Αυτά, εμείς τα ξέρουμε.
Να τα μάθουν και αυτοί που
δεν τα γνωρίζουν, ή που κάνουν πως δεν τα γνωρίζουν.
Εάν ήταν στο χέρι της…
‘’κυβέρνησης’’, θα είχαν κάνει τους αξιωματικούς… ΤΕΤΡΑΩΡΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ’’
( Αμάν! Τους δίνω ιδέες…! )
ΑΠΟ ΤΟ Τ.Σ. ΤΟΥ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΟΥ
Μία σειρά από διευκρινίσεις σχετικά με τις αποδοχές των στρατιωτικών και των απόστρατων του στρατού κάνει το τοπικό συμβούλιο το παραρτήματος Ρεθύμνου της Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού, με αφορμή αναφορές που έγιναν σε τοπικό μέσο ενημέρωσης.
Σε ανακοίνωσή τους τα μέλη του τοπικού παραρτήματος αναφέρουν:
«Είναι γνωστό ότι οι στρατιωτικοί είναι η μοναδική κατηγορία εργαζομένων που εκ της φύσης του επαγγέλματός τους, εργάζονται αμισθί για πάρα πολλές ώρες, πέραν του ωραρίου τους, λόγω ασκήσεων που διαρκούν μέχρι και 10 ημέρες, για δε τους παλαιότερους με 15νθήμερα νυκτερινών εκπαιδεύσεων (που σημαίνει συνεχή διαμονή σε πεδία ασκήσεων/ύπαιθρο σε σκηνές) λόγω υπηρεσιών 24ώρου διάρκειας (3-7 μηνιαίως), υπερωριών, πλόες σε πολεμικά πλοία, ετοιμοτήτων κλπ.
Όλα αυτά πρακτικά σημαίνουν με βάση μελέτη του 2011, ότι ο μέσος στρατιωτικός, στα 35 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας, έχει εργασθεί αμισθί για επιπλέον 12,4 χρόνια (με βάση την 8ωρη εργασία). Σε αυτά θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι υπόλοιπες «επιβαρύνσεις», όπως οι συχνές μεταθέσεις ανά 2-3 έτη, η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας συζύγου λόγω των αλλεπάλληλων μετακινήσεων, οι συχνές εναλλαγές στο περιβάλλον και τα σχολεία των παιδιών, κλπ.
-Η έλλειψη συνδικαλισμού στις Ένοπλες Δυνάμεις είχε ως αποτέλεσμα να είμαστε ο μοναδικός εργασιακός κλάδος που ΔΕΝ άσκησε συνδικαλιστικές πιέσεις και επομένως δεν απέκτησε ιδιαίτερα προνόμια και παροχές.
-Σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Συντάγματος, «Όλοι oι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». Επομένως δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν οι αποδοχές και κατ’ επέκταση οι συντάξεις για εργαζόμενους με διαφορετικά εργασιακά χαρακτηριστικά (είδος εργασίας, μόρφωση, βαθμός απόδοσης και αναζήτησης ευθυνών, ωράριο απασχόλησης κλπ)
-Τα προηγούμενα χρόνια, από το 2010-2016 έχουν εκμηδενισθεί προνόμια ή παροχές, οι συντάξεις έχουν καταβαραθρωθεί και τελικώς έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια ανοχής και αντοχής
-Οι αποδοχές των στελεχών των Ε.Δ. και οι στρατιωτικές συντάξεις είναι η κατηγορία συντάξεων που υπέστη τις μεγαλύτερες περικοπές, οι οποίες προσεγγίζουν ποσοστά της τάξης του 68%, ειδικότερα μετά την εφαρμογή του Νόμου 4093/12. Ιδιαίτερα η εφαρμογή του Ν. 4093/2012, επέβαλε αναδρομικές μειώσεις αποδοχών & συντάξεων, σε αντίθεση με τον Ν.4024/2011 για το δημόσιο τομέα, οι διατάξεις του οποίου δεν είχαν αναδρομική ισχύ. Οι στρατιωτικοί υπέστησαν συγκεκριμένα με τον νόμο αυτό ΠΕΝΤΕ (5) διαφορετικές μειώσεις (η πρώτη με τη μείωση των βασικών τους μισθών, η δεύτερη με τη μείωση των συντελεστών των μισθολογικών τους κλιμακίων, η τρίτη με την μείωση 5-10-15-20% που ισχύει για όλες τις συντάξεις, τέταρτη με τον συνυπολογισμό στη σύνταξη των μερισμάτων των Μετοχικών Ταμείων και πέμπτη ο συνυπολογισμός της οικονομικής ενίσχυσης των ΕΚΟΕΜ). Πέραν αυτών έχουν επιβληθεί ακόμη εννέα μειώσεις ή περικοπές στις συντάξεις από το 2010.
