Έναυσμα από τον Γιάννη Κόντη
Υπάρχουν κάποιες λέξεις και φράσεις, που, για
κάποιον λόγο, τις λέμε λάθος. Παρ' ότι το άρθρο δεν είναι οδηγός γραμματικής σε
καμμία περίπτωση, σκέφτηκα να δούμε ποιές, από αυτές, χρησιμοποιούμε στην
καθημερινότητά μας και πώς λέγονται και γράφονται σωστά:
«Χαίρετε!»
Είναι ευχή. Δηλαδή να χαίρεστε! Γράφεται με έψιλον και όχι «χαίρεται» (ό,τι θυμάται....).
«Κύριε/κυρία/Δεσποινίς»
Προσφωνούμε, πάντα, κύριο και κυρία κάποιον, που δεν γνωρίζουμε και τον ζητάμε, πάντα, σαν κύριο ή κυρία, στο τηλέφωνο σε τρίτους ακόμα κι αν είναι κολλητός μας και παίζουμε μαζί σφαλιάρες. Το «δώσε μου τον Μανώλη λιγάκι», όταν τηλεφωνούμε στην δουλειά του, δεν δείχνει οικειότητα, αλλά αγένεια.
Επίσης, δεσποινίδες λέμε, μόνο, τα κορίτσια, από 16 χρονών και κάτω. Όχι για τον λόγο που βάζει το βρώμικο μυαλό σας, αλλά επειδή, από 17 χρονών και πάνω, όλες οι γυναίκες αποκαλούνται (και είναι) κυρίες.
Αντιθέτως, δεν αποκαλούμε, ποτέ, "κύριο" τον εαυτό μας!
Λέμε: «Είμαι ο Γιώργος Νταλάρας» και όχι «είμαι ο κύριος Νταλάρας» (γιατί όλο και κάποιος θα βρεθεί να μας πει: «Δε μας χ....., ρε Νταλάρα»).
Τέλος, ουδέποτε αποκαλούμε "κύριο" κάποιον που έχει φύγει από τη ζωή, διότι έχει πάψει να είναι κύριος του εαυτού του.
«Με γειά!»
Ευχή. Δύο λέξεις. "Με υγεία", δηλαδή. Το...."μεγιά", δεν ξέρω καν τι μπορεί να είναι...
«Χαίρετε!»
Είναι ευχή. Δηλαδή να χαίρεστε! Γράφεται με έψιλον και όχι «χαίρεται» (ό,τι θυμάται....).
«Κύριε/κυρία/Δεσποινίς»
Προσφωνούμε, πάντα, κύριο και κυρία κάποιον, που δεν γνωρίζουμε και τον ζητάμε, πάντα, σαν κύριο ή κυρία, στο τηλέφωνο σε τρίτους ακόμα κι αν είναι κολλητός μας και παίζουμε μαζί σφαλιάρες. Το «δώσε μου τον Μανώλη λιγάκι», όταν τηλεφωνούμε στην δουλειά του, δεν δείχνει οικειότητα, αλλά αγένεια.
Επίσης, δεσποινίδες λέμε, μόνο, τα κορίτσια, από 16 χρονών και κάτω. Όχι για τον λόγο που βάζει το βρώμικο μυαλό σας, αλλά επειδή, από 17 χρονών και πάνω, όλες οι γυναίκες αποκαλούνται (και είναι) κυρίες.
Αντιθέτως, δεν αποκαλούμε, ποτέ, "κύριο" τον εαυτό μας!
Λέμε: «Είμαι ο Γιώργος Νταλάρας» και όχι «είμαι ο κύριος Νταλάρας» (γιατί όλο και κάποιος θα βρεθεί να μας πει: «Δε μας χ....., ρε Νταλάρα»).
Τέλος, ουδέποτε αποκαλούμε "κύριο" κάποιον που έχει φύγει από τη ζωή, διότι έχει πάψει να είναι κύριος του εαυτού του.
«Με γειά!»
Ευχή. Δύο λέξεις. "Με υγεία", δηλαδή. Το...."μεγιά", δεν ξέρω καν τι μπορεί να είναι...
«Εξ απαλών ονύχων»
Το χρησιμοποιούμε, λανθασμένα, όταν θέλουμε να πούμε, ότι κάτι έγινε ή το γνωρίζουμε πολύ επιδερμικά, ξώφαλτσα. Όμως, σημαίνει, ακριβώς, το αντίθετο!
