Του Χρήστου Μηνάγια
Στις 07 Ιουνίου 2015 θα διεξαχθεί
μια από τις πιο σημαντικές εκλογικές διαδικασίες της τουρκικής πολιτικής
ιστορίας δεδομένου ότι, τα αποτελέσματα θα καταδείξουν εάν η χώρα θα ελπίζει
στη δημιουργία ενός κράτους δικαίου ή θα συνεχίσει να ζει κάτω από την
αποπνικτική ατμόσφαιρα του Ερντογανισμού και του κράτους του Erdoğan, ο οποίος επιδιώκει να συγκεντρώσει
στο προεδρικό μέγαρο όλη την εξουσία της χώρας, τετραπλασιάζοντας ακόμη και το
προσωπικό του σε 2.700 υπαλλήλους. Άλλωστε, σύμφωνα με έγκριτους Τούρκους
αναλυτές, η αποδυνάμωση του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ στις
επόμενες βουλευτικές εκλογές θα είναι προς το συμφέρον τόσο της χώρας όσο και
του ΑΚΡ.
Το κυβερνόν κόμμα, παρόλο που θεωρείται ως
ο αδιαμφισβήτητος νικητής των εκλογών, από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο άρχισε
την προεκλογική του εκστρατεία πραγματοποιώντας συνέδρια σε κάθε νομό, με σκοπό
την ανανέωση των στελεχών του κομματικού μηχανισμού και τη διεύρυνση της
εκλογικής του βάσης. Από την άλλη πλευρά, κανένα από τα κόμματα της
αντιπολίτευσης, ρεπουμπλικανικό CHP και εθνικιστικό MHP, δεν ελπίζει να κερδίσει και να αναδειχθεί πρώτο κόμμα. Τούτο
οφείλεται στο γεγονός ότι, αυτά αφενός αδυνατούν να παρουσιάσουν έναν καινοτόμο
πολιτικό λόγο και να χαράξουν ένα νέο όραμα για το μέλλον, αφετέρου επιδιώκουν
να μετατρέψουν τις βουλευτικές εκλογές σε ψήφο αποδοκιμασίας κατά του Erdoğan.
Με δεδομένο ότι, το 35% έως 40% των Τούρκων ψηφίζει με ιδεολογικά και θρησκευτικά
κριτήρια, ενώ το 60% αυτών
αποφασίζει με βάση την καθημερινότητα και το εισόδημά του, το κόμμα ΑΚΡ προέβη στις ακόλουθες ενέργειες για να προσελκύσει νέους
ψηφοφόρους:
Πρώτον, εξαγγέλθηκε η δημιουργία 850.000 θέσεων εργασίας εντός
του 2015 και αποφασίσθηκε η πρόωρη συνταξιοδότηση των εκπαιδευτικών, του
προσωπικού των υπηρεσιών υγείας και των εργαζόμενων μητέρων, καθώς επίσης η
αύξηση των συντάξεων και μισθών κατά δύο μονάδες πάνω από τον πληθωρισμό που
αφορά σε 11 εκατομμύρια συνταξιούχους και 2,5 εκατομμύρια υπαλλήλους.
Δεύτερον, ο Erdoğan προσπάθησε να προσεγγίσει τους
στρατιωτικούς, αρχικά απολογούμενος για την τροπή που έλαβαν οι υποθέσεις Εργκένεκον-Βαριοπούλα και στη συνέχεια αθωώνοντας τους 236
κατηγορούμενους ύστερα από μια δικαστική διαδικασία που διήρκεσε μόνο 40 λεπτά.
Μάλιστα με τον τρόπο αυτό, ο Erdoğan
θέλησε να περάσει το μήνυμα ότι, οι υποθέσεις αυτές δεν αφορούσαν σε
πραξικοπηματικές πράξεις κατά της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, αλλά μια
προσπάθεια παρακρατικών κύκλων, όπως ο ιμάμης Fethullah
Gülen, που επιδίωκαν να πλήξουν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας
παραπλανώντας ακόμη και την κυβέρνηση. Εκτός αυτού, θα πρέπει να σημειωθεί ότι
ο Erdoğan με την αθώωση των εν λόγω
κατηγορουμένων, αφενός απέδειξε ότι δεν διακατέχεται από καμία δημοκρατική
κουλτούρα, αφετέρου απενοχοποίησε σημαντικά στελέχη της στρατιωτικής ηγεσίας
της χώρας της περιόδου 2002-2010 που
είχαν σχεδιάσει μεταξύ άλλων επιθετικές ενέργειες εναντίον της Ελλάδος στον
Έβρο και στο Αιγαίο.
