ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Διήγημα από το Αστυνομικό Δελτίο

    Ελένη την ξέραμε όλοι οι φίλοι. Το όνομά της ήταν Λουντμίλα, αλλά οι πρώτοι Αμερικάνοι και οι Εγγλέζοι που έφταναν στη Μόσχα του Γιέλτσιν εκείνη την εποχή και που σύχναζαν τα Σαββατόβραδα στο κλαμπ «Μετέλιτσα», που πάει να πει «Χιονοθύελλα», δυσκολεύονταν να προφέρουν το όνομά της μετά την τρίτη ή τέταρτη βότκα τους με πάγο και μια φέτα λεμόνι. Ήταν πανάκριβα τα λεμόνια στη Μόσχα εκείνης της εποχής και τα πλήρωνες και σε δολάρια –Οι Κύπριοι έκαναν χρυσές δουλειές. Τότε, δεν είχε γεννηθεί ακόμα το εξάμβλωμα του ευρώ, βασίλευε το πράσινο χαρτονόμισμα κι ήταν εκείνος ο ίδιος καιρός που το ρούβλι άξιζε όσο για να τυλίγεις μ' αυτό την μασημένη τσίχλα σου.
    Ήταν η εποχή του «ντίκι καπιταλισμ», του άγριου καπιταλισμού, όπως συνήθιζαν να τον περιγράφουν μεταξύ τους οι Ρώσοι της αποδεκατισμένης ιντελιτζέντσιας. Ήταν η εποχή της άνευ όρων εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άλλο άνθρωπο. Δούλευαν πολύ εύκολα και τα όπλα εκείνη την εποχή. Η Λουντμίλα είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά του μεθυσμένου Καναδού, που μπήκε σε λανθασμένα χωράφια, ακριβώς μια εβδομάδα πριν τον θερίσουν κάποιοι εντολοδόχοι πιστολάδες έξω από το ξενοδοχείο του. Ήταν η εποχή του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, ήταν το πείραμα του Φρίντμαν στην κορύφωσή του. Ήταν η εποχή που όλα είχαν μια τιμή σε δολάρια. Ήταν η εποχή που όλα πουλιόνταν κι όλα αγοράζονταν στη Μόσχα και μέσα στη Χιονοθύελλα, η Λουντμίλα, τώρα που για να επιβιώσει είχε γίνει για τους πελάτες της Ελένη, πουλούσε τα νιάτα και την ομορφιά της για 400 δολάρια τη βραδιάκαι χρέωνε 500 αν δεν έβρισκε κάποιον του γούστου της. Δεν είχε παράπονο, δεν κοιμόταν ποτέ μόνη, εκτός αν το επιθυμούσε η ίδια. Το πεντακοσάρικο καθαρό κι αφορολόγητο από τους άσχημους και τους γέρουςλεσέ φερ, λεσέ πασέ… 
    Η Ελένη, είκοσι χρόνια μετά είχε πράσινη κάρτα, το ρωσικό διαβατήριο της ήταν αχρείαστο, αφού είχε χαθεί με την παλιά παρέα και είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω. Ούτε ταξίδευε καθόλου στο εξωτερικό. Που να πάω, έλεγε. Εδώ έρχεται όλος ο κόσμος στην Ελλάδα κι εγώ θα σηκωθώ να φύγω? Είχε μάθει και τα Ελληνικά τόσο καλά που μόνο η ανορθογραφία της και το τακτικό της μπέρδεμα να χρησιμοποιεί το "φι" αντί του "θήτα" στην εκφορά του λόγου της, πρόδιδαν την καταγωγή της.
    Απτόητη, απαντούσε «Ελένη», όταν τη ρωτούσαν τι σημαίνει «Λουντμίλα» που έγραφε η ταυτότητα στη θέση του ονόματος, δίπλα στη φωτογραφία με το όμορφο σλάβικο φεγγαρίσιο της πρόσωπο, με τα τεράστια γαλάζια μάτια που όταν θύμωναν γίνονταν γκρι και τα μακριά ξανθά μαλλιά, τα τραβηγμένα πίσω, σε έναν αυστηρό κότσο, αυστηρότερο κι από το βλέμμα της, έτσι  που την είχε αποθανατίσει ο αυτόματος φωτογράφος.
