Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
"Μακεδονία"
Απόφαση-καταπέλτης του πολιτικού εφετείου Δυτικής Μακεδονίας ξεδιπλώνει όλες
τις σελίδες του πρωτοφανούς σκανδάλου με την κατασκευή σηράγγων στην Εγνατία οδό.
Το δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει επί
προσφυγών που κατέθεσε η κατασκευάστρια εταιρεία ΑΤΤΙΚΑΤ, που διεκδικούσε
ποσό υπερκοστολογήσεων ύψους 35 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία ήδη είχε εισπράξει! Το
εφετείο απέρριψε όλες τις προσφυγές ως κατ’
ουσίαν αβάσιμες και με την απόφαση ανοίγει ο δρόμος για την
επιστροφή των χρημάτων που ζημίωσαν τα ταμεία της Εγνατίας Οδού ΑΕ.
Το σκάνδαλο με τις υπερκοστολογήσεις,
ύστερα από μηνυτήρια αναφορά της προηγούμενη διοίκησης της Εγνατίας Οδού ΑΕ, αποτελεί
αντικείμενο ευρείας έρευνας που έχει ξεκινήσει ο εισαγγελέας εγκλημάτων
διαφθοράς Θεσσαλονίκης, αντεισαγγελέας εφετών Αχιλλέας
Ζήσης. Σύμφωνα με τις καταγγελίες που έκαναν οι τότε διοικούντες της
εταιρείας, παρότι κάποιες σήραγγες της Δυτικής
Μακεδονίας κατασκευάστηκαν με συγκεκριμένες προδιαγραφές,
προϋπολογισμούς και υλικά, εντούτοις μετά την ολοκλήρωσή τους η εταιρεία κλήθηκε να καταβάλει επιπλέον ποσό 35
εκατομμυρίων ευρώ. Κι αυτό επειδή η κατασκευάστρια εταιρεία παρουσίασε πως οι σήραγγες τελικά κατασκευάστηκαν με
άλλες προδιαγραφές, ακριβότερα υλικά, που όμως σύμφωνα με τις καταγγελίες ποτέ
δεν χρησιμοποιήθηκαν.
Η προσφυγή της κατασκευάστριας εταιρείας
στα δικαστήρια, για την -τυπική- διεκδίκηση των ποσών που είχε ήδη
εισπράξει, ήταν η κίνηση που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για την αποκάλυψη του
μεγάλου σκανδάλου που έχει καταγγελθεί ότι έγινε στο μεγαλύτερο δημόσιο έργο
της χώρας. Ο εισαγγελέας που διενεργεί την έρευνα εξετάζει στοιχεία που αφορούν
παρασκηνιακές συμφωνίες, τις οποίες διαπίστωσαν μέλη των διοικήσεων της Εγνατίας Οδού ΑΕ τον
περασμένο χρόνο και οδηγούσαν στη δικαίωση
των κατασκευαστών χωρίς καμία απολύτως αντίδραση και ειδικά χωρίς κανέναν
απολύτως έλεγχο.
Η δικαστική απόφαση 2/2016 του τμήματος δημοσίων συμβάσεων του πενταμελούς
πολιτικού εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που καθαρογράφηκε στις 14 Ιουνίου 2016, δίνει απαντήσεις σε πολλά
ερωτήματα που ανέκυψαν και ειδικότερα αποκαλύπτει πτυχές των μεθοδεύσεων που
έγιναν και αποτελούν αντικείμενο της ποινικής εισαγγελικής έρευνας. «Η απόφαση είναι σαν κατηγορητήριο για όσα έγιναν ζημιώνοντας
την εταιρεία», έλεγε χθες στη «Μ» πηγή που γνώριζε τα όσα συνέβαιναν το
διάστημα 2005-2007 με τις επιπλέον καταβολές
χρημάτων.
«Φερόμενες εργασίες»
Τήρηση διπλών ημερολογίων, ανυπόγραφες επιμετρήσεις και
πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών, εγκρίσεις πινάκων για καταβολή επιπλέον ποσών μόνο από
την πλευρά της κατασκευάστριας εταιρείας και αλλαγές στις κατηγορίες των
έργων, αφού αυτά εκτελέστηκαν, είναι μερικά από τα στοιχεία που
περιγράφονται στην απόφαση του πολιτικού εφετείου Κοζάνης, με την οποία
απορρίφθηκαν τρεις προσφυγές της εταιρείας ΑΤΤΙΚΑΤ ΑΕ εναντίον της Εγνατίας Οδού ΑΕ για
επιπλέον ποσά 35 εκατομμυρίων ευρώ, που πάντως είχαν καταβληθεί.
«Η επιμέτρηση
δεν είναι υπογεγραμμένη από κανέναν αρμόδιο της υπηρεσίας και φέρει υπογραφή
αποκλειστικά του αναδόχου. Ανάλογες ελλείψεις υπάρχουν και σε αντίστοιχα
πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών», σημειώνεται σε ένα σημείο της
δικαστικής απόφασης, αποκαλύπτοντας την ευκολία καταβολής δεκάδων εκατομμυρίων
ευρώ.
