του Κώστα Μπλιάτκα δημοσιογράφου
Μπήκε στην “τρίτη ηλικία”
το Καυταντζόγλειο και μας γέρασε κι
εμάς. Ευτυχώς μας γέρασε επιτυχώς. Με τη σκαμπαρδώνειο, ας πούμε, έννοια (Ηρακλής και ο Γιώργος παρεμπιπτόντως). Είναι από μέρη όπου τα βήματα σε πάνε από μόνα τους.
Πώς να ξεχάσεις αυτήν την υπέροχη ανηφόρα
από την Καυταντζόγλου και μετά στο
χωματόδρομο; (Η
Γ’ Σεπτεμβρίου δεν υπήρχε). Κι όταν τώρα οδηγείς τη νύχτα και
βλέπεις το σκοτεινό όγκο του, νιώθεις ασυναίσθητα την αγωνία του ματς κι ας μην
υπάρχει ψυχή εκεί τέτοια ώρα. Ακούς τον παλμό του πλήθους κι ας επικρατεί άκρα
σιωπή. Μέχρι και από τα μεγάφωνα… ακούς τους ύμνους και τα παλιά τραγούδια του Ηρακλέους του Σαλονικιού.
Ακούς και τις συζητήσεις για τη βολίδα του Ζαφειρίδη στο όγδοο λεπτό για το 1-0 επί του Παναθηναϊκού το 1970 μπροστά σε 45.000 κόσμο, τα ενθουσιώδη “ωωωω” του κόσμου για τη μυθική ντρίπλα του Βάσια στον ατυχή αμυντικό της ΑΕΚ Στυλιανόπουλο αλλά και τα “ααααχ” για εκείνη τη χαμένη ευκαιρία του Μιτόσεβτς μετά το μαγικό τακουνάκι του “Νουρέγιεφ”. Νιώθεις το μεταπολιτευτικό παλμό
της κερκίδας στη συναυλία του Μίκη το καλοκαίρι του 1975, αλλά και εκείνη τη χαρά, την ανάμικτη με
αγωνία, για τους Βαλκανικούς Αγώνες του 1978, που
κατάφερε να διοργανώσει η νεκρή από τους σεισμούς πόλη, δείχνοντας ότι έχει και
πάλι σφυγμό.
Το Εθνικό
Καυταντζόγλειο Στάδιο, σύμβολο από τα πιο σπουδαία της Θεσσαλονίκης, συμπληρώνει φέτος 55
χρόνια λειτουργίας, αφού εγκαινιάστηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1960.
Χτίστηκε με δωρεά του ιδρύματος Λυσιμάχου Καυταντζόγλου και την εποχή που τέθηκε σε λειτουργία ήταν
το πιο πλήρες και σύγχρονο στάδιο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ μέχρι το 1982, όταν και εγκαινιάστηκε το ΟΑΚΑ, ήταν το πιο μεγάλο σε χωρητικότητα στάδιο της Ελλάδας…
Αν και στο ποδοσφαιρικό κοινό είναι
ευρύτερα γνωστό ως έδρα του Ηρακλή, ανήκει στη Γενική
Γραμματεία Αθλητισμού. Στους χώρους του φιλοξενούνται τα πολλά αθλητικά
σωματεία της Θεσσαλονίκης για αγώνες και προπονήσεις.
Το Καυταντζόγλειο
καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις των παλιών Θεσσαλονικέων, αφού εκεί
έγιναν σπουδαία αθλητικά, σχολικά και πολιτιστικά γεγονότα, ενώ για τους
νεότερους είναι σημαντικό κομμάτι ενός ευρύτερου πολιτιστικού, αθλητικού,
επιχειρηματικού και εκπαιδευτικού πλέγματος: Στην ίδια περιοχή λειτουργούν τα
δύο μεγάλα πανεπιστήμια (ΑΠΘ και Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), τα κλειστά
γήπεδα Κατσάνειο και Ιβανώφειο,
το Τελλόγλειο Ίδρυμα, το Μουσείο
Αθλητισμού και βέβαια η Διεθνής Έκθεση
Θεσσαλονίκης.