    Τώρα έβλεπε στην Ελλάδα τα ίδια σημάδια της διάλυσης, όπως τα είχε ζήσει πριν είκοσι χρόνια στη Μόσχα! Εδώ ακόμα είχανε ξύγκι οι άνθρωποι, δεν είχαν βρεθεί ρακένδυτοι όπως οι Ρώσοι τότε που είχανε δει, με την Περεστρόικα και την Διαφάνεια, μαζί και τις οικονομίες τους να γίνονται χαρτιά που δεν άξιζαν ούτε για ταπετσαρίες. Αλλά έβλεπε γύρω της εικόνες σαν déjà-vu της εποχής που προσπαθούσε να επιβιώσει στη Μόσχα. 
    Στα νεαρά κορίτσια που περπατούσαν στους δρόμους της Αθήνας, έβλεπε τον εαυτό της, άπραγη και πεινασμένη, τότε που με μια χάρτινη σοβιετική βαλίτσα στο χέρι έξω, από τoν Μπελαρούσκι Βακζάλ προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα πάρει ταξί ή αν θα περπατήσει τα πολλά χιλιόμετρα μέχρι τη φοιτητική εστία. Τελικά είχε πάρει ταξί που το είχε ακριβοπληρώσει με τα τελευταία της ρούβλια. Εκεί, στη φοιτητική εστία, είχε γνωρίσει  την Αλίνα που την είχε σουλουπώσει όπως-όπως, της είχε δείξει τα κόλπα και την είχε βάλει στη δουλειά, να είναι καλά η κοπέλα όπου βρίσκεται, όπως συνήθιζε να λέει η Ελένη για την Αλίνα, γιατί αλλιώς θα είχε πεθάνει από την πείνα! Έτσι έλεγε και γελούσε δυνατά, χωρίς να ντρέπεται καθόλου για το μακρινό παρελθόν της.  
    Περασμένα ήταν, αλλά ποτέ ξεχασμένα και τα ξανάβλεπε τώρα τα ίδια πράγματα στην ελληνική τους σμίκρυνση.
    Από την εποχή της Μόσχας είχε μαζέψει ένα καλό κομπόδεμα που τη βοήθησε να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα. Ήταν η εποχή που ο Γιέλτσιν είχε χάσει εντελώς τον έλεγχο και περνούσε όλη του τη μέρα μεθυσμένος. Η εποχή των προγραφών και του στρωσίματος του κόκκινου χαλιού για τον επόμενο, τον πραγματικό, όπως αποδείχτηκε από τα πράγματα, Τσάρο. Οι ξένοι θαμώνες στη «Χιονοθύελλα» είχαν γίνει πολύ λιγότεροι και γίνονταν κάθε μέρα και περισσότερο τσιγκούνηδες.
