Λάζαρος – Κίμων Μπερβερίδης
Οικογενειάρχης κάβουρας
πιάστηκε στα δίχτια
και έτρεξε η καβουρίνα, για να
δει την συμφορά
ήρθαν και κοχίλια και οι
αχιβάδες μεσ΄ στην νύχτα
και όλοι απορούσαν για τα ερωτικά
σκιρτήματα
και τις απομακρύσεις
πούκανε,μες στα θολά νερά.
Άπλωσε την δαγκάνα της, με
μιας, η καβουρίνα
το πιστό της ταίρι να του
συμπαρασταθεί
ήρθαν ο λούτσος, ο σαργός και η
αθερίνα
στην σύναξη να μπούνε, την λύπη
να εκφράσουν
στου κάβουρα του πιασμένου,να
σκεφθούν την απειλή.
Απαρηγόρητος ο καημένος ανέμενε
την στιγμή
από τα δύχτια να ξεφύγει, πριν
έρθει το μοιραίο
χέλια πολλά γλιστρούν και σπάνε
με ορμή
και κεφαλάδες οι γνωστοί, της
καβουρίνας φίλοι
του κάβουρα την
απειλή,ελεύθερος, απρόσμενο, τυχαίο.
Στην αγκαλιά της καβουρίνας
πετάχτηκε με μιας
και εκείνη απομακρύνθηκε καθόλα
νευριασμένη
για τις απιστίες του
τραυματισμένη ψυχικά
του έκανε μούτρα, μα εκείνος
από πίσω πεισματικά
καυγάδες και φωνές, και
συμφιλίωση με το χτένι.
Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, η
καβουρίνα με τα αυγά
τον συντροφό της ήθελε, τα
καβουράκια να φροντίσουν
αυτός όμως ανοιχτομάτης
πούτανε, δεν άλλαξε μυαλά
τις θηλυκές συνέχιζε, στα θολά
νερά, να κυνηγά
κοντά σε φωλιές, να παίζει με
αυτές, που τον σκανδαλίζουν.