ξεγνοιασιά τον ύπνο
7. Από την πολλή αγάπη που σου ’χω, άντρα μου, ξέχασα τ’ όνομά σου,
 λέμε με ειρωνική διάθεση, όταν κάποιος λησμονεί, ως μη όφειλε, σημαντικά πράγματα, κάτι που δηλώνεται και με την παροιμία «Απ’ την πολλή την έγνοια που του ’χα, το ξέχασα!» 
8. -Άσχημέ μου κι άσχημή μου, τι καλό θα φάμε βράδυ; -Όμορφέ μου κι όμορφή μου, τι σκατά θα φάμε βράδυ; 
Αυτή η διαλογική παροιμία λέγεται, όταν υπάρχει λόγος να τονιστεί πως σημασία για την επιτυχία ενός γάμου, δεν έχει η ομορφιά, αλλά πιο ουσιαστικά πράγματα. Απαντά και στην παραλλαγή «Αχαμνέ μου κι άσχημέ μου, τι θα πρωτοφάμε βράδυ;» Και ο Αντισθένης, όταν ρωτήθηκε «τι γυναίκα να παντρευτώ;», απάντησε «Ἄν μέν καλήν, ἕξεις κοινήν, ἄν δέ αἰσχράν, ἕξεις ποινήν», δηλαδή,  αν πάρεις όμορφη θα τη μοιράζεσαι, αν πάρεις άσχημη θα τιμωρηθείς. Βέβαια, η υπεροχή της εσωτερικής σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση έχει υπερτονιστεί κι από πλείστους άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, και όχι μόνο· για παράδειγμα, ο Φιλιστίων λέει απευθυνόμενος στον Μένανδρο: «Εὐσχημονεῖν φρόντιζε, μή τῷ σχήματι/ τό σῶμα κοσμῶν, ἀλλά τῷ φρονήματι», δηλαδή, φρόντιζε να συμπεριφέρεσαι με σεμνότητα, όχι κοσμώντας το σώμα ως προς τα ενδύματα, αλλά ως προς το φρόνημα.
9. Αφρίζεις, ξαφρίζεις, εγώ σ’ αγόρασα και θα σε φάω! 
Λέμε για την τσιγκουνιά, αλλά και την επιλογή να μην απαξιώνουμε κάτι, επειδή κάναμε λάθος εκτίμηση κατά την αγορά του.  Βέβαια, η παροιμία προέκυψε, όπως λέγεται, όταν κάποιος τσιγκούνης αγόρασε, αντί για τυποποιημένο τυρί, σαπούνι, το οποίο, όταν άρχισε να το τρώει, έβγαζε αφρούς και παρά την κατανόηση του λάθους του, είπε την παροιμιακή πλέον φράση.
10. Βάζει το λύκο πιστικό, το σκύλο τυροκόμο,
λέμε για  τους κινδύνους που ελλοχεύουν, όταν κανείς δίνει βάση σε κάτι αταίριαστο, συχνά επικίνδυνο ή όταν δείχνει εμπιστοσύνη σε λάθος άτομα. Η παροιμία παραπέμπει σε στίχο του δημοτικού τραγουδιού «Λεβέντης εροβόλαγε», όπου σ’ ένα σημείο του διαλόγου που κάνει ο λεβέντης με τον χάρο λέει: «-Λεβέντη πούθεν έρχεσαι και πούθε καταβαίνεις;/ -Από τα πράτα μ’ έρχουμε, στο σπίτι μου παγαίνω,/ πάνω να πάρω το ψωμί και πίσω να γυρίσω,/ άφ’κα το λύκο πιστικό, το σκύλο τυροκόμο
11. Βαρέθηκα δυο πράματα, νιάτα και γεροντάματα,
λέμε, για ν’ αναδείξουμε πως σ’ αυτές τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες περιόδους της ζωής, έχουμε πολλά, αλλά διαφορετικά προβλήματα. Η παροιμία απαντά και με τη μορφή «Δεν νταγιαντώ δυο πράματα, νιάτα και γεροντάματα». Ενδιαφέρον, όμως, έχουν και οι παραλλαγές της παροιμίας, όπου στη θέση της λέξης νιάτα, υπάρχουν οι λέξεις σεβντά(ς) ή φτώχια.