Σημαίνει: «από τότε, που ήμουν μωρό και τα νύχια μου ήταν μαλακά, απαλά», δηλαδή, από πάντα, και δείχνει την εξοικείωση με κάτι.
Είναι συνώνυμο του "παιδιόθεν" (από παιδί). Αν σας ζορίζει να το θυμάστε, αντικαταστήστε το, με το «Σε τα μας, τώρα;» Και μια και είπαμε «παιδιόθεν»:
«-θεν»
Όλα αυτά τα επιρρήματα, με κατάληξη «θεν», λέγονται σκέτα! Το «θεν» δείχνει κατεύθυνση και σημαίνει "από". ΄Ετσι, είναι πλεονασμός να ξαναβάζουμε το "από".
Δεν λέμε, δηλαδή, "από ανέκαθεν", αλλά, απλά, "ανέκαθεν". Ομοίως, λέμε «έμπροσθεν», «όπισθεν», «άνωθεν», «κάτωθεν», «έξωθεν», «δεξιόθεν», «εκατέρωθεν», «πόθεν», «μακρόθεν», αλλά, προσοχή, δεν υπάρχει.... κοντόθεν! Εκεί, αν δεν θέλουμε να πούμε «από κοντά», μπορούμε να κοτσάρουμε το «εκ του σύνεγγυς». Επισημότητες!
Το χρησιμοποιούμε, λανθασμένα, όταν θέλουμε να πούμε, ότι κάτι έγινε ή το γνωρίζουμε πολύ επιδερμικά, ξώφαλτσα. Όμως, σημαίνει, ακριβώς, το αντίθετο!
Σημαίνει: «από τότε, που ήμουν μωρό και τα νύχια μου ήταν μαλακά, απαλά», δηλαδή, από πάντα, και δείχνει την εξοικείωση με κάτι.
Είναι συνώνυμο του "παιδιόθεν" (από παιδί). Αν σας ζορίζει να το θυμάστε, αντικαταστήστε το, με το «Σε τα μας, τώρα;» Και μια και είπαμε «παιδιόθεν»:
«-θεν»
Όλα αυτά τα επιρρήματα, με κατάληξη «θεν», λέγονται σκέτα! Το «θεν» δείχνει κατεύθυνση και σημαίνει "από". ΄Ετσι, είναι πλεονασμός να ξαναβάζουμε το "από".
Δεν λέμε, δηλαδή, "από ανέκαθεν", αλλά, απλά, "ανέκαθεν". Ομοίως, λέμε «έμπροσθεν», «όπισθεν», «άνωθεν», «κάτωθεν», «έξωθεν», «δεξιόθεν», «εκατέρωθεν», «πόθεν», «μακρόθεν», αλλά, προσοχή, δεν υπάρχει.... κοντόθεν! Εκεί, αν δεν θέλουμε να πούμε «από κοντά», μπορούμε να κοτσάρουμε το «εκ του σύνεγγυς». Επισημότητες!
«Ελαφρά τη καρδία»
Δηλαδή, με ανάλαφρη καρδιά, άνετα, χωρίς να το πολυσκεφθώ (το "τη καρδία" είναι στην δοτική). Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ. (Μπορείτε να το χρησιμοποιείτε εκεί, όπου θα βάζατε, λανθασμένα, το «εξ απαλών ονύχων!»).
Δηλαδή, με ανάλαφρη καρδιά, άνετα, χωρίς να το πολυσκεφθώ (το "τη καρδία" είναι στην δοτική). Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ. (Μπορείτε να το χρησιμοποιείτε εκεί, όπου θα βάζατε, λανθασμένα, το «εξ απαλών ονύχων!»).
«Αβρόχοις ποσί»
Χωρίς να βρέξω τα πόδια μου. Ο λαός μας λέει «αν δε βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως», που σημαίνει, ότι πρέπει να εμβαθύνεις σε μια δουλειά, για να έχεις αποτέλεσμα και όχι να την κάνεις επιδερμικά. Σημαίνει και την ευκολία (την έλλειψη κόπου), με την οποία φέραμε εις πέρας κάποιες προσπάθειές μας....
