Κάποιος αμερικανός συγγραφέας ήδη από το 1935 έγραψε ένα μυθιστόρημα, που προέβλεπε την
έλευση του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και σε ερώτηση που έγινε στον πρόεδρο
Ομπάμα, του οποίου η βαθιά καλλιέργεια και τα χαρίσματα φάνηκαν στο λόγο που
εκφώνησε στο Ίδρυμα Νιάρχος, τι διαβάζει και ποιες είναι οι πηγές της γνώσης
του απάντησε: “Ό,τι βαθύτερο γνωρίζω
το έχω διδαχτεί από τη λογοτεχνία. Από τα μυθιστορήματα”.
Θα μπορούσε να εννοεί από την Τέχνη
ευρύτερα, εφόσον σε αυτήν συμπυκνώνεται και εκφράζεται το μεγαλείο αλλά και η
ποταπότητα του ανθρώπου, η ευτέλεια αλλά και η θεϊκότητά του. Είναι απλό: Πού
πηγαίνουν τον αμερικανό αλλά και τον κάθε πρόεδρο, όταν επισκέπτεται την Αθήνα;
Στην Ακρόπολη και στο Μουσείο Ακροπόλεως, εφόσον εκεί λαμπρύνεται το ελληνικό
πνεύμα αιώνων. Η Τέχνη, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική,
το κάλλος, οι μεγάλοι Θεοί, το αρχαίο δράμα και η κωμωδία, το μεγαλείο και η
τραγικότητα του ανθρώπου.
Γιατί έρχονται κάθε χρόνο εκατομμύρια
επισκέπτες στην Αθήνα; Για να δούνε το μπόι των επικαιρικών πολιτικών και των
συνδικαλιστών; Για να θαυμάσουν τον Πολάκη ή τον Καμμένο; Όχι βέβαια. Για να δούνε την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα έρχονται,
εφόσον η Τέχνη είναι η υψηλότερη εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος, το υπέρτατο
δείγμα της ακμής σε μία ορισμένη εποχή -αν και εδώ, σε εμάς, υπάρχουν κάποιοι
βυθισμένοι σε τέτοιο σημείο κομπλεξισμού και ιδεοληψίας που αρνούνται τη
συνέχεια και μισούν όλα αυτά που κάθε άλλο έθνος θα παρακαλούσε να τα έχει ως
παρακαταθήκη, παράδοση και ιστορικό δικαίωμα. Κι ενώ μισούν τα ίδια τους τα
σπλάχνα αλλά και την Ευρώπη, τους έχουμε φωνάξει, για να μας σώσουν.
Στη λογοτεχνία έχουν βέβαια αναδειχτεί
τέτοιοι “ήρωες” (θυμηθείτε
και τη “Γυναίκα της Ζάκυνθος” του
Σολωμού) πολλές φορές. Και η προφητικότητα των διηγημάτων ή των
μυθιστορημάτων είναι βασικό τους στοιχείο, εφόσον η Τέχνη είναι προορατική,
πάντα προφητεύει τα επερχόμενα. Για δείτε λοιπόν την οξυδέρκεια ενός άλλου,
μεγάλου ιταλού συγγραφέα, του Ίταλο Καλβίνο, που περί το 1950 δημοσίευσε ένα
διήγημα με τον τίτλο “Οι
ικανοποιημένοι”, το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά και περιέχεται
στον τόμο “Λίγο πριν πεις
‘Εμπρός’” (εκδόσεις Καστανιώτη), είναι αλληγορία και λέει περίπου τα εξής:
Υπήρχε ένα χωριό στο οποίο απαγορεύονταν τα
πάντα και επιτρεπόταν μόνο το τσελίκι (ίσως σαν το δικό μας τσελίκ τσομάκ), οπότε οι
υπήκοοι μαζεύονταν σε κάποια λιβάδια και περνούσαν τις μέρες τους παίζοντας
αυτό το παιχνίδι.
Είχαν σταδιακά επιβληθεί διάφορες
απαγορεύσεις για λογικές ή λογικοφανείς αιτίες, η λεγόμενη “ορθή σκέψη”, και δεν
υπήρχε άνθρωπος που να φέρει αντίρρηση και να μην προσαρμοστεί.
Πέρασαν τα χρόνια και κάποια μέρα οι
προύχοντες αποφάσισαν πως δεν υπάρχει λόγος να είναι όλα απαγορευμένα και
έστειλαν αγγελιαφόρους να ανακοινώσουν στους υπηκόους πως μπορούσαν πλέον να
κάνουν ό,τι ήθελαν.
Πήγαν λοιπόν οι αγγελιαφόροι στα μέρη όπου
μαζεύονταν οι άνθρωποι και έπαιζαν τσελίκι και τους είπαν:
– Ξέρετε, δεν
απαγορεύεται πια τίποτε. Μπορείτε να κάνετε ό,τι σας ευχαριστεί. Εκείνοι
δεν έδωσαν σημασία και συνέχιζαν να παίζουν τσελίκι.
– Καταλάβατε; είπαν οι
αγγελιαφόροι. Μπορείτε πλέον να κάνετε ό,τι θέλετε.
– Καλά, απάντησαν οι
υπήκοοι. Εμείς θα παίξουμε τσελίκι.
Οι αγγελιαφόροι προσπάθησαν να τους
θυμίσουν σε πόσες χρήσιμες και ωραίες ασχολίες επιδίδονταν στο παρελθόν, τις
οποίες θα μπορούσαν να ξαναθυμηθούν και να συνεχίσουν να τις ασκούν και στο
μέλλον. Εκείνοι όμως δεν άκουγαν
κανέναν και έπαιζαν ακατάπαυστα τσελίκι, το ένα παιχνίδι μετά το άλλο.
Οι αγγελιαφόροι, αφού είδαν ότι κάθε
προσπάθειά τους είναι μάταιη, γύρισαν πίσω και έσπευσαν να ενημερώσουν τους
προύχοντες για τα καθέκαστα.
– Σιγά το πρόβλημα, απάντησαν οι προύχοντες. Απλώς θα απαγορεύσουμε το τσελίκι.
Ήταν τότε που ο λαός έκανε την εξέγερσή του και τους σκότωσε όλους. Ύστερα,
χωρίς να χάσει καιρό, συνέχιζε να παίζει τσελίκι.