12. Βόηθα τον τεμπέλη, να τον κάνεις πιο τεμπέλη,
λέμε, για να θίξουμε το μάταιο της βοήθειας σ’ έναν ακαμάτη, η οποία δεν τον κάνει ν’ αλλάξει και να γίνει εργατικός, αλλά αντιθέτως συντηρεί την τεμπελιά του· μ’ αυτή την παροιμία συναντιέται κατά έναν τρόπο και η γνώμη του Σόλωνα του Αθηναίου,11 ο οποίος «ἀπορίᾳ γὰρ ᾤετο δεῖν βοηθεῖν, οὐκ ἀργίαν ἐφοδιάζειν», δηλαδή, πίστευε ότι πρέπει να βοηθάμε τους φτωχούς, όχι να ενισχύουμε τους τεμπέληδες. 
13. Γέλα με να σε γελώ, να περνούμε τον καιρό,
λέμε, όταν κωλυσιεργούμε εθελοτυφλώντας εν γνώσει μας και δεν κάνουμε τίποτα ουσιαστικό, για να βρούμε ικανοποιητική λύση σε υπαρκτό πρόβλημα, παρότι «Ἀγών οὐ μένει ἄνδρας λελειμμένους», δηλαδή, ο αγώνας δεν περιμένει τους άνδρες που καθυστερούν.
14. Δε θ’ απολάς τ’ς κουβέντες, αν δεν είναι γινωμένες, 
λέμε για τη σημασία και τις συνέπειες του παράκαιρου λόγου· η παροιμία αυτή σχετίζεται με διατυπώσεις  του αρχαιοελληνικού λόγου, όπως για παράδειγμα τη φράση του Δία προς την Αθηνά «τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», δηλαδή, «ποιος λόγος, κόρη μου, ξέφυγε απ’ το φράχτη των δοντιών σου;», το απόφθεγμα του Χίλωνα του Λακεδαιμόνιου «Ἡ γλῶσσά σου μή προτρεχέτω τοῦ νοῦ», δηλαδή, η γλώσσα σου να μην τρέχει πιο γρήγορα απ’ το μυαλό σου, και άλλες πολλές. 
15. Δεν είναι που δεν πεθαίνω, είναι που ζω και μαθαίνω,
λέμε, για να τονίσουμε την αξία της δια βίου μαθήσεως, η οποία παραπέμπει στην πασίγνωστη ρήση του Σόλωνα του Αθηναίου «Γηράσκω δ’ αἰεί πολλά διδασκόμενος», δηλαδή γερνάω πολλά μαθαίνοντας,  την οποία ο Πλάτων συμπληρώνει: «ἐθέλοντα κατά τό τοῦ Σόλωνος καί ἀξιοῦντα μανθάνειν ἕωσπερ ἄν ζῇ, καί μή οἰόμενον αὐτῷ τό γῆρας νοῦν ἔχον προσιέναι» και «γηράσκων γάρ πολλά διδάσκεσθαι ἐθέλω ὑπό χρηστῶν μόνον». Ο Πλάτων, δηλαδή,  πίστευε πως γίνεται πιο συνετός στο μέλλον αυτός που θέλει, σύμφωνα με το απόφθεγμα του Σόλωνος, και κρίνει άξιο να μαθαίνει όσο ζει και δε νομίζει ότι τα γηρατειά έρχονται βάζοντας μόνα τους γνώση, αλλά και πως θέλει γερνώντας να διδάσκεται πολλά, αλλά μόνο από ενάρετους δασκάλους.
16. Είπαμε πολλά και σώσει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι,
λέει αυτή η παροιμιακή φράση, η οποία συνηθίζονταν στο τέλος παραμυθιών, ή τραγουδιών με την παραλλαγή «Το τραγούδι μου τελειώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι» και μεταφορικά αναφέρεται στους φλύαρους. 
