Μια φορά και ένα καιρό, δύο φίλοι ξεκίνησαν για κάποια δουλειά τους
και περπατούσαν συζητώντας.
Εκεί που βάδιζαν, μέσα σ’ ένα
δάσος, ο ένας απ’ αυτούς πρόσεξε πως κάτι γυάλιζε ανάμεσα στα χόρτα. Έσκυψε να δει τι ήτανε και σήκωσε ένα
τσεκούρι ολοκαίνουργιο.
- Βρήκαμε ένα τσεκούρι! Φώναξε χαρούμενος ο σύντροφός του.
Εκείνος όμως που είχε βρει το
τσεκούρι ταράχτηκε και λέει:
- Να μη λες βρήκαμε ένα τσεκούρι, μόνο να λες: βρήκες ένα τσεκούρι.
Αλλά καθώς προχωρούσαν,
αντάμωσαν τρεις – τέσσερις ξυλοκόπους, που είχανε χάσει το καινούργιο τους
τσεκούρι κι έψαχναν να το βρουν. Όταν είδαν τους δύο οδοιπόρους, που ο ένας
τους κρατούσε το τσεκούρι, έπεσαν πάνω τους θυμωμένοι.
- Χαθήκαμε! Φώναξε
εκείνος που το είχε βρει και το κρατούσε στα χέρια του.
Γυρίζει τότε ο φίλος του και
του λέει;
- Να μην λες χαθήκαμε, να λες χάθηκα! Ούτε όταν βρήκες το τσεκούρι με
ήθελες για σύντροφό σου, ούτε τώρα που θα σου το πάρουν και θα φας και ξύλο θέλω να μ’ έχεις σύντροφό σου!
.
Ελεύθερη απόδοση. Ανδρέας Μελεζιάδης
***************************************************************
Ὁδοιπόροι καὶ πέλεκυς
Δύο ἐν ταὐτῷ
ὡδοιπόρουν.
Ἑτέρου δὲ πέλεκυν
εὑρόντος, ὁ ἕτερος ἔλεγεν· Εὑρήκαμεν.
Ὁ δὲ ἕτερος παρῄνει μὴ
λέγειν Εὑρήκαμεν, ἀλλ᾿ Εὕρηκας.
Μετὰ μικρὸν δὲ
ἐπελθόντων αὐτοῖς τῶν ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν, ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε
πρὸς τὸν συνοδοιπόρον· Ἀπολώλαμεν.
Ἐκεῖνος δὲ ἔφη· Μὴ ἀπολώλαμεν εἴπῃς, ἀλλ᾿ ἀπολώλα· οὐδὲ γὰρ, ὅτε τὸν
πέλεκυν εὗρες, ἐμοὶ αὐτὸν ἀνεκοινώσω.
Ο ΜΥΘΟΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΟΤΙ…
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ μὴ μεταλαβόντες τῶν εὐτυχημάτων οὐδὲ ἐν
ταῖς συμφοραῖς βέβαιοί εἰσι φίλοι.