    Αλλά η Ελένη είχε τον νου της και μόλις βρήκε την ευκαιρία να την κοπανίσει, την έκανε με μια μικρή βαλιτσούλα, ίσα-ίσα με μια αλλαξιά ρούχα και τα εσώρουχά της, ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, ένα κουτί με τα χρυσά δώρα από τους εραστές της –κάτι ψιλοπράγματα, δηλαδή, αλλά αρκετές δεσμίδες με εκατοδόλαρα επίσης συμπλήρωναν ασφυχτικά τον χώρο της χειραποσκευής…
    Είχε χαρίσει τη γούνα της στον Αρμένη –έτσι τον έλεγαν πίσω από την πλάτη του τα κορίτσια- και όλα της τα παλτά, τα ταγιέρ, όλα τα ρούχα και τα παπούτσια της δουλειάς στις φιλενάδες της, σ’ ένα πάρτι μόνο για γυναίκες που έγινε στο σπίτι της Ιρίνας, που ήταν λίγο μεγαλύτερο από τα διαμερίσματα των άλλων κοριτσιών και γέλασαν, έκλαψαν αγκαλιάστηκαν, ήπιαν μπόλικη βότκα και φιλήθηκαν στο στόμα όλες μαζί οι φιλενάδες από τη «Χιονοθύελλα». Δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο αποχαιρετιστήριο πάρτι. Ο μόνος άνδρας που παραβρέθηκε εκεί ήταν ο Αρμένης, αλλά αυτός δεν πιανόταν για άνδρας γιατί ήταν τραβεστί. Στα πάρτι τους τα κορίτσια τον έπαιρναν πάντα για παρέα κι αυτός, όχι επειδή αισθανόταν υποχρεωμένος, αλλά, επειδή έτσι του άρεσε, χαριτωμένος μέσα στη δαντελωτή του βραδινή τουαλέτα, εκτελούσε χρέη οινοχόου στα ιδιωτικά αυτά πάρτι, χωρίς να πίνει ποτέ ο ίδιος. Αυτός οδηγούσε μετά τη γιαπωνέζικη σακαράκα του με το ανάποδο, δεξιό τιμόνι κι έκανε διανομή όσες από τις φιλενάδες του είχαν αρκετές δυνάμεις για να σηκωθούν, αντί να μείνουν και να κοιμηθούν στον στενό άβολο καναπέ ή το πάτωμα της Ιρίνας
    Πάντως η Ταμάρα (ο Αρμένης) παρά τη στενοχώρια που θα έχανε τη φιλενάδα της είχε πάρει μεγάλη χαρά με την καινούρια της γούνα, μέσα στην οποία έπλεε αυτοκρατορικά κι αφού μοίρασε στα σπίτια τους τα υπόλοιπα κορίτσια, συνόδευσε τελευταία, την Ελένη  στο δικό της. Όταν την αποχαιρετούσε, φιλώντας την Ελένη για τελευταία φορά στον λαιμό, η Ταμάρα, όπως συνήθιζε να κάνει για να της δείχνει πόσο λείο ήταν το δέρμα της κι ότι πάλι είχε καταφέρει να βάλει σε έλεγχο τα πυκνά κι ατίθασα γένια της, ένα χοντρό δάκρυ κύλησε από το μάτι της στον όμορφο λαιμό της Ελένης. Σφίχτηκαν ακόμα πιο δυνατά μέσα στην ιουλιανή παγωμένη νύχτα. Σε λίγες μέρες η Ελένη θα άπλωνε το πανέμορφο κορμί των εικοσιτριών χρόνων της, κάπου στις μυθικές Κυκλάδες…
    Κάποτε θα σου την διηγηθώ κι αυτήν την ιστορία αλλά τώρα ξεπερνάμε το όριο των λέξεων για τον διαγωνισμό διηγήματος. Ναι! Μέχρι χίλιες πεντακόσιες λέξεις σου λέει ο ελλανοδίκης -κι άμα σου αρέσει. Ποτέ μην ξεπεράσεις το όριο σου λέει και μάλιστα σου απαγορεύεται και δια ροπάλου να το ξεπεράσεις. Εγώ κοντεύω τις χίλιες λέξεις και δεν σου έχω πει ακόμα πόσο με συντάραξε η είδηση, έτσι που έψαχνα για εμπνεύσεις στο αστυνομικό δελτίο, όταν διάβασα για την σαραντάρα που μαχαίρωσε έναν 34χρονο Μαροκινό για οικονομικούς, λέει, λόγους.