Τρίτον, υπογράφηκε νόμος
για το θεσμό της εξαγοράσιμης θητείας
για όσους μέχρι την 31-12-2014 είχαν συμπληρώσει το 27ο έτος της ηλικίας τους.
Υπόψη ότι το μέτρο αυτό αφορά σε περίπου 700.000 άτομα και ενόχλησε τη
στρατιωτική ηγεσία της χώρας, χωρίς όμως να υπάρξουν επίσημες ανακοινώσεις με
άμεση αναφορά στο θέμα αυτό. Επίσης, η τουρκική κυβέρνηση επεξεργάζεται
νομοθετικές ρυθμίσεις για περαιτέρω μείωση τόσο της στρατιωτικής θητείας, όσο
και του χρηματικού ποσού της εξαγοράσιμης θητείας στα 1.000 ευρώ, από τα 10.000
ευρώ που αντιστοιχούσε μέχρι το 2013 και 6.000 ευρώ στη συνέχεια.
Τέταρτον,
δόθηκαν υποσχέσεις στους αλεβήτες και
ειδικότερα:
α. Το μάθημα των θρησκευτικών θα
παραμείνει υποχρεωτικό στα σχολεία, ωστόσο στη διδακτέα ύλη θα προστεθεί ένα
νέο κεφάλαιο που θα αφορά στον αλεβητισμό.
β. Παρόλο που δεν αποφασίσθηκε
ακόμη το καθεστώς των cemevleri, η κυβέρνηση
προσανατολίζεται στο να αναλάβει τα έξοδα ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος και
μισθοδοσίας των εν λόγω χώρων προσευχής.
γ. Θα σταματήσει το καθεστώς
αναξιοκρατίας που επικρατεί σε βάρος των αλεβητών δημοσίων υπαλλήλων.
Επίσης, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι
ο αρμενικής καταγωγής Etyen Mahçupyan,
αρχισύμβουλος του πρωθυπουργού Davutoğlu,
δήλωσε ότι η απώλεια ψήφων από τους αλεβήτες θα έχει ως συνέπεια το «πάγωμα»
του ανοίγματος της κυβέρνησης προς την εν λόγω θρησκευτική μειονότητα.
Πέμπτον, ο Erdoğan,
στην προσπάθεια του να προσελκύσει τους εθνικιστές, αποστασιοποιήθηκε από το «κουρδικό άνοιγμα», που ο ίδιος ξεκίνησε από τότε που ανέλαβε την
εξουσία της χώρας, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, αλλά υπάρχει
πρόβλημα αφοπλισμού του ΡΚΚ. Υπόψη ότι η κουρδική κίνηση
έχει τρεις πυλώνες: τον Öcalan, το όρος Kandil όπου βρίσκονται οι κύριες δυνάμεις του ΡΚΚ και το κουρδικό κόμμα HDP. Εάν
κάποιος από αυτούς τους πυλώνες καταρρεύσει, τότε θα καταρρεύσει και το
κουρδικό κίνημα. Συνεπώς, με την εμμονή για αφοπλισμό του ΡΚΚ, ο Erdoğan δεν
επιδιώκει την επίλυση του κουρδικού προβλήματος, αλλά την κατάρρευση του
κουρδικού κινήματος. Ωστόσο, η επιδίωξη αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι, το ΡΚΚ και οι βραχίονες του θωράκισαν και ενδυνάμωσαν τη στρατηγική
ύπαρξη τους τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στο εξωτερικό.
Αναλυτικότερα:
α. Οι Κούρδοι νομιμοποιήθηκαν
διεθνώς λόγω των επιχειρήσεων που διεξάγουν εναντίον των τζιχαντιστών με
αποτέλεσμα οι κουρδικές δυνάμεις στη Συρία και το Ιράκ να αρχίσουν να αποκτούν
κρατικές δομές και να μετασχηματίζονται
σε τακτικό στρατό. Άλλωστε τα νότια σύνορα της Τουρκίας στο μεγαλύτερο μήκος
τους δεν αποτελούν τουρκο-συριακά σύνορα αλλά σύνορα
Τουρκίας-ΡΚΚ.
