HuffPost Greece
Ο Πρώτος
Πόλεμος της Ινδοκίνας, όπως χαρακτηρίζεται η αναμέτρηση μεταξύ της
Γαλλικής Ένωσης και των κομμουνιστών ανταρτών Βιετμίνχ, διήρκεσε από το 1946 μέχρι το 1954. Στο πλαίσιό του, οι γαλλικές αποικιακές εκστρατευτικές δυνάμεις της
Άπω Ανατολής και ο εθνικός στρατός του
Βιετνάμ, του αυτοκράτορα Μπάο Ντάι,
ήρθαν σε σύγκρουση με τους Βιετμίνχ
του Χο Τσι Μινχ και τον Λαϊκό Στρατό του Βιετνάμ του στρατηγού Βο Νγκουγιέν Γκιαπ. Οι περισσότερες
συγκρούσεις έλαβαν χώρα στο Τονκίν του
βορείου Βιετνάμ, αν και επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και στο Λάος και
την Καμπότζη.
Τα πρώτα χρόνια του πολέμου περιλάμβαναν
κυρίως αντάρτικο κατά των γαλλικών δυνάμεων σε αγροτικές περιοχές, ωστόσο κατά
το 1949 εξελίχθηκε σε μια συμβατική
σύγκρουση ανάμεσα σε δύο δυνάμεις που υποστηρίζονταν από τη Δύση και την ΕΣΣΔ
αντίστοιχα, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Οι γαλλικές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν κυρίως αποικιακά στρατεύματα (δηλαδή από
Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λάος, Καμπότζη, Βιετνάμ, Λεγεώνα των Ξένων),
για να μπορέσει η κυβέρνηση να αποφύγει τις μεγάλες αντιδράσεις στη Γαλλία- δεν
είναι τυχαίο το ότι πολλοί στη χώρα έκαναν λόγο για έναν «βρώμικο πόλεμο»- la sale guerre-
όπως θα ονομαζόταν άλλωστε και στις ΗΠΑ και ο Δεύτερος
Πόλεμος της Ινδοκίνας, ο γνωστός πόλεμος
του Βιετνάμ.
Από ένα σημείο και μετά, η γαλλική
στρατηγική είχε στο επίκεντρό της τον «εξαναγκασμό» των Βιετμίνχ να επιτεθούν
εναντίον μιας καλά προστατευμένης, οχυρωμένης θέσης, όπου και οι δυνάμεις της
Γαλλικής Ένωσης μπορούσαν να αξιοποιήσουν καλύτερα τα ανώτερα μέσα τους. Η
τακτική αυτή απέδωσε στη μάχη του Να Σαν,
στα τέλη του 1952, με ευρεία χρήση
αερομεταφερόμενων δυνάμεων και αεροπορικής στήριξης, με βαριές απώλειες για τις
δυνάμεις του Γκιάπ.
Μια επανάληψη του επιτυχούς εγχειρήματος
επιχειρήθηκε και το 1954, με στόχο την
καταστροφή των δυνάμεων των Βιετμίνχ, που θα είχαν εκτεθεί για να επιτεθούν, σε
μια μεγάλη σύγκρουση. Το Ντιεν Μπιεν Φου
βρισκόταν βαθιά στους λόφους του βορειοδυτικού Βιετνάμ, και ο έλεγχός του από
τις γαλλικές αποικιακές δυνάμεις απέκοπτε τις γραμμές ανεφοδιασμού των
Βιετμίνχ. Όπως και στο Να Σαν, δημιουργήθηκε μια οχυρωμένη θέση - «σκαντζόχοιρος», η οποία ανεφοδιαζόταν
μόνο από αέρος. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι Βιετμίνχ θα αναγκάζονταν να επιτεθούν
σε μια ευρεία επιχείρηση, και το γαλλικό πυροβολικό, τα τεθωρακισμένα και η
αεροπορία θα τους κατέστρεφαν. Ωστόσο, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά: Στο Να Σαν οι γαλλικές δυνάμεις είχαν το
πλεονέκτημα του υψηλότερου εδάφους, με μεγάλη υπεροχή σε πυροβολικό, ενώ στο Ντιεν Μπιεν Φου συνέβαινε το αντίθετο (ο Γκιαπ το χαρακτήρισε ως «μπωλ με ρύζι», με τις γαλλικές δυνάμεις στον πάτο),
ενώ το πυροβολικό των Βιετμίνχ ήταν πολύ ισχυρότερο από ό,τι πίστευαν οι
Γάλλοι.