-Με τις υπ' αριθμ. 2192-2196/2014 ΚΑΙ 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), κρίθηκαν τελεσίδικα ως αντισυνταγματικές οι μειώσεις των αποδοχών των εν ενεργεία και των συντάξεων των εν αποστρατεία στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, που επιβλήθηκαν από 1/8/2012 καθόσον οι περικοπές των αποδοχών & των συντάξεων των Στρατιωτικών και «μάλιστα αναδρομικά από 1.8.2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες». Ακόμα, οι περικοπές αυτές είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο κατοχυρώνεται «ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι είναι αντισυνταγματικές ως προσκρούουσες στην αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας οι παράλληλες διπλές μειώσεις των αποδοχών των Στρατιωτικών…..».
Η εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ θα έχει μηνιαίο καθαρό κόστος 3,9 εκατ. ευρώ, ήτοι μέσον όρο περίπου 32 ευρώ καθαρά ανά συνταξιούχο (για ΕΔ & ΣΑ επί συνόλου 122.000 στρατιωτικών συντάξεων).
-Στο άρθρο 3 του Ν. 4336/2015 στο εδάφιο 2.5.1 της παραγράφου Γ, το μνημόνιο αναφέρει σαφέστατα: «ιβ) η ελληνική κυβέρνηση θα προσδιορίσει και θα θεσπίσει νομοθετικά έως τον Οκτώβριο του 2015 ισοδύναμα μέτρα για την πλήρη αντιστάθμιση των επιπτώσεων της εφαρμογής της δικαστικής απόφασης σχετικά με τα συνταξιοδοτικά μέτρα του 2012…». Η πρόβλεψη αυτή καταδεικνύει την υποχρέωση της Πολιτείας για πλήρη συμμόρφωσή της, προς τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς εκπτώσεις και νομικές υπεκφυγές.
Όσον αφορά στη λήψη μέτρων οικονομικής, με ευρεία έννοια, πολιτικής, ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί παρά να είναι οριακός, ώστε ο δικαστής να μην υποκαθιστά τις εκτιμήσεις του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη.
Οριακός έλεγχος όμως δεν σημαίνει ανυπαρξία ελέγχου.
Πολλώ δε μάλλον στις περιπτώσεις εκείνες όπου με την επίκληση του γενικότερου συμφέροντος που ανάγεται στην αντιμετώπιση της κρίσης ο νομοθέτης δεν αρκείται σε έκτακτα μέτρα περιορισμένης χρονικής ισχύος, αλλά επιφέρει δομικού χαρακτήρα διαρθρωτικές αλλαγές. Σε συνθήκες κρίσης η αναγκαιότητα λήψης επαχθών για το κοινωνικό σύνολο μέτρων δεν μπορεί βεβαίως να αμφισβητηθεί. Αυτό που μπορεί ωστόσο να ελεγχθεί συνταγματικά είναι η κατανομή των βαρών για την αντιμετώπιση της κρίσης μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου, ιδίως στις περιπτώσεις όπου θίγονται κοινωνικά δικαιώματα. Από τον συνδυασμό του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 (ισότητα στα δημόσια βάρη) και 25 παρ. 4 (αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης) απορρέει η αρχή της ισότητας στα βάρη του ασφαλιστικού και, εν προκειμένω, του συνταξιοδοτικού συστήματος. Δεν είναι επομένως ανεκτή η δυσανάλογη επιβάρυνση ορισμένων κατηγοριών ασφαλισμένων, με τη δραστική μείωση, ιδίως μέσω μιας «βίαιης» εξίσωσης προς τα κάτω, του επιπέδου ασφαλιστικής προστασίας τους. Η άποψη ότι ακόμα κι αν πρέπει να δεχθούμε μια αδικία, στην περίπτωση που κριθεί αναπόφευκτη, αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή, μόνο για να αποτρέψουμε μια ακόμα μεγαλύτερη αδικία, εδώ δεν έχει εφαρμογή.