β. Το ΡΚΚ
ισχυροποίησε τη θέση του στο όρος Kandil με βαρέα όπλα,
αντιαεροπορικά και πυραύλους. Επιπλέον, αυτό δημιούργησε νέα στρατόπεδα στην
Τουρκία και διένειμε περίπου 20.000 όπλα σε αντάρτες που θα επανδρώσουν τους
μελλοντικούς θύλακες διεξαγωγής ενόπλου αγώνα στην ανατολική και νοτιοανατολική
Τουρκία.
γ. Ο Öcalan
αναδείχθηκε σε επίσημο συνομιλητή και εγγυητή της ειρηνευτικής διαδικασίας και
δημοκρατικής επίλυσης του κουρδικού προβλήματος.
δ. Οι θρησκευόμενοι Κούρδοι
ψηφοφόροι άρχισαν να μετατοπίζονται από το ΑΚΡ προς
του κουρδικό κόμμα HDP.
Ο βασικός στόχος του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ σε όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις εστιαζόταν
πάντα στο ποσοστό του
52%, άσχετα των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων, ήτοι: 34,28% το 2002,
46,56% το 2007 και 49,83% το 2011. Για το λόγο αυτό, τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων
πριν τις εκλογές συνιστούσαν ένα σημαντικό παράγοντα για τη χάραξη της
πολιτικής της κυβέρνησης και τις προεκλογικές της υποσχέσεις.
Όμως, για τις εκλογές της 7ης Ιουνίου
ο Erdoğan δεν έθεσε ως στόχο κάποιο
εκλογικό ποσοστό αλλά έδρες και συγκεκριμένα τις 400 έδρες. Τούτο οφείλεται
στο γεγονός ότι για να ψηφισθεί το νέο Σύνταγμα, το οποίο μεταξύ άλλων θα
περιλαμβάνει και την αλλαγή του
πολιτεύματος από προεδρευόμενη δημοκρατία σε μια μορφή προεδρικής ή
ημιπροεδρικής δημοκρατίας απαιτούνται τουλάχιστον 367 έδρες.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις Τούρκων αναλυτών, το
55% των Τούρκων δεν επιθυμεί την αλλαγή του πολιτεύματος, ενώ το ΑΚΡ δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 47%, με τους ξένους αναλυτές να
εκτιμούν ότι το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος πιθανόν να είναι ακόμη
μικρότερο και να κυμανθεί από 35% έως 40%. Παράλληλα με αυτό, αν ληφθεί υπόψη ότι, οι
Κούρδοι θα συμμετάσχουν ως ενιαίο κόμμα, το οποίο μάλιστα εκτιμάται να
ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 10%, τότε οι έδρες του κυβερνόντος κόμματος ΑΚΡ θα κυμανθούν από 290 έως 300 έδρες.
Ειδικότερα για το κουρδικό κόμμα HDP, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι πέραν των θετικών
μηνυμάτων που λαμβάνει από τις περιοχές της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής
Τουρκίας (βλ. Χάρτη 1), η κατάσταση στις
μεγαλουπόλεις, όπως Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα και Σμύρνη έχει αυξητικές τάσεις
με ποσοστά που πιθανόν να υπερβούν το 10%. Για το λόγο, μια ενδεχόμενη νίκη των
Κούρδων θεωρείται ως ο μεγαλύτερος εφιάλτης του Erdoğan,
δεδομένου ότι αυτοί θα αναδειχθούν στον πιο σημαντικό παράγοντα που θα
καθορίσει το μέλλον της Τουρκίας μετά τις εκλογές.
Οπότε, αν επιβεβαιωθούν οι εν λόγω
εκτιμήσεις το όνειρο του Erdoğan να
αλλάξει το πολίτευμα της χώρας δεν θα πραγματοποιηθεί, με αποτέλεσμα έγκριτοι
Τούρκοι αναλυτές να εξετάζουν σοβαρά δύο σενάρια. Σύμφωνα με το πρώτο, μέχρι τέλος του 2015, είτε η χώρα θα οδηγηθεί εκ νέου σε πρόωρες
εκλογές, είτε θα γίνει δημοψήφισμα. Αναφορικά με το δεύτερο σενάριο, εκτιμάται
ότι ο Erdoğan εκμεταλλευόμενος την
αστάθεια ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, θα επιδιώξει την εμπλοκή της Τουρκίας σε κάποια «θερμή» συγκρουσιακή κατάσταση που θα
δικαιολογεί την αναβολή των εκλογών για μετά το φθινόπωρο. Μάλιστα, η εν λόγω
εμπλοκή πιθανόν θα αφορά πρωτίστως στις
επιχειρήσεις εναντίον του ισλαμικού κράτους στο βόρειο Ιράκ και τη
Συρία και δευτερευόντως θα είναι
προσανατολισμένη προς δυσμάς με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την
ελληνική πλευρά.