Η απόφαση θεωρείται σημαντική, καθώς στις
καταγγελίες που διερευνά ο εισαγγελέας τονίζεται πως ασκούνταν πιέσεις να μη
γίνει το συγκεκριμένο δικαστήριο και η συζήτηση να αναβληθεί. Υπήρχε άλλωστε
σχετική εισήγηση της νομικής υπηρεσίας της Εγνατίας Οδού για αυτό, με την
εκτίμηση ότι «η υπόθεση θα χαθεί», όπως
τουλάχιστον αναφέρεται στη μηνυτήρια αναφορά που κατατέθηκε στον κ. Ζήση. Αντίθετα, οι διοικήσεις της Εγνατίας Οδού μετά τον Σεπτέμβριο του 2015 αποφάσισαν να αναθέσουν την
υπόθεση στο ιδιωτικό δικηγορικό γραφείο του Μιχάλη
Σεργάκη, αναστέλλοντας τα καθήκοντα της νομικής υπηρεσίας της εταιρείας,
που όμως επανήλθε μετά την ανάληψη των καθηκόντων της σημερινής διοίκησης.
Το δικαστήριο δέχτηκε όλους τους
ισχυρισμούς του κ. Σεργάκη για το
σκάνδαλο των υπερκοστολογήσεων και απέρριψε τόσο τύποις όσο και κατ’ ουσίαν τις
προσφυγές. «Από τις καταχωρημένες εντολές στο
ημερολόγιο του έργου της εταιρείας, οι οποίες δεν τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα,
προέκυπτε ότι τα πραγματικά μήκη εφαρμογής των κατασκευαστικών προδιαγραφών
ήταν άλλα από τις εντολές, καθώς και από τα χειρόγραφα ημερολόγια του έργου
προέκυψε ότι οι κατασκευαστικές προδιαγραφές των σηράγγων ανήκαν στην ίδια
κατηγορία. Ωστόσο σε αντίστοιχες επιμετρήσεις και πληρωμές οι ίδιες εργασίες
βεβαιώθηκαν και πληρώθηκαν με άλλη κατηγορία με πολύ αυξημένες τιμές»,
υπογραμμίζεται στην απόφαση.
Χαρακτηριστικό είναι πως σε ένα σημείο της
γίνεται λόγος για «φερόμενες εκτελεσθείσες εργασίες
που ορθώς περικόπηκαν» με τη σύνταξη του αρνητικού ανακεφαλαιωτικού
πίνακα εργασιών.
Ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή των χρημάτων
Η απόφαση του εφετείου είναι τελεσίδικη και
επομένως ανοίγει τον δρόμο στη σημερινή διοίκηση της Εγνατίας Οδού ΑΕ να ξεκινήσει τον αγώνα των
διεκδικήσεων ποσών που σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση καταβλήθηκαν στην
κατασκευάστρια εταιρεία στον... αέρα. Οι δρόμοι που όπως έλεγαν νομικοί μπορούν
να ακολουθηθούν είναι καταρχήν η διεκδίκηση
των ποσών των εγγυητικών επιστολών, ύψους περίπου 16 εκατομμυρίων ευρώ, που
έχουν στα χέρια τους οι τράπεζες. Σύμφωνα πάντα με τις διαβεβαιώσεις
της εταιρείας στην απαντητική της επιστολή στη «ΜτΚ», που δημοσιεύτηκε την
περασμένη Κυριακή, θα γίνουν όλες οι κινήσεις για την υπεράσπιση των
συμφερόντων της Εγνατίας Οδού.
Έγκυρες πηγές υποστήριζαν πως υπάρχουν και
άλλοι τρόποι για να επιστρέψουν τα χαμένα χρήματα από τις υπερκοστολογήσεις
ανύπαρκτων εργασιών, και συγκεκριμένα οι διεκδικήσεις ατομικών αποζημιώσεων. Γνώστες της υπόθεσης έλεγαν πως με αφορμή την
ποινική διερεύνηση της υπόθεσης η εταιρεία μπορεί να στραφεί σε βάρος τόσο
αυτών που συνυπέγραψαν τις ανύπαρκτες εργασίες όσο όμως και των ιδιοκτητών της
κατασκευάστριας εταιρείας προσωπικά.
Πάντως η ιστορία των διεκδικήσεων τώρα
αρχίζει, καθώς εκκρεμούν και άλλες προσφυγές που έχει καταθέσει η εταιρεία ΑΤΤΙΚΑΤ, στο πολιτικό εφετείο
Θεσσαλίας, για παρόμοιες «εργασίες»
σε σήραγγες, που ανήκουν χωροταξικά στην περιοχή εκείνη, ανεβάζοντας τη συνολική ζημία
των υπερκοστολογήσεων των σηράγγων σε 108 εκατομμύρια ευρώ. Η
συζήτηση αυτών των προσφυγών, που χειρίζεται το ίδιο δικηγορικό γραφείο,
αναβλήθηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων και αναμένεται να συζητηθεί τους
επόμενους μήνες.