«Άνοιξε τον Ασκό του Αιόλου»
Το ακούμε, συχνά λανθασμένα, από τους τηλεπαρουσιαστές, οι οποίοι λένε: "τους ασκούς τους Αιόλου". Ο ασκός του Αιόλου, όμως, σύμφωνα με τη Μυθολογία, ήταν ΕΝΑ σακκούλι, από δέρμα ζώου, στο οποίο ο Αίολος, ο θεός των ανέμων, είχε φυλακίσει όλους τους αέρηδες. Συνεπώς, είναι λάθος να λέμε: «άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου», διότι ήταν ΕΝΑΣ, μόνον, ασκός, όπως, άλλωστε, ήταν ένα και το κουτί της Πανδώρας. Χρησιμοποιούμε την συγκεκριμένη έκφαση, αναφερόμενοι σε πράξεις, με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
«Υπέρ το δέον»
Και όχι "υπέρ του δέοντος", που είναι λάθος! Είναι "το δέον" (αυτό, που πρέπει να γίνει) και κάνουμε κάτι, παραπάνω κι από αυτό, δηλαδή, το υπερβαίνουμε.
Το "υπέρ του δέοντος" σημαίνει, πως έχουμε λάβει θέση υπέρ του, ότι το υπερασπιζόμαστε, αλλά όχι ότι το υπερβαίνουμε.
Χωρίς να βρέξω τα πόδια μου. Ο λαός μας λέει «αν δε βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως», που σημαίνει, ότι πρέπει να εμβαθύνεις σε μια δουλειά, για να έχεις αποτέλεσμα και όχι να την κάνεις επιδερμικά. Σημαίνει και την ευκολία (την έλλειψη κόπου), με την οποία φέραμε εις πέρας κάποιες προσπάθειές μας....
«Άνοιξε τον Ασκό του Αιόλου»
Το ακούμε, συχνά λανθασμένα, από τους τηλεπαρουσιαστές, οι οποίοι λένε: "τους ασκούς τους Αιόλου". Ο ασκός του Αιόλου, όμως, σύμφωνα με τη Μυθολογία, ήταν ΕΝΑ σακκούλι, από δέρμα ζώου, στο οποίο ο Αίολος, ο θεός των ανέμων, είχε φυλακίσει όλους τους αέρηδες. Συνεπώς, είναι λάθος να λέμε: «άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου», διότι ήταν ΕΝΑΣ, μόνον, ασκός, όπως, άλλωστε, ήταν ένα και το κουτί της Πανδώρας. Χρησιμοποιούμε την συγκεκριμένη έκφαση, αναφερόμενοι σε πράξεις, με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
«Υπέρ το δέον»
Και όχι "υπέρ του δέοντος", που είναι λάθος! Είναι "το δέον" (αυτό, που πρέπει να γίνει) και κάνουμε κάτι, παραπάνω κι από αυτό, δηλαδή, το υπερβαίνουμε.
Το "υπέρ του δέοντος" σημαίνει, πως έχουμε λάβει θέση υπέρ του, ότι το υπερασπιζόμαστε, αλλά όχι ότι το υπερβαίνουμε.
«Ον ου τύπτει λόγος, ουδέ ράβδος»
Και όχι «εκεί, που δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Σημαίνει, φυσικά, ότι: " αυτόν που δεν παίρνει από λόγια, ούτε και το ξύλο μπορεί να τον συνετίσει". Οπότε, τσάμπα ο κόπος!
«Προπηλακίζω»
Σημαίνει: εκστομίζω ύβρεις, εναντίον κάποιου, σε δημόσια εμφάνισή του και, μάλιστα, προϋποθέτει την ταυτόχρονη παρουσία, στον ίδιον χώρο, και αυτού, που προπηλακίζει και αυτού, που προπηλακίζεται. Δεν σημαίνει, σε καμμιά περίπτωση, ότι επιτίθεμαι σε κάποιον σωματικά.
Και όχι «εκεί, που δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Σημαίνει, φυσικά, ότι: " αυτόν που δεν παίρνει από λόγια, ούτε και το ξύλο μπορεί να τον συνετίσει". Οπότε, τσάμπα ο κόπος!
«Προπηλακίζω»
Σημαίνει: εκστομίζω ύβρεις, εναντίον κάποιου, σε δημόσια εμφάνισή του και, μάλιστα, προϋποθέτει την ταυτόχρονη παρουσία, στον ίδιον χώρο, και αυτού, που προπηλακίζει και αυτού, που προπηλακίζεται. Δεν σημαίνει, σε καμμιά περίπτωση, ότι επιτίθεμαι σε κάποιον σωματικά.