17. Ένας ποντικός τρώει το σακί (ενν. με το αλεύρι), όλα τα ποντίκια φταίνε,  
λέμε κάθε που η ευθύνη αντί να αποδίδεται στον υπαίτιο διαχέεται σ’ όλους, κάτι που συνιστά έλλειψη δικαιοσύνης. Και δεν πρέπει να λησμονούμε πως «ἐσχάτη ἀδικία δοκεῖν δίκαιον εἶναι μή ὄντα», δηλαδή, χειρότερη μορφή αδικίας είναι να θεωρείται κάτι δίκαιο, ενώ δεν είναι.
18. Έξω απ’ το σπίτι μου, ας είναι κι ο αδελφός μου,
λέμε, για να τονίσουμε πως προτεραιότητα έχουν τα προβλήματα του σπιτιού μας και η επίλυσή τους και μετά των άλλων, ακόμα και των πολύ οικείων. Η παροιμία και το νόημά της μας πηγαίνει στην «Όσα κλείνει η πόρτα σου!», για να συμπληρωθεί από κείνη που λέει «Τ’ αδέλφια, όταν παντρευτούν, γίνονται γειτόνοι!» 
19. Ερημιά στον κόσμο,
λέμε, για ν’ αναδείξουμε τη μοναξιά που μπορεί να αισθάνεται ο άνθρωπος, ειδικά στις πόλεις, όπου υπάρχει πολυκοσμία, αλλά είναι δύσκολο να βρεις ουσιαστική επικοινωνία. Ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης έγραψε εύστοχα για τη μοναξιά: «Ποτέ ἄλλοτε οἱ στέγες  τῶν σπιτιῶν μας δέν ἤτανε τόσο κοντά ἡ μιά στήν ἄλλη, ὅσο εἶναι σήμερα, κι ὅμως ποτέ ἄλλοτε οἱ καρδιές μας δέν ἤτανε τόσο μακριά ἡ μιά ἀπό τήν ἄλλη ὅσο εἶναι σήμερα. Ἡ μοναξιά πού ἔνιωθε δέν ἤτανε μιά ἀτομική περίπτωση. Ἔνιωθε πώς εἶναι ἡ μοίρα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ποτέ ἄλλοτε ὅσο σήμερα δέν ἤτανε τόσο βαθιά ἡ μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στόν ἄνθρωπο!»
20. Η αλεπού δε χώραγε να περάσει και κρέμαγε και κολοκύθια,
 λέμε για την επιζήτηση των περιττών. Απαντάται και στην παραλλαγή «Η αλεπού δε χώραγε στην τρύπα της, κουβάλαγε και κολοκύθια».
21. Η γριά στο μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει,
λέμε για τις παράκαιρες και παράλογες απαιτήσεις. Η παροιμία απαντάται σε παραλλαγές, όπως «Η γριά το μισοχείμωνο τ’ αγγούρι εθυμήθη», «Η γριά το βαρυχείμωνο ξυλάγγουρο ορέχθηκε», αλλά και με αναφορά σε άλλα φρούτα, όπως «Η γριά το μισοχείμωνο σταφύλι εζητούσε».
22. Η υγειά στο στρώμα δε χωράει,
λέμε για να βεβαιώσουμε πως κανείς δεν κάθεται στο κρεβάτι του, όταν είναι υγιής. Την παροιμία τη συναντούμε και σε παραλλαγές, όπως «Γερό το στρώμα δε χωρεί (ή δεν κρατεί) κι άρρωστο το τραπέζι» και «Η γεια στα ρούχα (δηλ. στα κλινοσκεπάσματα) δε χωρεί». Συμπληρωματικά ας αναφερθούν εδώ και δυο σχετικά λογοπαίγνια της πεθεράς μου: «Να ’χεις τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα, γιατρού δεν έχεις χρεία» και «Γεια σας και χαρά σας και μια κουφή (= πορδή) από κοντά σας».