Βασικό κριτήριο αντιμετώπισης γενικά, των "αποδοχών" των στρατιωτικών εκ μέρους της Πολιτείας, θα πρέπει να είναι αυτό που ίσχυε ανέκαθεν στην Ελλάδα και το οποίο αντανακλούσε στη δημιουργία της αίσθησης του κλίματος της διαχρονικής εξασφάλισης ενός βασικού-αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ιδίων αλλά και των οικογενειών τους, τόσο δηλ. στην ενέργεια αρχικά, αλλά και την αποστρατεία αργότερα. Η προσέγγιση αυτή, προφανώς και απέβλεπε στο να δεσμεύσει ηθικά το τμήμα αυτό της κοινωνίας μας να αφιερώνει το άπαν της ύπαρξής του και κατά προτεραιότητα, για την ασφάλεια της ακεραιότητας της πατρίδας του και ακριβώς γιατί αυτή (η πατρίδα του) ήταν σίγουρο ότι θα μεριμνούσε από μόνη της για την καθημερινότητα του ίδιου και της οικογένειάς του.
Θεωρούμε λοιπόν πως "οι ιδιαίτεροι λόγοι ασφάλειας" που έκαναν την Ελληνική Πολιτεία ανέκαθεν να αντιμετωπίζει τους στρατιωτικούς με αυτό το κριτήριο, όχι μόνο δεν εξέλειπαν αλλά έχουν επικίνδυνα αυξηθεί. Ιδιαιτέρως πρέπει, δε, να τονισθεί ότι τη στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό το σύνολο των στελεχών που υπηρετούν στα Νησιά του Αιγαίου και στην Ε/Τ μεθόριο τελεί σε κατάσταση υψίστης ετοιμότητας και συναγερμού.
Απομένει λοιπόν από τους ιθύνοντες να αναγνωριστεί η πραγματικότητα αυτή και με το επιχείρημα ακόμη ότι η Ελληνική κοινωνία αποτυπώνει διαχρονικά και αβίαστα την εμπιστοσύνη της στις Ένοπλες Δυνάμεις».
Μία σειρά από διευκρινίσεις σχετικά με τις αποδοχές των στρατιωτικών και των απόστρατων του στρατού κάνει το τοπικό συμβούλιο το παραρτήματος Ρεθύμνου της Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού, με αφορμή αναφορές που έγιναν σε τοπικό μέσο ενημέρωσης.
Σε ανακοίνωσή τους τα μέλη του τοπικού παραρτήματος αναφέρουν:
«Είναι γνωστό ότι οι στρατιωτικοί είναι η μοναδική κατηγορία εργαζομένων που εκ της φύσης του επαγγέλματός τους, εργάζονται αμισθί για πάρα πολλές ώρες, πέραν του ωραρίου τους, λόγω ασκήσεων που διαρκούν μέχρι και 10 ημέρες, για δε τους παλαιότερους με 15νθήμερα νυκτερινών εκπαιδεύσεων (που σημαίνει συνεχή διαμονή σε πεδία ασκήσεων/ύπαιθρο σε σκηνές) λόγω υπηρεσιών 24ώρου διάρκειας (3-7 μηνιαίως), υπερωριών, πλόες σε πολεμικά πλοία, ετοιμοτήτων κλπ.
Όλα αυτά πρακτικά σημαίνουν με βάση μελέτη του 2011, ότι ο μέσος στρατιωτικός, στα 35 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας, έχει εργασθεί αμισθί για επιπλέον 12,4 χρόνια (με βάση την 8ωρη εργασία). Σε αυτά θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι υπόλοιπες «επιβαρύνσεις», όπως οι συχνές μεταθέσεις ανά 2-3 έτη, η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας συζύγου λόγω των αλλεπάλληλων μετακινήσεων, οι συχνές εναλλαγές στο περιβάλλον και τα σχολεία των παιδιών, κλπ.