«Επί τούτω»
Και όχι «επί τούτου», «εξ επί τούτου» και άλλα τέτοια χαριτωμένα, που τα λέμε για αστείο και κοντεύουν να ενσωματωθούν στην γλώσσα μας.
Ομοίως, και το «Επί τω έργω».
Και όχι «επί τούτου», «εξ επί τούτου» και άλλα τέτοια χαριτωμένα, που τα λέμε για αστείο και κοντεύουν να ενσωματωθούν στην γλώσσα μας.
Ομοίως, και το «Επί τω έργω».
«Νους υγιής εν σώματι υγιεί»
Δηλαδή, ένα υγιές μυαλό, μέσα σε ένα σώμα που υγιαίνει, που είναι καλά!
Δηλαδή, ένα υγιές μυαλό, μέσα σε ένα σώμα που υγιαίνει, που είναι καλά!
«Ζην ή ζειν;»
Από τον καιρό που το «ζη» (η παλιά υποτακτική) έγινε «ζει», συμπαρέσυρε και το απαρέμφατο.
Το απαρέμφατο, όμως, είναι τύπος της Αρχαίας Ελληνικής, οπότε θα πρέπει να το αφήσουμε ήσυχο και όπως ήταν, δηλαδή, "ζην".
Άρα, γράφουμε:
"Στον πατέρα μου χρωστώ το ζην, στον δάσκαλό μου το ευ ζην".
"Βγάζω τα προς το ζην".
"Ζην επικινδύνως" (vivere pericolosamente).
Από τον καιρό που το «ζη» (η παλιά υποτακτική) έγινε «ζει», συμπαρέσυρε και το απαρέμφατο.
Το απαρέμφατο, όμως, είναι τύπος της Αρχαίας Ελληνικής, οπότε θα πρέπει να το αφήσουμε ήσυχο και όπως ήταν, δηλαδή, "ζην".
Άρα, γράφουμε:
"Στον πατέρα μου χρωστώ το ζην, στον δάσκαλό μου το ευ ζην".
"Βγάζω τα προς το ζην".
"Ζην επικινδύνως" (vivere pericolosamente).
«Μέτρον
άριστον»
Πρόκειται για ένα ρητό του Κλεόβουλου του Λίνδιου. Σημαίνει, ότι είναι καλό να έχουμε μέτρο σε όλα. ΄Εχει, όμως, ξεσπάσει διαμάχη, περί του εάν το, κατά κόρον, χρησιμοποιούμενο: "παν μέτρον άριστον", είναι σωστό ή όχι και τούτο, διότι, με την προσθήκη της λέξεως "παν", στην αρχή του ρητού, αλλάζει, αμέσως, το νόημα και σημαίνει «μέτρο να' ναι κι ό,τι να' ναι!» .... Πάντως, το ρητό "παν μέτρον άριστον" χρησιμοποιήθηκε και από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και από τον Μ. Βασίλειο και από τον Μιχ. Ψελλό και, γενικά, χρησιμοποιείται επί δύο χιλιάδες χρόνια, οπότε, δεν μπορούμε, παρά να δεχθούμε, ότι και οι δυο μορφές του εν λόγω ρητού ορθώς χρησιμοποιούνται.
Πρόκειται για ένα ρητό του Κλεόβουλου του Λίνδιου. Σημαίνει, ότι είναι καλό να έχουμε μέτρο σε όλα. ΄Εχει, όμως, ξεσπάσει διαμάχη, περί του εάν το, κατά κόρον, χρησιμοποιούμενο: "παν μέτρον άριστον", είναι σωστό ή όχι και τούτο, διότι, με την προσθήκη της λέξεως "παν", στην αρχή του ρητού, αλλάζει, αμέσως, το νόημα και σημαίνει «μέτρο να' ναι κι ό,τι να' ναι!» .... Πάντως, το ρητό "παν μέτρον άριστον" χρησιμοποιήθηκε και από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και από τον Μ. Βασίλειο και από τον Μιχ. Ψελλό και, γενικά, χρησιμοποιείται επί δύο χιλιάδες χρόνια, οπότε, δεν μπορούμε, παρά να δεχθούμε, ότι και οι δυο μορφές του εν λόγω ρητού ορθώς χρησιμοποιούνται.
