Δρ.
Ιωάννης Παρίσης
Συχνά επικρίνονται οι ασχολούμενοι με την
πολιτική ότι, ενώ αγνοούν στοιχειώδη ζητήματα του κράτους ή ζητήματα που έχουν
να κάνουν με τις ανάγκες των πολιτών, επιμένουν να επιδιώκουν την εκλογή τους ή
ακόμη χειρότερο, να καταλάβουν θέσεις υψηλής ευθύνης.
Καταλυτικός επί του θέματος ο σοφός Σωκράτης, μέσα από έναν διάλογό του με τον Γλαύκωνα του Αρίστωνος, έναν φέρελπι πολιτικό της
Αθήνας, όπως μας τον παρέδωσε ο Ξενοφών
στα Απομνημονεύματά
του (Βιβλίο Γ’). Νομίζει κανείς ότι τα λόγια του Σωκράτη απευθύνονται σε κάθε σημερινό πολιτικό, αλλά
εμμέσως και σ’ εκείνους που αναδεικνύουν με την ψήφο τους ανίδεους, ανεπαρκείς
και αδιάφορους.
Ο Γλαύκων,
λοιπόν, επιθυμούσε να γίνει άρχων της Πόλεως, παρά τις προσπάθειες των συγγενών
και φίλων του να τον αποτρέψουν, καθώς κάθε φορά που επιχειρούσε να αγορεύσει
ενώπιον του δήμου γινόταν καταγέλαστος. Ο Σωκράτης,
λόγω και της φιλίας του με τους οικείους του και άλλων κοινών φίλων, ανέλαβε να
τον αποτρέψει και το πέτυχε, ύστερα από έναν διάλογο που είχε μαζί του, τον
οποίο αξίζει να παρακολουθήσουμε, σε μια ελεύθερη απόδοση.
Με τη γνωστή μέθοδό του ο Σωκράτης οδηγεί τον συνομιλητή του εκεί που θέλει.
Παρατηρούμε ότι τα κύρια ζητήματα τα οποία εξετάζει ο
Σωκράτης ως προς τις γνώσεις του υποψήφιου πολιτικού εστιάζουν
στην οικονομία, την άμυνα, την ασφάλεια και την εξασφάλιση της ανελλιπούς τροφοδοσίας των
πολιτών.
Ο Σωκράτης
αρχίζει την συζήτηση λέγοντας στον Γλαύκωνα ότι
το να γίνει άρχων της Πόλεως, πρόκειται για κάτι πολύ καλό και θετικό, διότι
είναι φανερό ότι αν το κατορθώσει θα μπορεί και ο ίδιος να ωφεληθεί ενώ
επιπλέον θα τιμήσει την οικογένειά του, θα προσφέρει στην πατρίδα, θα γίνει
ονομαστός και έξω από τα σύνορα της Πόλεως και παντού θα είναι διακεκριμένος. Ο
Γλαύκων, όπως ήταν φυσικό, ακούγοντας τα λόγια
του Σωκράτη αισθάνθηκε υπερηφάνεια και
ευχαρίστηση. Μάλλον, ωστόσο, δεν περίμενε τη συζήτηση που θα ακολουθούσε.
Συνεχίζοντας ο Σωκράτης
του λέγει πως είναι προφανές ότι εφόσον θα ήθελε να τιμάται θα πρέπει να
ωφελήσει την Πόλη. «Βεβαιότατα», ήταν η
απάντηση του Γλαύκωνα. «Πες μας λοιπόν από τι θα αρχίσεις
να ευεργετείς την Πόλη», ρώτησε ο Σωκράτης,
ο οποίος βλέποντας τη σιωπή του συνομιλητή του, που φαινόταν σαν να σκέπτεται
από τι να αρχίσει, συνέχισε μπαίνοντας στα θέματα της οικονομίας:
«Υποθέτω
ότι, όπως αν ήθελες να βοηθήσεις το σπίτι ενός φίλου σου, θα επεδίωκες να τον
κάνεις πλουσιότερο, έτσι θα προσπαθήσεις να κάνεις και την Πόλη πλουσιότερη».
«Βεβαιότατα» απάντησε ο Γλαύκων.
«Επειδή
λοιπόν για να γίνει πλουσιότερη η Πόλη θα πρέπει να αυξηθούν τα έσοδά της, πες μας από ποιους πόρους προέρχονται
σήμερα τα έσοδα και πόσα περίπου είναι. Είναι προφανές ότι το έχεις
σκεφθεί το θέμα και μάλιστα αν κάποια από τα έσοδα είναι ανεπαρκή να τα
αναπληρώσεις, ενώ αν κάποια δεν εισπράττονται, να φροντίσεις για την είσπραξή
τους.» «Μα τον Δία, δεν τα έχω εξετάσει
όλα αυτά», είπε ο Γλαύκων,.