Στο Καυταντζόγλειο
έγιναν τελετές έναρξης και λήξης μεγάλων διοργανώσεων, αμέτρητες γυμναστικές
επιδείξεις και σημαντικές συναυλίες από κορυφαίους έλληνες και ξένους
δημιουργούς.
Αξέχαστοι θα μείνουν οι αγώνες Μίλαν-Λιντς Γιουνάιτεντ 1-0
(Τελικός
Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης 1973), καθώς και Ελλάδα-Ελβετία 4-1 (προκριματικός
για το Μουντιάλ, 1969), κατά τον οποίο σημειώθηκε ρεκόρ προσέλευσης,
αφού κόπηκαν 47.458 εισιτήρια!
Το 1985
έπαιζε ακόμη ο Βασίλης
Χατζηπαναγής. Συμπλήρωνε ήδη δεκαετία στον Ηρακλή και είχε αλλάξει τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη τον τρόπο
με τον οποίο ο κόσμος έβλεπε μπάλα. Μαζευόταν στο Καυτανζόγλειο
και φίλαθλοι των άλλων ομάδων, για να τον απολαύσουν. Αυτό συνέβαινε και αλλού.
Με ευχάριστη έκπληξη μία Κυριακή στα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι διοικούντες
τον Εθνικό Πειραιώς, που συνήθως είχαν με το ζόρι 5.000 φιλάθλους στο
Καραϊσκάκη -συν
τον “Εθνικάρα” Μαντζουράνη βέβαια- είδαν
να κόβονται γύρω στα 20.000 εισιτήρια. Τι είχε συμβεί; Ο Εθνικός
έπαιζε με τον Ηρακλή και μαζί με τους
Εθνικούς πήγαν στο γήπεδο και Ολυμπιακοί και άλλοι, για να δουν Χατζηπαναγή. Τέτοια πράγματα.
Μέχρι τότε οι αρειανοί πήγαιναν στου Χαριλάου για την ομάδα τους, οι φίλαθλοι
του ΠΑΟΚ στην Τούμπα, οι Ηρακλειδείς στο Καυτανζόγλειο
και μόνον στα ντέρμπι υπήρχε κοινή παρουσία (τώρα δεν έχουμε ούτε αυτήν).
Πιο πολύ όμως και από αυτά που θυμάμαι και
γράφω συχνά για τις ημέρες του Καυταντζογλείου
μού αρέσει ένα συναρπαστικό κείμενο του Σπύρου Βούγια με τίτλο “Ο Ηρακλής δεν είναι πια μπανάλ” (Βιβλίο “Άδειες
κερκίδες”, Ποιήματα και Πεζά). Ιδού ένα απόσπασμα, που
δικαιολογεί, νομίζω, να γράψω σήμερα αυτό το κείμενο:
“Στα μπαρ λοιπόν της πόλης, όπως έμπαινε η
τρομερή δεκαετία του ’80, στριμώχτηκαν τελικά τα κάθε είδους πρώην και
μελλούμενα. Εκεί μέσα στους καπνούς και τις φωνές ξεχνούν τους πρωινούς
συμβιβασμούς, το μεσημεριάτικο λήθαργο, την απογευματινή μελαγχολία, τη βραδινή
αναστάτωση. Κι η φυγόπονη Θεσσαλονίκη, πόλη οριστική και τελεσίδικη, απορροφά
τους νυχτερινούς σπασμούς στο σκοτεινό βρόμικο κόλπο της. Σε αυτό το κόλπο
όλοι, βουτηγμένοι ως το λαιμό: γκρίζο πανεπιστήμιο, ξεχασμένη Πάνω Πόλη, θολό
λιμάνι, άρρωστο κέντρο. Στριφογυρνάς σαν σβούρα και δεν σ’ αρέσει πουθενά:
αποπνικτικό το De Facto, ανόητος ο Μανδραγόρας, βαρετό το Φλου, άσχημο το Τάιμ
Άουτ, ξεπερασμένο το Μπανάλ του Ηρακλή. Μόνον ο ΗΡΑΚΛΗΣ, που δεν
είναι πια μπανάλ, προσφέρει τέλος πάντων κάποιο θέαμα σε συνδυασμό με
κυριακάτικη λιακάδα στο άδειο Καυταντζόγλειο,
θύρα 4 από τη μεριά της πόλης”.