Στρατιωτικά
παραγγέλματα:
Μερικές εκφράσεις είναι από στρατιωτικά παραγγέλματα και αυτές, πάλι, πρέπει να τις λέμε ως έχουν, αλλιώς λέμε μπούρδες:
Δίνω το «παρών»
Δηλαδή, σε μια εκδήλωση, στο αγγελτήριο, με κάλεσαν και δήλωσα: «παρών». Και όχι δίνω το «παρόν», δηλαδή, το ... τώρα!
Μερικές εκφράσεις είναι από στρατιωτικά παραγγέλματα και αυτές, πάλι, πρέπει να τις λέμε ως έχουν, αλλιώς λέμε μπούρδες:
Δίνω το «παρών»
Δηλαδή, σε μια εκδήλωση, στο αγγελτήριο, με κάλεσαν και δήλωσα: «παρών». Και όχι δίνω το «παρόν», δηλαδή, το ... τώρα!
Με
το όπλο «παρά πόδα»
Δηλαδή, με το όπλο δίπλα στο πόδι μου (στο ποδαράκι μου). Φυσικά, όχι «παρά πόδας». Σημαίνει είμαι σε προσοχή. Και δεν το μπερδεύουμε με το: «κατά πόδας»,
που σημαίνει παίρνω κάποιον στο κατόπι, τον ακολουθώ, κατά βήμα (και του έχω σπάσει τα νεύρα).
Δηλαδή, με το όπλο δίπλα στο πόδι μου (στο ποδαράκι μου). Φυσικά, όχι «παρά πόδας». Σημαίνει είμαι σε προσοχή. Και δεν το μπερδεύουμε με το: «κατά πόδας»,
που σημαίνει παίρνω κάποιον στο κατόπι, τον ακολουθώ, κατά βήμα (και του έχω σπάσει τα νεύρα).
«Εφ' όπλου λόγχη»
Και όχι «εφ΄ όπλου λόγχης». Σημαίνει: προσαρτώ, στο όπλο μου, τη λόγχη και είμαι ετοιμοπόλεμος. Βέβαια, η έκφραση αυτή θα έπρεπε, ίσως, να εκσυγχρονιστεί και να αντικατασταθεί με ην φράση: «με το δάχτυλο στο κουμπί», μιάς και οι πόλεμοι, πλέον, είναι πυρηνικοί (φτου - φτου, κούφια η ώρα, που τ' ακούει).
Και όχι «εφ΄ όπλου λόγχης». Σημαίνει: προσαρτώ, στο όπλο μου, τη λόγχη και είμαι ετοιμοπόλεμος. Βέβαια, η έκφραση αυτή θα έπρεπε, ίσως, να εκσυγχρονιστεί και να αντικατασταθεί με ην φράση: «με το δάχτυλο στο κουμπί», μιάς και οι πόλεμοι, πλέον, είναι πυρηνικοί (φτου - φτου, κούφια η ώρα, που τ' ακούει).
«Έρπειν»
Και όχι "έρπινγκ". Είναι, ομολογουμένως, απολαυστικό, διότι οι φαντάροι, στο απαρέμφατο του ρήματος "έρπω" (="σέρνομαι"), κόλλησαν την αγγλική κατάληξη "ing" και μετέτρεψαν το "έρπειν" σε "erping", που, όμως, ως λέξη, δεν υπάρχει!
Και όχι "έρπινγκ". Είναι, ομολογουμένως, απολαυστικό, διότι οι φαντάροι, στο απαρέμφατο του ρήματος "έρπω" (="σέρνομαι"), κόλλησαν την αγγλική κατάληξη "ing" και μετέτρεψαν το "έρπειν" σε "erping", που, όμως, ως λέξη, δεν υπάρχει!
«Εκ των ων ουκ άνευ»
Και όχι «εκ των ουκ άνευ». Δηλαδή, από αυτά, που δεν μπορείς να κάνεις χωρίς.
Και όχι «εκ των ουκ άνευ». Δηλαδή, από αυτά, που δεν μπορείς να κάνεις χωρίς.
«Του λόγου το ασφαλές»
Και όχι το αληθές. Είναι από το απολυτίκιο των Φώτων (των Θεοφανείων) και δεν του αλλάζουμε τα.... φώτα!