Επίσης, αυτή τη φορά ο Γκιαπ δεν παρασύρθηκε σε κατά μέτωπο επίθεση,
προτιμώντας να περάσει μήνες τοποθετώντας σε θέσεις το πυροβολικό και τα
αντιαεροπορικά του πριν κάνει την κίνησή του. Μάλιστα, η συγκέντρωση του
αντιαεροπορικού πυρός ήταν τέτοια, που ο ανεφοδιασμός από αέρος δεν ήταν
δυνατός, με αποτέλεσμα το οχυρό να αποκοπεί – με αποτέλεσμα την τελική ήττα.
Η μάχη
Οι πρώτες κινήσεις στη μάχη που έκρινε τη
μοίρα της Γαλλικής Ινδοκίνας είχαν αρχίσει από τον Νοέμβριο
του 1953. Η «Επιχείρηση
Κάστωρ» άρχισε στις 20 Νοεμβρίου
κατόπιν εντολής του στρατηγού Ανρί Ναβάρ,
ο οποίος επεδίωκε να βοηθήσει τους συμμάχους του στο Λάι Τσάου, το οποίο είχαν απειλήσει οι Βιετμίνχ (με παρότρυνση
της Κίνας). Αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην κοιλάδα του Ντιεν Μπιεν Φου, που μετετράπη σε οχυρωμένη
θέση, με οκτώ σημεία άμυνας γύρω από ένα αεροδρόμιο. Συνολικά, οι γαλλικές
δυνάμεις υπολογίζεται πως έφτασαν να ανέρχονται σε περίπου 14.000 άνδρες.
Ωστόσο, οι Βιετμίνχ δεν βιάστηκαν, και
άφησαν να περάσουν μήνες παίρνοντας θέσεις, τοποθετώντας το πυροβολικό σε καλά
προστατευμένα και παραλλαγμένα σημεία (και μάλιστα τοποθετώντας και πολλά ομοιώματα)
και συγκεντρώνοντας πάνω από 50.000 άνδρες (μαζί με το προσωπικό υποστήριξης, θεωρείται πως ήταν γύρω
στις 65.000).
Η γαλλική διοίκηση ήταν σίγουρη για την
άμυνα και την ασφάλεια της τοποθεσίας- ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, τα πράγματα
ήταν διαφορετικά: Στις 13 Μαρτίου, ο Γκιαπ εξαπέλυσε, με συνοδεία σφοδρότατου
βομβαρδισμού πυροβολικού, που αιφνιδίασε τις γαλλικές δυνάμεις, επίθεση
εναντίον της οχυρωμένης θέσης Beatrice,
που έπεσε εντός ωρών, με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Γαλλικές
προσπάθειες ανακατάληψης απέτυχαν, τονώνοντας το ηθικό των Βιετμίνχ.