-Η έλλειψη συνδικαλισμού στις Ένοπλες Δυνάμεις είχε ως αποτέλεσμα να είμαστε ο μοναδικός εργασιακός κλάδος που ΔΕΝ άσκησε συνδικαλιστικές πιέσεις και επομένως δεν απέκτησε ιδιαίτερα προνόμια και παροχές.
-Σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Συντάγματος, «Όλοι oι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». Επομένως δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν οι αποδοχές και κατ’ επέκταση οι συντάξεις για εργαζόμενους με διαφορετικά εργασιακά χαρακτηριστικά (είδος εργασίας, μόρφωση, βαθμός απόδοσης και αναζήτησης ευθυνών, ωράριο απασχόλησης κλπ)
-Τα προηγούμενα χρόνια, από το 2010-2016 έχουν εκμηδενισθεί προνόμια ή παροχές, οι συντάξεις έχουν καταβαραθρωθεί και τελικώς έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια ανοχής και αντοχής
-Οι αποδοχές των στελεχών των Ε.Δ. και οι στρατιωτικές συντάξεις είναι η κατηγορία συντάξεων που υπέστη τις μεγαλύτερες περικοπές, οι οποίες προσεγγίζουν ποσοστά της τάξης του 68%, ειδικότερα μετά την εφαρμογή του Νόμου 4093/12. Ιδιαίτερα η εφαρμογή του Ν. 4093/2012, επέβαλε αναδρομικές μειώσεις αποδοχών & συντάξεων, σε αντίθεση με τον Ν.4024/2011 για το δημόσιο τομέα, οι διατάξεις του οποίου δεν είχαν αναδρομική ισχύ. Οι στρατιωτικοί υπέστησαν συγκεκριμένα με τον νόμο αυτό ΠΕΝΤΕ (5) διαφορετικές μειώσεις (η πρώτη με τη μείωση των βασικών τους μισθών, η δεύτερη με τη μείωση των συντελεστών των μισθολογικών τους κλιμακίων, η τρίτη με την μείωση 5-10-15-20% που ισχύει για όλες τις συντάξεις, τέταρτη με τον συνυπολογισμό στη σύνταξη των μερισμάτων των Μετοχικών Ταμείων και πέμπτη ο συνυπολογισμός της οικονομικής ενίσχυσης των ΕΚΟΕΜ). Πέραν αυτών έχουν επιβληθεί ακόμη εννέα μειώσεις ή περικοπές στις συντάξεις από το 2010.
-Με τις υπ' αριθμ. 2192-2196/2014 ΚΑΙ 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), κρίθηκαν τελεσίδικα ως αντισυνταγματικές οι μειώσεις των αποδοχών των εν ενεργεία και των συντάξεων των εν αποστρατεία στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, που επιβλήθηκαν από 1/8/2012 καθόσον οι περικοπές των αποδοχών & των συντάξεων των Στρατιωτικών και «μάλιστα αναδρομικά από 1.8.2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες». Ακόμα, οι περικοπές αυτές είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο κατοχυρώνεται «ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι είναι αντισυνταγματικές ως προσκρούουσες στην αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας οι παράλληλες διπλές μειώσεις των αποδοχών των Στρατιωτικών…..».
Η εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ θα έχει μηνιαίο καθαρό κόστος 3,9 εκατ. ευρώ, ήτοι μέσον όρο περίπου 32 ευρώ καθαρά ανά συνταξιούχο (για ΕΔ & ΣΑ επί συνόλου 122.000 στρατιωτικών συντάξεων).
-Στο άρθρο 3 του Ν. 4336/2015 στο εδάφιο 2.5.1 της παραγράφου Γ, το μνημόνιο αναφέρει σαφέστατα: «ιβ) η ελληνική κυβέρνηση θα προσδιορίσει και θα θεσπίσει νομοθετικά έως τον Οκτώβριο του 2015 ισοδύναμα μέτρα για την πλήρη αντιστάθμιση των επιπτώσεων της εφαρμογής της δικαστικής απόφασης σχετικά με τα συνταξιοδοτικά μέτρα του 2012…». Η πρόβλεψη αυτή καταδεικνύει την υποχρέωση της Πολιτείας για πλήρη συμμόρφωσή της, προς τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς εκπτώσεις και νομικές υπεκφυγές.