«Τουλάχιστον»,
συνέχισε ο Σωκράτης, «αν παρέλειψες να ασχοληθείς με τα έσοδα, θα έχεις σίγουρα ασχοληθεί με
τις δαπάνες, ώστε να αφαιρέσεις
εκείνες που κρίνεις περιττές.». «Ούτε
και αυτό το έχω σκεφθεί», ήταν η απάντηση του
Γλαύκωνα.
Βλέποντας ο
Σωκράτης την άγνοια του συνομιλητή του, και λέγοντάς του ότι δεν είναι
δυνατόν να φροντίσει τα οικονομικά και τη δυνατότητα να κάνει την Πόλη
πλουσιότερη, κάποιος που δεν γνωρίζει τα έσοδα και τα έξοδα, θέλησε να πάει σε
άλλο θέμα που αφορά στην Πόλη. Το επιχείρημα του
Γλαύκωνα ότι είναι δυνατόν να φέρει κανείς πλούτο στην Πόλη από τα
λάφυρα των εχθρών, του έδωσε την ευκαιρία να αναφερθεί στα ζητήματα της άμυνας.
«Φυσικά»,
του είπε ο Σωκράτης, «εφόσον όμως είναι ισχυρότερος, γιατί αν είναι ανίσχυρος μπορεί να χάσει
και αυτά που έχει. Λοιπόν, για να σκεφθεί κάποιος τον πόλεμο θα πρέπει βεβαίως
να γνωρίζει την ισχύ της Πόλεως και εκείνη των αντιπάλων, ώστε αν είναι
ισχυρότερος να ζητήσει από τον δήμο να αποφασίσει τον πόλεμο, διαφορετικά να
τον αποφύγει. Απαρίθμησέ μας
λοιπόν τη δύναμη της Πόλεως, τόσο σε πεζικό όσο και σε ναυτικό, καθώς και την
αντίστοιχη των εχθρών μας.»(«Λέξον ἡμῖν τῆς πόλεως τήν τε πεζικὴν καὶ τὴν
ναυτικὴν δύναμιν, εἶτα τὴν τῶν ἐναντίων»). Μπροστά στην αδυναμία του Γλαύκωνα
να απαντήσει, ο Σωκράτης, με κάποια ειρωνεία,
του είπε ότι, προφανώς δεν είχε καταπιαστεί ακόμη με ένα τόσο σημαντικό θέμα
που απαιτεί πολύ χρόνο, επειδή μόλις άρχιζε να ασχολείται με τα ζητήματα της
Πόλεως.
Συνεχίζοντας ο Σωκράτης,
ήρθε στο θέμα της ασφάλειας
της Πόλεως, λέγοντάς του ότι σίγουρα θα είχε ενδιαφερθεί να μάθει το
πόσα φυλάκια υπάρχουν, ποια είναι σε κατάλληλες θέσεις και ποια όχι, πόσοι
είναι οι άνδρες που τα επανδρώνουν και πόσο ικανοί είναι, ώστε να εισηγηθεί
ανάλογες αλλαγές και βελτιώσεις. Ο Γλαύκων,
προφανώς για να αποφύγει να δείξει την άγνοιά του και στο θέμα αυτό, του απαντά
ότι «η αλήθεια είναι Σωκράτη, ότι εγώ θα
εισηγούμουν να καταργηθούν όλες οι φρουρές διότι και που υπάρχουν δεν κάνουν
τίποτε, επειδή είναι αμελείς, με συνέπεια να κλέπτονται πράγματα από την χώρα!».
Ο Σωκράτης
του επισημαίνει ότι αν καταργηθούν οι φρουρές θα μπορούσε ο καθένας να αρπάζει
από τη χώρα ότι θέλει και τον ρωτά αν αυτό που λέει για την αποτελεσματικότητά
τους το γνωρίζει επειδή πήγε επί τόπου και το εξέτασε. «Το συμπεραίνω» ήταν η απάντηση. «Λοιπόν»
του επισημαίνει ο Σωκράτης, «και γι’ αυτό και για
όλα τα άλλα, δεν κάνουμε εισηγήσεις με εικασίες αλλά εφόσον γνωρίζουμε με
ακρίβεια» («… ὅταν
μηκέτι εἰκάζωμεν, ἀλλ᾽ ἤδη εἰδῶμεν, τότε συμβουλεύσομεν»).