Ακολούθησαν επιθέσεις εναντίον των οχυρών θέσεων Gabrielle και Anne-Marie μέσα στις δύο επόμενες ημέρες, κάτι που είχε
αποτέλεσμα οι γαλλικές δυνάμεις να χάσουν τον έλεγχο του αεροδρομίου, με
δραματικές συνέπειες για τον ανεφοδιασμό τους, ενώ χάθηκε επίσης η δυνατότητα
απομάκρυνσης των τραυματιών. Ο συνεχής βομβαρδισμός από το πυροβολικό, η
έλλειψη αεροπορικής στήριξης και οι μουσώνες που μετέτρεψαν το έδαφος σε λάσπη,
πέρα από τις απώλειες και τα προβλήματα, προκαλούσαν επίσης μεγάλη φθορά ηθικού
και λιποταξίες, με τους «Αρουραίους του Ναμ
Γιουμ» να καταφεύγουν σε σπηλιές κατά μήκος του ποταμού Ναμ Γιουμ. Η
πολιορκία συνεχίστηκε, με άγριες μάχες μεταξύ των Βιετμίνχ και των γαλλικών
δυνάμεων (υπό
τη διοίκηση του Κριστιάν ντε Καστρί και του Πιερ Λανγκλέ), που εξακολουθούσαν να προβάλλουν σκληρή αντίσταση-
ειδικά οι αλεξιπτωτιστές και οι λεγεωνάριοι. Σκληρότατες μάχες δόθηκαν στα
σημεία Dominique 1,2 και 3, με το γαλλικό πυροβολικό και τα λίγα
τεθωρακισμένα να αποδεικνύονται κρίσιμα στην άμυνα, προκαλώντας βαριές απώλειες
στους Βιετμίνχ. Ιδιαίτερα σκληρές ήταν οι μάχες στη ζώνη άμυνας Eliane, με τις γαλλικές
δυνάμεις να αντέχουν, παρά τον άτακτο ανεφοδιασμό από αέρος, κυρίως νύχτα και
με μεμονωμένα αεροπλάνα. Οι ενισχύσεις που κατέφθαναν ήταν λίγες, αλλά όχι
αρκετές για να αναπληρώσουν τις απώλειες.
Στις 6 Απριλίου
η κατάσταση στο στρατόπεδο των Βιετμίνχ επίσης δεν ήταν καλή, και άρχισαν να
γίνονται συζητήσεις περί απόσυρσης, οπότε η
κινεζική πλευρά, που επιθυμούσε μια μεγάλη νίκη για να αξιοποιηθεί στις
διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, παρείχε επιπλέον στήριξη, με αποστολή ενισχύσεων,
πυροβολικού (ειδικά εκτοξευτών ρουκετών «Katyusha») και μηχανικών που εκπαίδευσαν τους Βιετμίνχ σε τακτικές πολιορκίας.
Όταν οι δυνάμεις του Γκιαπ πέρασαν ξανά
στην επίθεση, οι
τακτικές τους ήταν πιο προσεκτικές, χωρίς επιθέσεις «ανθρωπίνων κυμάτων». Στην
ουσία ακολούθησε ένας πόλεμος χαρακωμάτων. Οι γαλλικές δυνάμεις έχαναν σταδιακά
έδαφος, μέχρι τις μεγάλες επιθέσεις οι οποίες ξεκίνησαν τη νύχτα της 1ης Μαΐου. Στις 7 Μαΐου
ο Γκιαπ διέταξε γενική επίθεση εναντίον των γαλλικών δυνάμεων που
είχαν απομείνει, από 25.000 Βιετμίνχ εναντίον λιγότερων από 3.000 αμυνομένων.
Μέχρι το βράδυ κάθε αντίσταση είχε λήξει. Λίγοι (από τη θέση Isabelle)
κατάφεραν να διαφύγουν στο Λάος. Σε καταμέτρηση της 8η Μαΐου, οι Βιετμίνχ
κατέγραψαν συνολικά 11.721 αιχμαλώτους.
Οι αντιδράσεις στη Γαλλία ήταν τρομερές,
λόγω των μεγάλων απωλειών, ενώ η διαπραγματευτική ισχύς της Γαλλίας για το
μέλλον της Ινδοκίνας είχε μειωθεί δραστικά. Η συνδιάσκεψη της Γενεύης άρχισε στις 8
Μαΐου, μια ημέρα μετά την παράδοση των τελευταίων υπερασπιστών. Ο
πρωθυπουργός Πιερ Μεντές υπέγραψε τη συμφωνία τον Ιούλιο, δίνοντας επί της
ουσίας τέλος στη γαλλική παρουσία στην Ινδοκίνα. Το κενό που
προέκυψε έσπευσαν να καλύψουν οι ΗΠΑ, αυξάνοντας τη στήριξη προς το Νότιο
Βιετνάμ και μπαίνοντας σε μια πορεία που οδήγησε στην εμπλοκή τους στον πόλεμο
του Βιετνάμ.