Πέραν των παραπάνω, σε ό,τι έχει να κάνει
με το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη
τρεις νέες παράμετροι που πιθανόν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στα εκλογικά
αποτελέσματα. Η πρώτη αφορά στη νέα ηγεσία του κόμματος και συγκεκριμένα στον
πρωθυπουργό Ahmet Davutoğlu, ο οποίος
ως ηγετική προσωπικότητα υστερεί του προκατόχου του Tayyip Erdoğan. Η δεύτερη έχει να κάνει με τις αντιδράσεις που
υπάρχουν στο εσωτερικό του κόμματος για τις υπερεξουσίες που επιδιώκει να
αποκτήσει ο Erdoğan ως πρόεδρος Δημοκρατίας μέσω της αλλαγής του
πολιτεύματος. Και η τρίτη, έχει σχέση με τις ομαδοποιήσεις που υπάρχουν στο
κόμμα και εν προκειμένω αναφερόμαστε στην ομάδα του Tayyip Erdoğan, την ομάδα του Abdullah
Gül, την ομάδα του Numan Kurtulmuş,
την ομάδα του Süleyman Soylu και την
ομάδα του Ahmet Davutoğlu.
Η ομάδα
του Tayyip Erdoğan αφενός προσπαθεί να συσπειρώσει το κόμμα,
αφετέρου έχει σαν στόχο να διατηρήσει το προφίλ του Erdoğan ως ένα ισχυρό παράγοντα της εσωτερικής πολιτικής,
προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος αποδυνάμωσης και απομόνωσής του στο
προεδρικό μέγαρο. Πέραν αυτού, με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα ήθελαν να δουν τον Davutoğlu ως έναν παράγοντα είτε προώθησης,
είτε ανοχής των συμφερόντων τους στη Μέση Ανατολή, ο Erdoğan θεωρεί ότι ένας πρωθυπουργός σύμφωνος με τα κελεύσματα
των ΗΠΑ θα αποτελέσει ένα σημαντικό πολιτικό κίνδυνο για αυτόν. Για το λόγο
αυτό συνεχίζει και θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται πολιτικά είτε ως
πρωθυπουργός, είτε ως υπουργός, είτε ακόμη και ως δήμαρχος εφόσον αυτός το
κρίνει σκόπιμο. Επίσης, τα ΜΜΕ που ελέγχονται από τον Erdoğan και θεωρούνται ως οι «σωματοφύλακές»
του, αφενός άρχισαν μια εκστρατεία εναντίον του Abdullah
Gül, αφετέρου ακολουθούν μια γραμμή αποστασιοποίησης από τον Ahmet Davutoğlu. Τούτο οφείλεται στο γεγονός,
ότι τα εν λόγω ΜΜΕ, επιδιώκουν να διατηρηθεί στο ακέραιο ο ηγετικός και
παρεμβατικός ρόλος του Erdoğan
προκειμένου να παρεμποδισθεί ένας ενδεχόμενος έλεγχος του κόμματος ΑΚΡ από τις ομάδες που στηρίζουν τον Gül
και τον Davutoğlu. Φυσικά, αυτό πιθανόν
να έχει αρνητικό αντίκτυπο στα εκλογικά αποτελέσματα των γενικών-βουλευτικών
εκλογών του 2015.
Η ομάδα
του Abdullah Gül αισθάνεται απομονωμένη και συνεχώς συναντά εμπόδια για
την ανάληψη ενός πιο ενεργού ρόλου. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το
ενδεχόμενο ο Gül να αποτελέσει στόχο
της προσφιλούς μεθόδου του Erdoğan,
δηλαδή: «Αποδυνάμωση των αντιπάλων του μέσω δικαστικών
διώξεων».
