Λάζαρος – Κίμων Μπερβερίδης
Άπιαστο όνειρο
έγινε λιποτάκτης σε αφιλόξενη καρδιά
Αναζητεί νύχτες, φεγγάρια στου
ύπνου τα πέρατα
Να φανερώσει των αισθήσεων τα αδήλωτα
μυστικά
Στης νύχτας τις συναλλαγές, τα
καμώματα του έρωτα.
Θέλει να μάθει των ονείρων τους
εραστές
Που απελπισμένοι σέρνονται να
πέσουν στο γκρεμό
Η μοναξιά τους βυθίζεται ολοένα
στις μορφές
Άπιαστο όνειρο ιδρώνω, γιατί ζω
και εγώ με αυτό.
Άπιστο όνειρο το παρέσυρε η φορά
των μελτεμιών
Και το έπνιξε στα μαύρα σπλάχνα
της η λήθη
Κουρασμένο από το πλήθος των
νεανικών σκιών
Το άπιστο όνειρο έμοιαζε σαν
παραμύθι.
Είσαι φευγαλέο ,κοιμάσαι με
κομμένη την καρδιά
Η ανάσα θεριεύει,
όταν ξένα χείλη λαχταρά
Και μετά το άπιαστο όνειρο παίρνει
φτερά
Σε χρυσά παλάτια ,σε
παραδεισένιους κήπους περπατά.