    Έχω σοβαρούς λόγους που ανησυχώ. Πρώτα απ’ όλα, θα κατάλαβες ότι για να ξέρω τόσα πολλά για την Ελένη, έχομε φιλία στενή μαζί. Δεύτερον η Ελένη είναι τέτοιος άνθρωπος -και το ξέρω πολύ καλά και πίστεψέ με για να στο λέω- που όταν τα γαλάζια μάτια της πάρουν εκείνο το θυμωμένο γκρι, είναι ικανή ακόμα και να  σε χτυπήσει με ό,τι κρατάει στο χέρι της. Αλλά και με μαχαίρι!? Και για τα λεφτά!? Απίστευτο. Θεούλη μου, δεν μπορώ να το πιστέψω. Το χειρότερο είναι ότι από αυτά που μου είχε εκμυστηρευθεί παλιότερα, είχε κάτι πάρε-δώσε με τον Σαΐντ,  ένα Μαροκινό -ή μήπως ήταν Αλγερινός? Πάντα της άρεσαν οι μικρόσωμοι, να τους ρίχνει ένα κεφάλι, πάντα μαυριδεροί και τριχωτοί οι εραστές της. Έτυχε, λέει, να γνωριστούν μέσα από κάτι εμπορικές συναλλαγές. Η Ελένη έχει φούρνο και φτιάχνει εκτός των άλλων και αραβικές πίτες με μια μηχανή που είχε στήσει σε μια νοικιασμένη αποθήκη μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον φούρνο της, σε έναν σκονισμένο παράδρομο πίσω από την Ιερά οδό, στο ύψος του Βοτανικού. Μου έλεγε γι΄ αυτόν τον τελευταίο εραστή της, ότι ήταν μικρότερος της πέντε-έξι χρόνια, πανέμορφος και ξετρελαμένος μαζί της. Θα ήταν τρελός να μην είναι ξετρελαμένος μαζί σου, κούκλα μου, της είχα πει εγώ -και το εννοούσα…  Αλλά εκείνος, δεν ήταν ΑλγερινόςΉ μήπως ήταν Μαροκινός, δε μπορούσα να θυμηθώ. Ίδιοι μου φαίνονταν εμένα όλοι αυτοί, μαζί κι οι Σενεγαλέζοι και δεν μπορούσα ποτέ να τους ξεχωρίσω.
    Αυτό όμως που με κάνει να με ζώνουν πραγματικά τα φίδια, είναι αυτό που μου είχε πει την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Θα ήταν δεν θα ήταν μήνας, άντε το πολύ πεντ-έξι βδομάδες πριν. Την είχα πάρει εγώ τηλέφωνο, για να τη ρωτήσω κάτι για ένα ποίημα του Βισότσκιν που προσπαθούσα μάταια να μεταφράσω, καλή ώρα όπως  ο άλλος, από τα Ρώσικα στα Ελληνικά. Στην πραγματικότητα, μου έκανε εν τέλει, όπως άλλωστε αναμενόταν, η ίδια τη μετάφραση, εξηγώντας μου πράγματα που δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ κι εγώ σημείωνα πυρετωδώς στο μυαλό μου όλες αυτές τις καταπληκτικές λεπτομέρειες, συγχρόνως ξαπλωμένος ήσυχος στον καναπέ μέσα στο άσπρο μπουρνούζι μου, ήσυχος που ηχογραφούσα τη συνομιλία μας, για να αλλάξω αργότερα τις λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει η Ελένη στη μετάφραση και με τις πλούσιες υποσημειώσεις από τις εξηγήσεις της, να προσποιηθώ στον κύκλο μου ότι ήταν δική μου η μετάφραση∙ αν και στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να μεταφραστεί αυτός ο άνθρωπος, χάνεται όλη η ομορφιά της ποίησής του, σε γλώσσα άλλη από τα ρώσικα και το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές είναι από πενιχρό μέχρι απογοητευτικό. 
    Τώρα άκουγα ξανά και ξανά το δεύτερο αυτό μέρος της καταγεγραμμένης συνομιλίας που δεν το είχα ξανακούσει ποτέ πριν, αν και θυμόμουν εκείνην τη συνομιλία αρκετά καλά. Μετά που είχαμε τελειώσει τα θέματα με τον Βισότσκιν, εγώ ακούγοντας χαλαρωμένος τα δικά της νέα, σιγοπίνοντας το τσάι μου, ενισχυμένο με μια γενναία δόση από φτηνό μπράντυ, έτσι λίγο αλλοπαρμένος όπως ήμουν με τα "Ιδιότροπα 'Άλογα" του ποιητή, είχα ξεχάσει να σταματήσω την ηχογράφηση.
