Οι καλοί γευσιγνώστες αναγνωρίζουν την αξία
ενός παλιού καλού κρασιού, λίγοι όμως έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν σαμπάνια ηλικίας 170 ετών κατευθείαν
από το βυθό της θάλασσας.
168
μπουκάλια σαμπάνιας, ηλικίας τουλάχιστον 170 ετών, ανακαλύφθηκαν
στον βυθό της βόρειας Βαλτικής το 2010.
Μελετήθηκαν από επιστήμονες και όπως αποδείχτηκε διατηρούν ακόμα την χημική
σύνθεσή τους και την ωραία γεύση τους. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή
βιοχημείας τροφίμων Φιλίπ Ζαντέ, του Πανεπιστημίου της Ρενς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο
περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, σύμφωνα
με το Γαλλικό
Πρακτορείο και το «New Scientist», πραγματοποίησαν γευσιγνωσία και
χημική ανάλυση σε τρία από τα συνολικά 168 μπουκάλια σαμπάνιας του 19ου αιώνα,
που είχαν βρεθεί σε ένα ναυάγιο στο φινλανδικό αρχιπέλαγος.
Αν και οι ετικέτες είχαν πια καταστραφεί,
οι επιστήμονες -με
βάση τις ενδείξεις στους φελλούς- βεβαίωσαν ότι μερικές από τις
σαμπάνιες προέρχονταν από τον γνωστό γαλλικό οίκο Veuve
Clicquot Ponsardin, αλλά και άλλους οίκους Heidsieck και Juglar.
Οπως διαπιστώθηκε, η σαμπάνια όχι μόνο είχε πολύ παρόμοια σύνθεση με τη
σύγχρονη γαλλική σαμπάνια, αλλά και εξίσου καλή γεύση. Απλώς είχε πολύ
μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε σάκχαρα (150 γραμμάρια ανά λίτρο έναντι έξι ως οκτώ γραμμαρίων
σήμερα), χάρη στην προσθήκη σταφυλιών πριν την εμφιάλωση.
Η ζαχαρένια τους γεύση ήταν κάτι το
συνηθισμένο για εκείνη την εποχή. Μάλιστα, στη Ρωσία - όπου πιθανώς κατευθυνόταν το φορτίο με τις
σαμπάνιες- οι άνθρωποι συνήθιζαν ακόμη και να προσθέτουν έξτρα
ζάχαρη στο κρασί τους.
Η σαμπάνια, όπως έδειξε η χημική ανάλυση,
περιείχε περισσότερα μέταλλα όπως σίδηρος, χαλκός, άλατα κ.α. σε σχέση με τις
σημερινές. Η παλαίωσή της είχε γίνει σε ξύλινα βαρέλια επί έξι έως οκτώ μήνες.
Η αυξημένη παρουσία μετάλλων οφειλόταν πιθανώς στα σιδερένια καρφιά των ξύλινων
βαρελιών ή σε σιδερένια όργανα που χρησιμοποιούνταν τότε από τους οινοποιούς.
Οι επιστήμονες δήλωσαν εντυπωσιασμένοι από
το πόσο καλά η σαμπάνια είχε διατηρηθεί στο βυθό. Το απόλυτο
σκοτάδι που υπάρχει σε βάθος των 50 μέτρων και χαμηλή θερμοκρασία των δύο έως
τεσσάρων βαθμών αποτέλεσαν τις ιδανικές συνθήκες για την αργή
παλαίωσή του.