του Γιώργου Κόκουβα
Ένα
μέρος με εξωπραγματικές
παραλίες, ήσυχα χωριουδάκια και αίσθηση απομόνωσης.
Είναι το μέρος όπου ο Οδυσσέας έμεινε για χρόνια, «αιχμάλωτος» της
Καλυψούς – αν και κάτι μας λέει ότι η πραγματική μάγισσα που τον κράτησε
εκεί ήταν η ίδια η Γαύδος,
η Ωγυγία, όπως
ήταν γνωστή στα ομηρικά χρόνια.
Είναι το μέρος που απολαμβάνει το status του νοτιότερου σημείου της ευρωπαϊκής ηπείρου,
πιο χαμηλά και από τη Μάλτα ή το Γιβραλτάρ και που έχει εξελιχθεί σε προπύργιο
των free campers και των γυμνιστών.
Είναι ένας παράδεισος, που τον απολαμβάνουν
τον χειμώνα μια χούφτα κάτοικοι,
ο αριθμός των οποίων δεν φτάνει καν τριψήφιο νούμερο, περιμένοντας τους
σταθερούς επισκέπτες τους τα καλοκαίρια, οπότε βλέπουν τον πληθυσμό να
εκατονταπλασιάζεται.
Δεν
είναι τα πάντα τέλεια στον παράδεισο. Το
νερό καταναλώνεται με φειδώ και το εμφιαλωμένο γίνεται πολύτιμο, γιατί
το νερό του νησιού είναι στην ουσία θαλασσινό. Το
ηλεκτρικό ρεύμα παρέχεται κατά βάση από ιδιωτικές γεννήτριες γιατί η ΔΕΗ
δεν καταδέχεται να φτάσει στην εσχατιά της χώρας. Και τα δρομολόγια προς την Κρήτη είναι λίγα και εντελώς «ευάλωτα»
στον ιδιαίτερο καιρό του Λυβικού. Κι όμως, κανείς δε νιώθει πως η Γαύδος είναι
ένα «στερημένο» νησί. Η σπάνια αίσθηση πως βρίσκεσαι μακριά από τους πάντες και
η λιτότητα της ζωής εδώ βοηθά στο να μη δημιουργούνται περιττές ανάγκες.
Και πώς να δημιουργηθούν περισσότερες
ανάγκες, όταν η ομορφιά της αμμουδιάς του Αη-Γιάννη,
που το Discovery Channel έχει ονομάσει δεύτερη ωραιότερη παραλία στον
πλανήτη, φτάνει και περισσεύει για να γεμίσεις τις μέρες σου μόνο με
βουτιές; Πώς να χρειάζεσαι κάτι παραπάνω, όταν μπορείς να περάσεις τις πιο
χαλαρωτικές διακοπές της ζωής σου γνωρίζοντας την ιδιαίτερη ενδοχώρα και τα
φουντωτά μονοπάτια του νησιού, όταν οι φιλικές φιγούρες στο νησί σε
καλημερίζουν και σου σερβίρουν σπιτικά φαγητά σε βεράντες με θέα το γαλάζιο
άπειρο, όταν οι λιγοστές τουριστικές υποδομές σου θυμίζουν πως αυτός ο άλλοτε
τόπος εξορίας έχει εξελιχθεί σε καλοκαιρινό όνειρο για λίγους και καλούς;
Στο
νησί φτάνεις με τον «Δασκαλογιάννη»,
το πλοίο της γραμμής που συνδέει τη Γαύδο με τη Χώρα
των Σφακίων και την Παλαιοχώρα. Λίγες δεκάδες άνθρωποι
επιβιβάζονται στο κατάστρωμα, και γίνονται μια παρέα, ανταλλάσσοντας
πληροφορίες για τον προορισμό – οι περισσότεροι προφανώς επιστρέφουν κάθε
καλοκαίρι στο νησί και γνωρίζουν τα κατατόπια. Δύο με δυόμιση ώρες, καλώς
εχόντων των ανέμων, χρειάζεται το πλοίο για να φτάσει στον Καραβέ, το μικρό λιμάνι της Γαύδου
με τα δύο μαγαζάκια και τα τοπικά λεωφορεία να περιμένουν για να μεταφέρουν
τους σκηνίτες στις δύο δημοφιλέστερες παραλίες, τον Αη Γιάννη και το Σαρακήνικο.
Σε τέσσερις-πέντε μικρούς οικισμούς είναι
διάσπαρτα τα χαμηλά σπιτάκια των μόνιμων κατοίκων, απόλυτα εναρμονισμένα με το
φυσικό τοπίο: Το Καστρί, που είναι και
η πρωτεύουσα του νησιού, η Άμπελος, το Ξενάκι και τα Βατσιανά.
Στις διαδρομές μεταξύ τους, η ιδιαίτερη
φύση της Γαύδου
απλώνεται ολόγυρα: Από τους γυμνούς χωματόδρομους και το άγριο τοπίο, ξαφνικά
ξεπετάγεται ένα μικρό δάσος από κέδρους.
Πίσω από τις αμμοθίνες των παραλιών,
φουντώνουν σπάνιοι αβόρανοι, πεύκα, ρείκια
και θρούμπια που μοσχομυρίζουν, όλα τους προστατευμένα με την
σφραγίδα του Natura 2000.
Και κάπου μέσα στις φυλλωσιές τους,
βρίσκουν καταφύγιο δεκάδες είδη πτηνών που κάνουν την τελευταία ευρωπαϊκή στάση
τους πριν μεταναστεύσουν προς την Αφρική ή πριν επιστρέψουν προς τον Βορρά.
Εδώ φωλιάζουν και οι μεσογειακές θαλάσσιες χελώνες και οι φώκιες, κάπου ανάμεσα στην Γαύδο και
τη Γαυδοπούλα,
το μικρό «αδερφάκι» του νησιού.