Όσον αφορά στη λήψη μέτρων οικονομικής, με ευρεία έννοια, πολιτικής, ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί παρά να είναι οριακός, ώστε ο δικαστής να μην υποκαθιστά τις εκτιμήσεις του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη.
Οριακός έλεγχος όμως δεν σημαίνει ανυπαρξία ελέγχου.
Πολλώ δε μάλλον στις περιπτώσεις εκείνες όπου με την επίκληση του γενικότερου συμφέροντος που ανάγεται στην αντιμετώπιση της κρίσης ο νομοθέτης δεν αρκείται σε έκτακτα μέτρα περιορισμένης χρονικής ισχύος, αλλά επιφέρει δομικού χαρακτήρα διαρθρωτικές αλλαγές. Σε συνθήκες κρίσης η αναγκαιότητα λήψης επαχθών για το κοινωνικό σύνολο μέτρων δεν μπορεί βεβαίως να αμφισβητηθεί. Αυτό που μπορεί ωστόσο να ελεγχθεί συνταγματικά είναι η κατανομή των βαρών για την αντιμετώπιση της κρίσης μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου, ιδίως στις περιπτώσεις όπου θίγονται κοινωνικά δικαιώματα. Από τον συνδυασμό του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 (ισότητα στα δημόσια βάρη) και 25 παρ. 4 (αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης) απορρέει η αρχή της ισότητας στα βάρη του ασφαλιστικού και, εν προκειμένω, του συνταξιοδοτικού συστήματος. Δεν είναι επομένως ανεκτή η δυσανάλογη επιβάρυνση ορισμένων κατηγοριών ασφαλισμένων, με τη δραστική μείωση, ιδίως μέσω μιας «βίαιης» εξίσωσης προς τα κάτω, του επιπέδου ασφαλιστικής προστασίας τους. Η άποψη ότι ακόμα κι αν πρέπει να δεχθούμε μια αδικία, στην περίπτωση που κριθεί αναπόφευκτη, αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή, μόνο για να αποτρέψουμε μια ακόμα μεγαλύτερη αδικία, εδώ δεν έχει εφαρμογή.
Βασικό κριτήριο αντιμετώπισης γενικά, των "αποδοχών" των στρατιωτικών εκ μέρους της Πολιτείας, θα πρέπει να είναι αυτό που ίσχυε ανέκαθεν στην Ελλάδα και το οποίο αντανακλούσε στη δημιουργία της αίσθησης του κλίματος της διαχρονικής εξασφάλισης ενός βασικού-αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ιδίων αλλά και των οικογενειών τους, τόσο δηλ. στην ενέργεια αρχικά, αλλά και την αποστρατεία αργότερα. Η προσέγγιση αυτή, προφανώς και απέβλεπε στο να δεσμεύσει ηθικά το τμήμα αυτό της κοινωνίας μας να αφιερώνει το άπαν της ύπαρξής του και κατά προτεραιότητα, για την ασφάλεια της ακεραιότητας της πατρίδας του και ακριβώς γιατί αυτή (η πατρίδα του) ήταν σίγουρο ότι θα μεριμνούσε από μόνη της για την καθημερινότητα του ίδιου και της οικογένειάς του.
Θεωρούμε λοιπόν πως "οι ιδιαίτεροι λόγοι ασφάλειας" που έκαναν την Ελληνική Πολιτεία ανέκαθεν να αντιμετωπίζει τους στρατιωτικούς με αυτό το κριτήριο, όχι μόνο δεν εξέλειπαν αλλά έχουν επικίνδυνα αυξηθεί. Ιδιαιτέρως πρέπει, δε, να τονισθεί ότι τη στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό το σύνολο των στελεχών που υπηρετούν στα Νησιά του Αιγαίου και στην Ε/Τ μεθόριο τελεί σε κατάσταση υψίστης ετοιμότητας και συναγερμού.
Απομένει λοιπόν από τους ιθύνοντες να αναγνωριστεί η πραγματικότητα αυτή και με το επιχείρημα ακόμη ότι η Ελληνική κοινωνία αποτυπώνει διαχρονικά και αβίαστα την εμπιστοσύνη της στις Ένοπλες Δυνάμεις».