Η ομάδα του Numan Kurtulmuş αφενός
παρεμποδίζει με κάθε μέσο την ενεργό συμμετοχή του Abdullah Gül στο κόμμα ΑΚΡ,
αφετέρου συσπειρώνει τις ομάδες φανατικών οπαδών του από το προηγούμενο κόμμα
που ήταν πρόεδρος, αρχίζοντας την αθόρυβη οργάνωσή του με στελέχη των
νομαρχιακών και επαρχιακών επιτροπών. Βασική επιδίωξη του Kurtulmuş είναι να ισχυροποιήσει όσο το
δυνατόν περισσότερο τη θέση του για να μπορεί να αποκτήσει διαπραγματευτική
ισχύ στις εσωτερικές ισορροπίες του κόμματος. Υπόψη ότι, ο Kurtulmuş στις 01-11-2010
ίδρυσε το κόμμα HAS (Φωνή του Λαού), το οποίο στις 12-07-2012 ενσωματώθηκε στο κόμμα ΑΚΡ. Σημειώνεται ότι, τα ΜΜΕ που ελέγχονται από τον ιμάμη Fethullah Gülen πάντα στήριζαν τον Kurtulmuş στην πολιτική του διαδρομή,
θεωρώντας ότι μέσω αυτού θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν στις πολιτικές ισορροπίες
στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, ο Erdoğan
με την απόφαση του να ενσωματώσει το κόμμα του Kurtulmuş
στο ΑΚΡ αποστέρησε από τον Gülen ένα σημαντικό σύμμαχο που είχε στο
πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Η ομάδα
του Süleyman Soylu εφαρμόζει παρόμοια τακτική με τον Kurtulmuş. Υπόψη ότι ο Soylu από τη θέση του αντιπροέδρου του
κόμματος ΑΚΡ επιδιώκει να αποκτήσει το δυνατόν
περισσότερα πολιτικά προσωπικά οφέλη.
Και τέλος, υπάρχει η ομάδα του Ahmet Davutoğlu η οποία αποτελεί τον πιο αδύναμο
κρίκο στο κόμμα, δεδομένου ότι το πολιτικό μέλλον του Τούρκου πρωθυπουργού
εξαρτάται άμεσα από τις κατευθύνσεις, τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες του Tayyip Erdoğan.
Επίσης, σε περίπτωση που οι δημοσκοπήσεις
συνεχίζουν να είναι αρνητικές για το κόμμα ΑΚΡ και
με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τον İhsan Aktaş,
γενικό διευθυντή της εταιρείας δημοσκοπήσεων GENAR, «το χάος και οι συγκρουσιακές καταστάσεις αυξάνουν
πάντα την ισχύ του Erdoğan», θα πρέπει να αναμένονται τα εξής:
α. Η ελεγχόμενη κλιμάκωση της
πολιτικής πόλωσης στο εσωτερικό της χώρας από τον Erdoğan.
Άλλωστε, από τον κατάλογο των υποψήφιων βουλευτών του ΑΚΡ διαφαίνεται ότι, η
ενίσχυση του θρησκευτικού (σουνιτικού) εθνικισμού προσλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντικές
διαστάσεις.
β. Η προσπάθεια συσπείρωσης
του κόμματος του, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις ομαδοποιήσεις που
υπάρχουν σε αυτό, προβάλλοντας την απειλή του Fethullah
Gülen.
γ. Ο έλεγχος των
αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ και δημοσιογράφων με εκφοβισμούς και δικαστικές διώξεις.
δ. Η προσπάθεια ενεργοποίησης
των εθνικιστικών αντανακλαστικών των Τούρκων υπέρ της κυβέρνησης τους, μέσω
κάποιας εξαγωγής της κρίσης προς το βόρειο Ιράκ, τη Συρία, την Ελλάδα και την
Κύπρο.
Εξάλλου, στις 10
Αυγούστου 2014 η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε επιτυχής, αφού ο Erdoğan αναδείχθηκε ως ο πρώτος πρόεδρος
Δημοκρατίας που εκλέχθηκε απ’ ευθείας από το λαό, εξασφαλίζοντας το 51,79% των ψήφων. Επίσης, ένα άλλο
σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η απήχηση του Erdoğan στους
ψηφοφόρους της διασποράς ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στο εσωτερικό
της χώρας, δεδομένου ότι αυτή ανήλθε σε 62,53%.
