Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Στους διαδρόμους των δικαστηρίων
κυκλοφορούν ιστορίες που σε πολλές περιπτώσεις έχουν λάβει διαστάσεις αστικού
μύθου. Μια από αυτές αφορά τη σχέση δικηγόρου-πελάτη και μπορεί να κυκλοφορεί
σαν ανέκδοτο από χείλη σε χείλη μεταξύ των συνηγόρων, ωστόσο είναι πέρα
για πέρα αληθινή και εκτυλίχθηκε σε δικαστήριο μεγάλης επαρχιακής πόλης πριν
από περίπου 40 χρόνια.
Ο πρωταγωνιστής,
ηλικιωμένος μεγαλοδικηγόρος ο οποίος «μάζευε» στο γραφείο του όλες τις
σημαντικές υποθέσεις της περιφέρειας και όχι μόνο. Μάλιστα, παλαιότερα είχε
θητεύσει και σε κυβερνητική θέση γεγονός που ισχυροποίησε τη φήμη του και
ανέβασε το κασέ του.
Ο πελάτης,
νεαρός άνδρας κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Επρόκειτο για ένα
αδίκημα που εκείνη την χρονική στιγμή έφερνε τον κατηγορούμενο αντιμέτωπο ακόμη
και με την ποινή του θανάτου, αν και προσωρινά δεν εκτελείτο.
Κατά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης
του κατηγορούμενου ο έμπειρος δικηγόρος είχε συνομιλήσει αρκετές φορές μαζί του
και τον είχε διαβεβαιώσει, με περισπούδαστο ύφος, ότι η υπόθεσή του «δεν βγαίνει», δηλαδή δεν αποδεικνύεται με τίποτε η
ενοχή του και πως η αθώωση είναι βέβαιη. Όταν έφτασε η ώρα της δίκης ο
κατηγορούμενος κάθισε στο εδώλιο του τοπικού Μικτό Ορκωτού Δικαστηρίου με
τον... αέρα του νικητή έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη σε όσα του είχε πει ο
συνήγορος του.
Όταν, όμως, η δίκη ξεκίνησε πήρε απρόβλεπτη
τροπή. Δικαστές και ένορκοι έμοιαζαν να μην πιστεύουν κανένα από τους
ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ενώ οι ερωτήσεις προς τους μάρτυρες
έπεφταν βροχή δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τη θέση του. Το ένα…
χτύπημα διαδεχόταν το άλλο και ανήσυχος ο κατηγορούμενος κοίταξε γεμάτος
αγωνία το δικηγόρο του, γυρεύοντας κάποια εξήγηση για το πως η υποσχόμενη
βεβαιότητα για την αθωότητά του φαίνεται να μετατρέπεται σε βέβαιη καταδίκη.
Ο δικηγόρος γεμάτος αυτοπεποίθηση και
αυταρέσκεια τον πλησίασε, έγειρε στο αυτί του και του ψιθύρισε με
καθησυχαστική φωνή: «Μη φοβάσαι όλα
θα πάνε καλά».
Η συνέχεια της δίκης αποδείχθηκε κόλαση για
τον κατηγορούμενο ο οποίος μετά την εξέταση και του τελευταίου μάρτυρα κοίταξε
με απόγνωση τον δικηγόρο του ο οποίος γεμάτος αυτοπεποίθηση του συλλάβισε
και πάλι καθησυχαστικά εν είδει read my lips: «ό-λα κα-λά».
Και όταν τη σκυτάλη πήρε ο εισαγγελέας τα
πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Ο εισαγγελικός λειτουργός με μια αγόρευση
καταπέλτη στόλισε τον κατηγορούμενο με τα σκληρότερα αντι-κοσμητικά επίθετα,
όπως «ειδεχθής», «απάνθρωπος», «αμετανόητος», «στυγερός», «γεννημένος εγκληματίας»,
«που αν η δικαιοσύνη
απέδιδε τα όσα όφειλε ως ιδέα, θα έπρεπε ήδη να έχει διαγράψει την ύπαρξή του
από τον πλανήτη» και άλλα πολλά.
Ο κατηγορούμενος ένιωσε ότι… σβήνει και
κοίταξε το δικηγόρο του, ο οποίος, για μια ακόμη φορά, τον καθησύχασε με μια
κίνηση του χεριού του δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν τρέχει τίποτε και η
απόφαση θα είναι διαφορετική.
Μετά τις αγορεύσεις και την απόσυρση του
δικαστηρίου για διάσκεψη, ο συνήγορος πλησίασε τον εντολέα του λέγοντας
του με στιβαρότητα: «Με την αγόρευσή
μου τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Πάμε καλά».
Όταν το δικαστήριο ανακοίνωσε την ενοχή του
κατηγορουμένου, εκείνος έντρομος, σοκαρισμένος και απελπισμένος
αναζήτησε το δικηγόρο του, λέγοντάς του: «Κύριε συνήγορε;», χωρίς να έχει πια δύναμη να
ολοκληρώσει τη φράση του. Τότε ο συνήγορος τον πλησίασε και τον καθησύχασε
λέγοντάς του, «ας περιμένουμε πρώτα
την ποινή».
Η ποινή απαγγέλθηκε και ήταν ισόβια. Ο
κατηγορούμενος, πλήρες ράκος τώρα πια, βουρκωμένος και χαμένος, κοιτά το
δικηγόρο του που τον πλησιάζει ξανά και με αυτή την έμπειρη, βαθιά φωνή που
μαρτυρά απαύγασμα σοφίας, σκύβει και λέει στον εντολέα του: «Ευτυχώς,
γλυτώσαμε την ποινή εις θάνατον»…