Ήταν μια φορά μια γριούλα και εκεί που
περπάταγε στον δρόμο της τη πέφτουν ληστές να της πάρουν την τσάντα.
Εκεί που την τραβάγανε ανοίγει ο υπόνομος και πετάγεται ένα χελωνονιντζάκι. Βγάζει τα σπαθιά του και χράπ χρούπ τους καθαρίζει.
Σηκώνει την γριούλα η οποία του λέει με ευγνωμοσύνη, «Να σαι καλά παλικάρι μου. Χίλια χρόνια να ζήσεις. Πώς σε λένε;»
«Χελωνονιντζάκι!», απαντάει αύτο με περηφάνια.
«Αααα μπράβο λεβέντη μου», λέει η γριούλα. «Είσαι κι απ την Κρήτη».
Εκεί που την τραβάγανε ανοίγει ο υπόνομος και πετάγεται ένα χελωνονιντζάκι. Βγάζει τα σπαθιά του και χράπ χρούπ τους καθαρίζει.
Σηκώνει την γριούλα η οποία του λέει με ευγνωμοσύνη, «Να σαι καλά παλικάρι μου. Χίλια χρόνια να ζήσεις. Πώς σε λένε;»
«Χελωνονιντζάκι!», απαντάει αύτο με περηφάνια.
«Αααα μπράβο λεβέντη μου», λέει η γριούλα. «Είσαι κι απ την Κρήτη».