Αναφορικά με το βόρειο Ιράκ και
συγκεκριμένα με την επιχείρηση των Ιρακινών και Κούρδων για την απελευθέρωση
της Μοσούλης από το ισλαμικό κράτος, ο ρόλος της Τουρκίας θα περιορισθεί στη
λογιστική υποστήριξη, ενώ σε ό,τι έχει να κάνει με τη Συρία ο ρόλος αυτός θα
περιλαμβάνει επιπλέον και την εκπαίδευση των αντικαθεστωτικών. Αναλυτικότερα, η
στρατηγική της Τουρκίας για το Ιράκ και τη Συρία εστιάζεται στα εξής:
Βελτίωση
των σχέσεων με την κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης.
Αποτροπή της αφομοίωσης των Τουρκμένων που
ζουν σε διάφορες περιοχές του Ιράκ και της Συρίας.
Αύξηση των μέτρων ασφαλείας στα
τουρκο-ιρακινά και τουρκο-συριακά σύνορα και αναδιοργάνωση των στρατιωτικών
σχηματισμών συνόρων της 2ης τουρκικής Στρατιάς.
Συγκεκριμένα, τα 317 φυλάκια που επιτηρούν την εν λόγω μεθόριο θα ενταχθούν σε μια ενιαία διοίκηση
και εν προκειμένω σε ένα Σώμα Στρατού Ασφαλείας Συνόρων (SGKK)
που θα υπάγεται απευθείας στη Διοίκηση Χερσαίων Δυνάμεων. Επίσης, το SGKK θα
συγκροτηθεί μέχρι το τέλος του 2016 ή στις αρχές του 2017 και θα έχει έδρα στο Diyarbakır. Πέραν αυτών, το 2014 συγκροτήθηκαν δύο τάγματα
καταδρομών ειδικών αποστολών με τομέα ευθύνης τα τουρκο-ιρακινά σύνορα και
εντός του 2015 θα συγκροτηθεί ένα ίδιο τάγμα με τομέα ευθύνης τα τουρκο-συριακά
σύνορα, τα οποία προβλέπεται να ενταχθούν στο Σώμα Στρατού Ασφαλείας
Συνόρων.
Συμμετοχή
στις διεθνείς πρωτοβουλίες εναντίον του ισλαμικού κράτους.
Προβολή διεθνώς ότι, η αντιπαράθεση της
Τουρκίας με το κουρδικό κόμμα PYD που είναι το πιο ισχυρό
ένοπλο κουρδικό κίνημα στη Συρία, δεν έχει ως αποδέκτη όλους τους Κούρδους της
Συρίας.
Συμμετοχή στις διεθνείς πρωτοβουλίες για
τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Συρία με ταυτόχρονη πτώση του
καθεστώτος Άσαντ, δεδομένου ότι πέραν των προβλημάτων εσωτερικής ασφάλειας που
δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας, τα κύματα Σύριων προσφύγων πέραν της
ανθρωπιστικής κρίσης επιβάρυναν μέχρι τώρα τον προϋπολογισμό της Άγκυρας με
πέντε δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπρόσθετα, τα κύρια προβλήματα των προσφύγων
εστιάζονται στη στέγαση, στη γλώσσα, στη επικοινωνία,
στην υγειονομική περίθαλψη, στην
εκπαίδευση και στην απασχόληση. Υπόψη ότι σύμφωνα με επίσημα
στοιχεία ο αριθμός των προσφύγων ανέρχεται
σε 1.620.000 άτομα, ενώ ανεπισήμως ο αριθμός αυτών έχει ξεπεράσει τα δύο
εκατομμύρια. Από αυτούς μόνο το 16,78% ευρίσκεται στα στρατόπεδα
προσφύγων, ενώ οι υπόλοιποι πρόσφυγες ευρίσκονται εκτός στρατοπέδων και οι
περισσότεροι από αυτούς έχουν μετακινηθεί προς την Κωνσταντινούπολη και τα
Μικρασιατικά Παράλια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα
μας. Ειδικότερα δε, βάσει των επίσημων στοιχείων, στην Κωνσταντινούπολη
υπάρχουν 200.000 πρόσφυγες, ενώ σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία ο αριθμός τους
ξεπερνά τις 400.000. Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνονται τα στρατόπεδα, ο
αριθμός και η εθνικότητα των προσφύγων που υπάρχουν στην Τουρκία στις 13 Απριλίου 2015.