Δεν έχει «πού την κεφαλήν κλίνη»
Και όχι «κλίναι». Δεν έχει, δηλαδή, που να γείρει το κεφάλι του να ακουμπήσει. Είναι αυτό, που λέμε: «δεν έχει μαντήλι να κλάψει!»
Είναι από τα κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν Ευαγγέλια, γι' αυτό και το κρατάμε, ως έχει. Πάντως, μεταγενέστερα, η φράση απαντάται, σε θρησκευτικά κείμενα, και ως: "πού την κεφαλήν κλίναι".
Και όχι το αληθές. Είναι από το απολυτίκιο των Φώτων (των Θεοφανείων) και δεν του αλλάζουμε τα.... φώτα!
Δεν έχει «πού την κεφαλήν κλίνη»
Και όχι «κλίναι». Δεν έχει, δηλαδή, που να γείρει το κεφάλι του να ακουμπήσει. Είναι αυτό, που λέμε: «δεν έχει μαντήλι να κλάψει!»
Είναι από τα κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν Ευαγγέλια, γι' αυτό και το κρατάμε, ως έχει. Πάντως, μεταγενέστερα, η φράση απαντάται, σε θρησκευτικά κείμενα, και ως: "πού την κεφαλήν κλίναι".
Πχ,
& π.Χ.!
Π.Χ. «Προ Χριστού», με κεφαλαίο το Χ.
Π.χ. «Παραδείγματος χάριν», με μικρό το χ.
Μ.Χ. «Μετά Χριστόν» και, βεβαίως, όχι: "μετά Χριστού", που σημαίνει "μαζί με τον Χριστό".
Δεν έχω να σχολιάσω κάτι. Το πρώτο συντάσσεται με γενική (προ Χριστού γεννήσεως) και το δεύτερο με αιτιατική (τους μετά Χριστόν προφήτες).
Και ο "Χριστός" (=Αυτός, που φέρει το χρίσμα), σαν κύριο όνομα, γράφεται με κεφαλαίο "Χ".
Και τώρα κάτι, αρκετά εκνευριστικό, ιδιαίτερα όταν ακούγεται από μορφωμένους, ανθρώπους:
Πώς αποκαλούμε έναν ιερέα;
«Πάτερ Γεώργιε» (κλητική), όταν του απευθύνουμε τον λόγο.
Πώς, όμως, μιλάμε, για κάποιον ιερέα; Σ' αυτήν την περίπτωση, λέμε: Τον «πατέρα Γεώργιο» και όχι τον "πάτερ Γεώργιο".
Γράφεται, πάντα, με μικρό "π", γιατί "Πατέρας", με κεφαλαίο "Π", είναι, μόνον, ο Θεός.
Για να συνοψίσουμε:
Ο πατήρ/πατέρας Γεώργιος
Του πατρός/πατέρα Γεωργίου
Τω πατρί/(δεν έχουμε πια) Γεωργίω (πως λέμε "την έφαγα, στο δόξα πατρί")
Τον πατέρα/πατέρα Γεώργιο
Ω! πάτερ!/πατέρα Γεώργιε
Αν, πάλι, δεν είμαστε χριστιανοί, μπορούμε να τον αποκαλέσουμε "κύριο", μαζί με το επώνυμό του, αλλά είναι άκομψο.
Συνηθίζεται, να αποκαλούμε τους ιερείς οποιασδήποτε θρησκείας, με το αξίωμά τους.
(Εκτός φυσικά κι αν πρόκειται για σατανιστή, οπότε και τον ....διαολοστέλνουμε και είναι κι αυτός στο στοιχείο του).
Επίσης, λέμε:
Ο συνήθης ύποπτος, αλλά το σύνηθες φαινόμενο.
Ο ευμεγέθης κύριος Πάγκαλος, αλλά το ευμέγεθες πακέτο.
Η αυτάρκης Κρήτη, αλλά το αύταρκες νησί.
Ο κακοήθης άνθρωπος, αλλά το κακόηθες μελάνωμα (φτου - φτου, έξω κι από μακριά), κλπ.
΄Ομως, προσοχή:
Ο φιλοθεάμων άνθρωπος, αλλά, το φιλοθεάμον (και όχι φιλοθέαμον) κοινό.
Ώρες και χαιρετούρες
Π.μ. «Προ Μεσημβρίας», αλλά μ.μ. «Μετά Μεσημβρίαν» (κατά το: προ Χριστού / μετά Χριστόν).