    "Είναι το όνειρο κουμπάρε, κατάλαβες? Το ίδιο όνειρο κάθε νύχτα, μόλις κλείσω τα μάτια μου, κουμπάρε!". Με έλεγε κουμπάρο, επειδή είχαμε γνωριστεί βαφτίζοντας μαζί το παιδί κοινών φίλων κι έκτοτε είχαμε γίνει φίλοι.
    "Αυτό το ίδιο όνειρο έρχεται κάθε βράδυ και το θυμάμαι πολύ καλά το πρωί γιατί είμαι σίγουρη ότι το έβλεπα όλο το βράδυ το ίδιο όνειρο να επαναλαμβάνεται. Είμαι εκεί στο ακρογιάλι κι η νύχτα είναι παράδοξα σκοτεινή, έτσι με το φεγγάρι στη χάση του. Νοιώθω το νερό να γλύφει τα ξυπόλυτα πόδια μου μέσα από τις μεταξωτές κάλτσες που καλύπτουν τα πόδια μου, συγκρατημένες από τις καλτσοδέτες, το κύμα μου βρέχει τους αστραγάλους, το νοιώθω, αλλά δεν μπορώ να ακούσω τον φλοίσβο του, καταλαβαίνεις?" Είχε τονίσει την λέξη  «φλοίσβος», για να μου υπενθυμίσει, ίσως, ότι ήταν μια λέξη που της την είχα μάθει εγώ, ένα βράδυ καλοκαιρινό, πολύ παλιά. "Είμαι στο ακρογιάλι κι ένα φως που έρχεται από το πουθενά μου φωτίζει την δεξιά πλευρά του προσώπου μου και δεν με αφήνει να δω τίποτα! Το ένα μου μάτι τυφλωμένο από το φως και το άλλο τυφλωμένο από το σκοτάδι. Εγώ δεν βλέπω τίποτα. Το φαντάζεσαι? Δεν ακούω τίποτα και αυτό δεν τελειώνει! Δεν τελειώνει παρά μόνο όταν ξυπνήσω. Κασμάρ. Εφιάλτης κακός! Κακό σημάδι…"
    Ακούω ξανά την στενοχωρημένη φωνή από την ηχογράφηση. Κακό σημάδι, κακό σημάδι, ακούγεται να επαναλαμβάνει ανήσυχη, η φωνή της Ελένης από τα ηχεία του υπολογιστή.
    Δεν ήμουν ποτέ προληπτικός, αλλά η αλήθεια πρέπει να λέγεται: ήταν εκείνη που με είχε πείσει με την αποτελεσματικότητα των προβλέψεών της. Αν και δηλώνω φανατικός ορθολογιστής, στην περίπτωση της Ελένης είχα πειστεί  ότι πράγματι είχε κάτι πάνω της, μέσα της, δεν μπορούσα να πω τι. Κάτι  σαν τρίτο μάτι και προαισθανόταν τα καλά και τα κακά μελλούμενα. Το μόνο που δεν ήξερε να πει, ήταν αν αυτά τα μελλούμενα ήταν γραμμένα για την ίδια ή για κάποιο άλλο κοντινό κι αγαπητό της πρόσωπο. Για την οικογένεια της δεν ξέρω. Όταν μια φορά την είχα ρωτήσει, μου είχε πει ότι δεν είχε οικογένεια, αλλά από την απάντηση κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό κι εκεί είχε μείνει το θέμα.
    Αλλά τώρα, εγώ ανησυχώ. Το τηλέφωνο στο σπίτι της δεν απαντάει, πράγμα όχι ιδιαίτερα ασυνήθιστο και το κινητό της είναι –κατά τακτική συνήθεια κι αυτό, εκτός λειτουργίας. Φταίει και η κάλυψη της περιοχής. Εγώ όμως δεν μπορώ να μην ανησυχώ, παρόλο  που είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο Σαΐντ είναι Αλγερινός… Ή μήπως είναι Μαροκινός?