Σε
ό,τι έχει να κάνει με την εξαγωγή κάποιας κρίσης προς την Ελλάδα και την Κύπρο,
η Άγκυρα αμφισβητεί ευθέως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα μέσω σχεδιασμένων
προκλητικών ενεργειών με σκοπό:
α. Την αξιολόγηση της αντίδρασης
της νέας ελληνικής κυβέρνησης.
β. Την προβολή των πάγιων
τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
γ. Τη στροφή της τουρκικής κοινής
γνώμης προς τα «ελληνοτουρκικά», εκμεταλλευόμενη κάθε γεγονός που άπτεται
θεμάτων εθνικής ασφαλείας και συγκεκριμένα ενοχοποίηση της χώρας μας για δήθεν
προστασία ή ανοχή οργανώσεων που προβαίνουν σε τρομοκρατικές ενέργειες στην
Τουρκία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η
πρόσφατη δολοφονία του Τούρκου εισαγγελέα Mehmet
Selim Kiraz στην Κωνσταντινούπολη από την οργάνωση DHKP-C και η άμεση ενοχοποίηση της Ελλάδος για δήθεν υπόθαλψη του
ηγετικού στελέχους αυτής Hüseyin Fevzi Tekin,
ο οποίος φέρεται να έδωσε την εντολή για τη δολοφονία του Kiraz. Υπόψη ότι, ο Tekin από το 1999 μέχρι το 2003 ήταν έγκλειστος σε φυλακή της
Τουρκίας, οπότε και αποφυλακίσθηκε ύστερα από χάρη που του δόθηκε από τον τότε
πρόεδρο Δημοκρατίας Ahmet Necdet Sezer
λόγω «προβλημάτων υγείας». Ωστόσο, οι
μετέπειτα εξελίξεις απέδειξαν ότι, η Ελλάδα δεν είχε καμία σχέση με όλες αυτές
τις ανυπόστατες κατηγορίες, δεδομένου ότι οι τουρκικές αρχές ασφαλείας, στις
04-04-2015 συνέλαβαν στη συνοικία Okmeydani της Κωνσταντινούπολης τον 52χρονο
δημοσιογράφο πολωνικής καταγωγής Stephan Shak
Kacnyski που γεννήθηκε στη Γερμανία, κατείχε αγγλικό διαβατήριο και ήταν
πράκτορας της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών BND.
Σημειωτέον ότι, ο Kacnyski κατηγορείται
ότι μετέφερε στους επιχειρησιακούς πυρήνες της οργάνωσης που δραστηριοποιούνται
στην Τουρκία τις εντολές των ηγετικών στελεχών της DHKP-C
που ζουν σε ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Με την ίδια διαδικασία σκέψης, οι υπηρεσίες
πληροφοριών της Τουρκίας γνωστοποίησαν ότι, έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα σχέδιο ψυχολογικού πολέμου και
προπαγάνδας προκειμένου να αποσταθεροποιηθεί η χώρα. Σύμφωνα με αυτό, ως τακτικοί στόχοι προς
εκμετάλλευση έχουν τεθεί το κουρδικό
πρόβλημα, οι ομάδες του
ριζοσπαστικού Ισλάμ, η διαμάχη
μεταξύ σουνιτών-αλεβητών, η
γενοκτονία των Αρμενίων, τα
οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας και το ποντιακό κίνημα στη Μαύρη Θάλασσα για
δήθεν ίδρυση Ποντιακού Κράτους. Επιπρόσθετα, το εν λόγω σχέδιο περιλαμβάνει προσβολές αστυνομικών στόχων, βομβιστικές
ενέργειες σε στρατηγικούς στόχους, απόπειρες
δολοφονιών πολιτικών και προβεβλημένων προσωπικοτήτων, καθώς επίσης αποδιοργάνωση της τουρκικής κοινωνίας μεταξύ των οποίων και το
πρόσφατο μπλακ άουτ που άρχισε από τα δυτικά παράλια και επεκτάθηκε σε 45
νομούς. Φυσικά, όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε ο Erdoğan
να αρχίσει να χάνει τη ψυχραιμία του και να ανακοινώνει ότι θα καταργήσει τις ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας
που δραστηριοποιούνται στην ασφάλεια των κτηριακών εγκαταστάσεων δημοσίων και
ιδιωτικών φορέων όπως, νοσοκομείων, δικαστηρίων, φορέων κοινής ωφέλειας,
σταδίων, αεροδρομίων κ.λπ. και τα καθήκοντά
τους θα τα αναλάβουν οι αστυνομικές δυνάμεις. Όπως ήταν αναμενόμενο,
η εν λόγω απόφαση του Erdoğan προκάλεσε
πολλές αρνητικές αντιδράσεις, αφού σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας, μέχρι τον Ιανουάριο του 2014:
α. Είχαν
επιδοθεί 1.066.781 πιστοποιητικά παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας.