23. Η κατσίκα ψοφάει και την ουρά την έχει απάνω,
δηλαδή όρθια, λέμε για αρνητικά ελαττώματα του ανθρώπου, τα οποία δεν αποβάλλει μέχρι το τέλος της ζωής του. Κάτι ανάλογο λένε και οι στίχοι του Παλλαδά: «ὦ γένος ἀνθρώπων ἀνεμώλιον, αὐτοχόλωτον, ἄχρι τέλους βιότου μηδὲν ἐπιστάμενον», δηλαδή, άστατο ανθρώπινο γένος, που πολεμάς τον εαυτό σου, ως το τέλος της ζωής δε βάζεις μυαλό.
24. Η νύχτα κι η αυγή είναι μάνα κι αδελφή,
λέμε για τη σημασία που έχει για τη νοικοκυρά, την κουρνάζα (< κούρνα = σπιτάκι για κότες), όπως τη λέει η πεθερά μου τη δυναμική και προκομμένη γυναίκα, η αξιοποίηση του χρόνου για την έγκαιρη αποπεράτωση των εργασιών της. Το πρωινό ξύπνημα, πριν ακόμα χαράξει, το να βάλει μπροστά τη μέρα, όπως λένε, ήταν προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου. Παρόμοιο περιεχόμενο έχει και η παροιμία «Όσο βοηθάει η αυγή, δε βοηθάει η αδελφή». Σε συνάρτηση, λοιπόν, μ’ αυτή την παροιμία και δεδομένης της σημασίας που είχε στην αγροτική κοινωνία η συμμετοχή των παιδιών στις εργασίες του οίκου, ας αναφερθεί η ακόλουθη αφήγηση της πεθεράς μου, η οποία αναδεικνύει τον φόβο του θανάτου, έστω και με τη μορφή απειλής, ως λόγο επίσπευσης των εργασιών: «Όταν μας έστελναν στη βρύση με τη στάμνα για νερό οι θείες κι οι γιαγιάδες, έφτυναν στο χώμα και μας έλεγαν: -Ώσπου να στεγνώσει ή να λιώσει το σάλιο, να γυρίσετε απ’ τη βρύση, γιατί αλλιώς θα πεθάνετε
25. Θα βάλω τον κόπανο μ’ να κλαίει,
λέμε ειρωνικά για ένα θέμα, το οποίο δεν μας αγγίζει κι επομένως δεν μας προκαλεί καμιά στενοχώρια. Η παροιμία μάς οδηγεί στην παροιμιώδη φράση «Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ», δηλαδή, δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη, την οποία είπε ο Ιπποκλείδης στον Κλεισθένη, όταν λόγω του «αδιάντροπου» χορού του τον απέρριψε από μνηστήρα της κόρης του λέγοντάς του πως «ἀπορχήσαό γε μὲν τὸν γάμον», δηλαδή, με το χορό σου κλώτσησες τον γάμο σου!  
26. Θέρος, τρύγος, πόλεμος,
 λέμε για να τονίσουμε πως ο θέρος κι ο τρύγος είναι εξίσου σημαντικές δραστηριότητες με τον πόλεμο και απαιτούν, όπως κι εκείνος, κινητοποίηση και συμμετοχή της κοινότητας· αυτό εκφράζεται και σε παραλλαγή της παροιμίας που λέει «Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν».
27. Κάθε δέντρο έχει τα ξεράδια τ’,
 λέμε για να εκφράσουμε τη βεβαιότητα πως ο κάθε άνθρωπος έχει και τα ελαττώματά του! Αυτή η παροιμία συνδέεται νοηματικά με τη διατύπωση του Αρχύτα του Ταραντίνου «ὥσπερ ἔργον ἐστίν εὑρεῖν ἰχθύν ἄκανθαν μή ἔχοντα, οὕτω καί ἄνθρωπον μή κεκτημένον τι δολερόν καί ἀκανθῶδες», δηλαδή, όπως είναι δύσκολο να βρεις ψάρι χωρίς αγκάθια, έτσι είναι δύσκολο να συναντήσεις άνθρωπο χωρίς κάτι δολερό και ακανθώδες, χωρίς δηλαδή κάποιο ελάττωμα.