Μια φορά κι έναν καιρό δύο
φίλοι οδοιπορούσαν, και καθώς περνούσαν μέσα απο ένα δάσος ξαφνικά εμφανίστηκε
μιά αρκούδα. Φοβήθηκαν καί οι δύο. Ο ένας έτρεξε και ανέβηκε σε ένα δέντρο,
όπου ήταν ασφαλής. Ο άλλος δέν πρόλαβε να απομακρυνθεί, οπότε σκέφθηκε "το μόνο που με σώζει τώρα είναι να κάνω τον νεκρό,
γιατί η αρκούδα δέν αγγίζει ποτέ νεκρό σώμα".
Έτσι και έκανε, έπεσε καταγής
ασάλευτος. Η αρκούδα πλησίασε τη μουσούδα της στο πρόσωπό του για να νιώσει και
να οσφρανθεί την αναπνοή του, οπότε θα καταλάβαινε οτι είναι ζωντανός. Εκείνος
όμως κράτησε και την αναπνοή του για κάμποση ώρα, και η αρκούδα βλέποντας οτι
δέν ανασαίνει βεβαιώθηκε οτι είναι νεκρός , τον άφησε, και έφυγε.
Τότε κατέβηκε και ο άλλος απο
το δέντρο και του λέει:
"Πώ, πώ! η αρκούδα σε πλησίασε
τόσο πολύ! Την είδα που κάτι σου έλεγε στο αυτί, τί σου είπε;"
"Μου είπε, άλλη φορά να μήν
ταξιδεύω μαζί με ανθρώπους που όταν δούνε τα σκούρα τρέχουνε για να σώσουνε
μόνο το δικό τους τομάρι αφήνοντας τους φίλους τους στο έλεος της κάθε αρκούδας!".
Ελεύθερη απόδοση. Ανδρέας Μελεζιάδης
***************************************************************
Δυο
φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε· τα χάσαν απ’ τον τρόμο.
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος, για να ’ναι σαν νεκρός, είχε στη γη ξαπλώσει.
Σ’ αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς, λεν, δεν αγγίζει.
Αφού το ζώο έφυγε, χαρήκαν που σωθήκαν,
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν,
ο πρώτος λέει στο δεύτερο: « Τι ’πε το ζώο στ’ αφτί σου; »
« Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι ’ναι πιστοί σου »..
αρκούδα συναντήσανε· τα χάσαν απ’ τον τρόμο.
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος, για να ’ναι σαν νεκρός, είχε στη γη ξαπλώσει.
Σ’ αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς, λεν, δεν αγγίζει.
Αφού το ζώο έφυγε, χαρήκαν που σωθήκαν,
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν,
ο πρώτος λέει στο δεύτερο: « Τι ’πε το ζώο στ’ αφτί σου; »
« Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι ’ναι πιστοί σου »..
***************************************************************
Ὁδοιπόροι καὶ ἄρκτος
Δύο φίλοι τὴν αὐτὴν
ὁδὸν ἐβάδιζον. Ἄρκτου δὲ αὐτοῖς ἐπιφανείσης, ὁ μὲν ἕτερος φθάσας ἀνέβη ἐπί τι
δένδρον καὶ ἐνταῦθα ἐκρύπτετο, ὁ δὲ ἕτερος μέλλων περικατάληπτος γίνεσθαι,
πεσὼν κατὰ τοῦ ἐδάφους τὸν νεκρὸν προσεποιεῖτο.
Τῆς δὲ ἄρκτου
προσενεγκούσης αὐτῷ τὸ ῥύγχος καὶ περιοσφραινομένης τὰς ἀναπνοὰς συνεῖχε· φασὶ
γὰρ νεκροῦ μὴ ἅπτεσθαι τὸ ζῷον.
Ὑποχωρησάσης δέ, ὁ ἀπὸ
τοῦ δένδρου καταβὰς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τί ἡ ἄρκτος πρὸς τὸ οὖς εἴρηκεν. Ὁ δὲ
εἶπε·
‘’ Τοῦ λοιποῦ τοιούτοις μὴ
συνοδοιπορεῖν φίλοις οἳ ἐν κινδύνοις οὐ παραμένουσιν’’..
Ο ΜΥΘΟΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΟΤΙ…
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ συμφοραὶ
δοκιμάζουσιν.