Π.Χ. «Προ Χριστού», με κεφαλαίο το Χ.
Π.χ. «Παραδείγματος χάριν», με μικρό το χ.
Μ.Χ. «Μετά Χριστόν» και, βεβαίως, όχι: "μετά Χριστού", που σημαίνει "μαζί με τον Χριστό".
Δεν έχω να σχολιάσω κάτι. Το πρώτο συντάσσεται με γενική (προ Χριστού γεννήσεως) και το δεύτερο με αιτιατική (τους μετά Χριστόν προφήτες).
Και ο "Χριστός" (=Αυτός, που φέρει το χρίσμα), σαν κύριο όνομα, γράφεται με κεφαλαίο "Χ".
Και τώρα κάτι, αρκετά εκνευριστικό, ιδιαίτερα όταν ακούγεται από μορφωμένους, ανθρώπους:
Πώς αποκαλούμε έναν ιερέα;
«Πάτερ Γεώργιε» (κλητική), όταν του απευθύνουμε τον λόγο.
Πώς, όμως, μιλάμε, για κάποιον ιερέα; Σ' αυτήν την περίπτωση, λέμε: Τον «πατέρα Γεώργιο» και όχι τον "πάτερ Γεώργιο".
Γράφεται, πάντα, με μικρό "π", γιατί "Πατέρας", με κεφαλαίο "Π", είναι, μόνον, ο Θεός.
Για να συνοψίσουμε:
Ο πατήρ/πατέρας Γεώργιος
Του πατρός/πατέρα Γεωργίου
Τω πατρί/(δεν έχουμε πια) Γεωργίω (πως λέμε "την έφαγα, στο δόξα πατρί")
Τον πατέρα/πατέρα Γεώργιο
Ω! πάτερ!/πατέρα Γεώργιε
Αν, πάλι, δεν είμαστε χριστιανοί, μπορούμε να τον αποκαλέσουμε "κύριο", μαζί με το επώνυμό του, αλλά είναι άκομψο.
Συνηθίζεται, να αποκαλούμε τους ιερείς οποιασδήποτε θρησκείας, με το αξίωμά τους.
(Εκτός φυσικά κι αν πρόκειται για σατανιστή, οπότε και τον ....διαολοστέλνουμε και είναι κι αυτός στο στοιχείο του).
Επίσης, λέμε:
Ο συνήθης ύποπτος, αλλά το σύνηθες φαινόμενο.
Ο ευμεγέθης κύριος Πάγκαλος, αλλά το ευμέγεθες πακέτο.
Η αυτάρκης Κρήτη, αλλά το αύταρκες νησί.
Ο κακοήθης άνθρωπος, αλλά το κακόηθες μελάνωμα (φτου - φτου, έξω κι από μακριά), κλπ.
΄Ομως, προσοχή:
Ο φιλοθεάμων άνθρωπος, αλλά, το φιλοθεάμον (και όχι φιλοθέαμον) κοινό.
Ώρες και χαιρετούρες
Π.μ. «Προ Μεσημβρίας», αλλά μ.μ. «Μετά Μεσημβρίαν» (κατά το: προ Χριστού / μετά Χριστόν).
Τέλος, από τις 12.01
πμ (προ
μεσημβρίας) είναι πρωί και λέμε «καλημέρα!» μέχρι τις 12.00μ (το μεσημέρι).
Από τις 12:01 μμ (μετά μεσημβρίαν) είναι απόγευμα
και λέμε «καλησπέρα!», μέχρι τις 12:00 τα μεσάνυχτα!
και λέμε «καλησπέρα!», μέχρι τις 12:00 τα μεσάνυχτα!
Όταν φεύγουμε από κάπου, καλό είναι να
αποφεύγουμε το «αντίο», διότι
σημαίνει "θα τα πούμε στον άλλο κόσμο"
(στο Θεό) και, άλλωστε, δεν είναι καν Ελληνικό!
Μπορούμε, όμως, με άνεση, να χρησιμοποιήσουμε το: «Εις το επανιδείν!», δηλαδή, μια ευχή, για να ξαναϊδωθούμε...
Είπαμε πολλά και σώνει,
ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.
Μπορούμε, όμως, με άνεση, να χρησιμοποιήσουμε το: «Εις το επανιδείν!», δηλαδή, μια ευχή, για να ξαναϊδωθούμε...
Είπαμε πολλά και σώνει,
ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.