Διαπιστώνοντας ο Σωκράτης
ότι ο συνομιλητής του έχει άγνοια όλων των ζητημάτων και δεν έχει φροντίσει να
μάθει σχετικά με αυτά, πηγαίνει σε ένα άλλο θέμα, αυτό της εξασφάλισης των πόρων
συντήρησης του πληθυσμού. Αφού αναφέρει ότι όπως γνωρίζει, ο Γλαύκων δεν είχε επισκεφθεί τα μεταλλεία αργύρου της
χώρας, τα οποία εξασφάλιζαν σημαντικά έσοδα για την Πόλη, τον ρωτά αν έχει
εξετάσει για πόσο χρόνο
επαρκεί το σιτάρι που παράγει η χώρα προκειμένου να θρέψει τον πληθυσμό και
πόσο επιπλέον σιτάρι απαιτείται κατ’ έτος ώστε να μην υπάρξει έλλειψη. Σημειώνει δε, ότι έχοντας γνώσει της
κατάστασης θα μπορούσε ως πολιτικός να εισηγηθεί τη λήψη των απαιτούμενων
μέτρων.
Η απάντηση του Γλαύκωνα
είναι και πάλι αρνητική, προβάλλει μάλιστα ένα μάλλον φαιδρό επιχείρημα,
λέγοντας: «Βεβαίως, αν παρουσιασθεί ανάγκη θα
φροντίσω και για τα ζητήματα αυτά». Μια απάντηση που δείχνει την
προχειρότητα και την έλλειψη προβλεπτικότητας πολλών πολιτικών και θυμίζει
μάλλον το γνωστό «βλέποντας και… κάνοντας».
Ολοκληρώνοντας τον διάλογο ο Σωκράτης διατυπώνει κάποιες συμβουλές προς τον Γλαύκωνα, που όμως θα μπορούσαν να απευθύνονται προς
όλους και διαχρονικά. Του επισημαίνει ότι θα πρέπει να προφυλάξει τον εαυτό
του, διότι μπορεί επιθυμώντας τη δόξα να καταντήσει στο αντίθετο (Φυλάττου, ὦ
Γλαύκων, ὅπως μὴ τοῦ εὐδοξεῖν ἐπιθυμῶν εἰς τοὐναντίον ἔλθῃς).
«Μήπως
δεν βλέπεις πόσο επισφαλές είναι το να λέγει και να πράττει κάποιος πράγματα
που δεν γνωρίζει; Κοίταξε γύρω σου, όσους γνωρίζεις ότι
λειτουργούν μ’ αυτό τον τρόπο, που εμφανίζονται δηλαδή να λένε και να πράττουν
αυτά που δεν γνωρίζουν. Ποια είναι η γνώμη σου, ότι για την συμπεριφορά τους
αυτή τους επαινούν και τους θαυμάζουν ή μήπως τους μέμφονται και τους
καταφρονούν;»
«Νομίζω
λοιπόν», καταλήγει ο Σωκράτης, «ότι σε όλα τα έργα, εκείνοι που ευδοκιμούν και θαυμάζονται είναι κατ’
εξοχήν οι έχοντες επιστημονική γνώση, ενώ εκείνοι που ως κακόδοξοι
καταφρονούνται είναι από τους πλέον αμαθείς («ἐν πᾶσιν ἔργοις τοὺς μὲν εὐδοκιμοῦντάς τε καὶ
θαυμαζομένους ἐκ τῶν μάλιστα ἐπισταμένων ὄντας, τοὺς δὲ κακοδοξοῦντάς τε καὶ
καταφρονουμένους ἐκ τῶν ἀμαθεστάτων»). Εάν λοιπόν επιθυμείς να ευδοκιμήσεις και να
θαυμάζεσαι στην Πόλη, θα πρέπει να προσπαθείς να αποκτήσεις όσον το δυνατόν
ακριβέστατη γνώση γι’ εκείνα με τα οποία θέλεις να ασχοληθείς.»
Είναι απολύτως βέβαιο ότι, όπως και ο Γλαύκωνας, η πλειονότητα των πολιτικών μας αλλά και
άλλων δημοσίων προσώπων, θα είχαν αδυναμία να απαντήσουν στα ερωτήματα του Σωκράτη. Παντελώς άσχετοι αναλαμβάνουν τη διαχείριση
υποθέσεων που απαιτούν γνώσεις, εξειδίκευση και εμπειρία, με αποτέλεσμα να «λένε και να πράττουν αυτά που δεν γνωρίζουν».
Τα αποτελέσματα είναι εμφανή σε όλους τους τομείς. Και την «Πόλη» βλάπτουν και τους ίδιους «τους μέμφονται και τους καταφρονούν».