Από την εφημερίδα ‘’ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ’’ αρ.
φύλ. 54
Στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, ένα ελληνικό
τάγμα που είχε προχωρήσει πολεμώντας μέσα στο έδαφος της Βουλγαρίας, είχε
αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα του. Οι στρατιώτες μας, όμως, πολεμούσαν θαρραλέα
κι ολοένα προχωρούσαν.
Για το μόνο πράγμα που παραπονιόντουσαν
ήταν η τροφή
. Γιατί στη γρήγορη προέλασή
τους,δεν πήραν τίποτα
άλλο μαζί τους, εκτός από μερικά σακιά ρύζι . Έτσι
πρωί, μεσημέρι, βράδυ, έτρωγαν ένα άνοστο λαπά, χωρίς αλάτι και βούτυρο.
Κάποτε, όμως, μπήκαν σ’ ένα χωριό, στο Λάμποβο. Εκεί
έβγαλαν το άχτι τους.
Πεινασμένοι καθώς ήταν, έπεσαν στα κοτέτσια
του χωριού και δεν άφησαν κότα για κότα. Φυσικά, γύρισαν αμέσως στο τάγμα τους
κι ετοιμάστηκαν να τις σφάξουν και να τις μαγειρέψουν.
Μάγειρας του τάγματος ήταν τότε ένα
κουτούτσικος φανταράκος, Μανώλης Αναπλιώτης, που ετοίμαζε το
καζάνι. Αλλά, τη στιγμή εκείνη, παρουσιάστηκε ο διοικητής τους, ο αείμνηστος
ταγματάρχης Αγγελάκης. Μόλις έμαθε, ότι οι άνδρες του ετοίμαζαν να
σφάξουν ξένες κότες, έγινε έξω φρενών και διέταξε να τις επιστρέψουν αμέσως. Όταν
οι στρατιώτες του
τον ρώτησαν τι θα φάνε, εκείνος
γύρισε στο μάγειρα και τον πρόσταξε:
— Βράσε ρύζι, Μανώλη!