β. 245.090
άτομα απασχολούνται σε ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας, εκ των οποίων τα 118.000
παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε δημόσιους φορείς.
Υπό το πρίσμα του κλίματος ανασφάλειας,
φόβου και ψυχολογικής βίας που επιχειρείται να διοχετευθεί στην τουρκική
κοινωνία, και με σύνθημα «εάν
το ΑΚΡ χάσει την εξουσία η Τουρκία θα παραδοθεί στο χάος και σε συγκρουσιακές
καταστάσεις», στο τέλος Απριλίου, θα κατατεθεί προς έγκριση στο
Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας η αναθεώρηση του Εγγράφου Πολιτικής
Εθνικής Ασφαλείας (σ.σ. θεωρείται ως ο οδικός χάρτης όλων των κυβερνήσεων
και αναθεωρείται κάθε 5 έτη),
στο οποίο μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνονται οι ακόλουθες απειλές:
α. Πολιτική
απειθαρχία και εξεγέρσεις που θα επιβουλεύονται τη δημόσια τάξη και την
ασφάλεια της ζωής και περιουσίας των πολιτών.
β. Παρακρατικές
οργανώσεις και παράλληλοι μηχανισμοί.
γ. Απειλές
που προέρχονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
δ. Ασφάλεια
επικοινωνιών και επιστημονικών-τεχνολογικών υποδομών.
ε. Ενεργειακή
ασφάλεια.
στ. Κυβερνοπόλεμος.
ζ. Βιολογικός
πόλεμος και μεταδοτικές ασθένειες.
η. Ασφάλεια
τροφίμων και υδάτινων πόρων. (βλ. Βιβλίο Απόρρητος
Φάκελος Τουρκία-Η Εθνική Στρατηγική της Τουρκίας, σελ. 125-133,
Χρήστος Μηνάγιας, 2014, Εκδόσεις Κάδμος)
Τέλος, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι, οι
βουλευτικές εκλογές του επόμενου Ιουνίου βρίσκουν την Τουρκία σε μια ιδιαίτερα
προβληματική κατάσταση, αφού ο Erdoğan
κινδυνεύει να πέσει θύμα των υπερβολών του, με συνέπεια η χώρα να έχει
απομακρυνθεί από τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, ενώ η αυξανόμενη πόλωση
επηρεάζει άμεσα τη σταθερότητα και την ασφάλεια αυτής. Μάλιστα, η άποψη αυτή
επιβεβαιώνεται, έμμεσα, αλλά με αρκετή σαφήνεια από το ακόλουθο δημοσίευμα του
έγκριτου Τούρκου αρθρογράφου Kadri Gürsel
της εφημερίδος Milliyet:
«Η
Τουρκία, προβάλλοντας τη σουνιτική ταυτότητα της, όχι μόνο δεν μπόρεσε να
διαδραματίσει κάποιο σημαντικό ρόλο για την επίλυση των συγκρούσεων στη Συρία,
απεναντίας ενοχοποιήθηκε τόσο για υποκίνηση αυτών, όσο και για τα αδιέξοδα που
εξακολουθούν να υπάρχουν στη γειτονική της χώρα. (σ.σ. Η Συρία
αφγανοποιήθηκε και η Τουρκία πακιστανοποιήθηκε)
Η
αναποτελεσματική προβολή της σουνιτικής ταυτότητας και η υφιστάμενη ισλαμική
εξωτερική πολιτική θα αποστερήσει την Άγκυρα από έναν ενεργό ρόλο στις
μελλοντικές εξελίξεις της Μέσης Ανατολής.
Συνεπώς,
η υιοθέτηση μια εσωτερικής πολιτικής που θα στηρίζεται στη δημοκρατία και στο
θρησκευτικό αποχρωματισμό των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών της χώρας, θα
οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής και στην
ιδεολογικο-πολιτική επανοριοθέτησή της, ώστε η Τουρκία να μην αποτελεί μέρος
των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής, αλλά διαμεσολαβητής επίλυσης αυτών.»