Το έστειλε ο Γιώργος Επιτήδειος
του Σταύρου Λυγερού
Οι ωμές τουρκικές προκλήσεις αυτών των
ημερών στα Ίμια επιβεβαιώνουν μία
παραδοσιακή πρακτική της Άγκυρας: στις
παραμονές σημαντικών διμερών επαφών-συνομιλιών όχι μόνο δεν αμβλύνει, αλλά
αντιθέτως κλιμακώνει την επεκτατική πίεση. Είναι ο πάγιος τρόπος για
να στέλνει το μήνυμα πως η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα γίνει με βάση τις
τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η επικείμενη επίσκεψη Ερντογάν πραγματοποιείται με
τουρκικές προδιαγραφές και όχι με ελληνικές.
Παρά τα πολλά ανοικτά μέτωπά του και στο
εσωτερικό και σε Συρία-Ιράκ, ο Τούρκος πρόεδρος επιμένει να δηλώνει εμπράκτως
πως οι χρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις όχι μόνο παραμένουν στο
τραπέζι, αλλά και διατηρούν την έντασή τους. Με άλλα λόγια, στέλνει το μήνυμα
στην Αθήνα πως δεν πρέπει να πιστεύει πως, λόγω των προβλημάτων της, η Άγκυρα
είναι διατεθειμένη να κάνει εκπτώσεις.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πως η
Τουρκία είναι για τα καλά αντιμέτωπη με τον εφιάλτη της. Μετά από δεκαετίες
στρατιωτικής καταστολής του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, η Δύση
δεν κλείνει πλέον τα μάτια, όπως έκανε τις προηγούμενες δεκαετίες. Αντιθέτως,
βλέπουμε τους Αμερικανούς να εξοπλίζουν και να εκπαιδεύουν το παρακλάδι του ΡΚΚ στη Συρία. Είναι, άλλωστε, αυτοί οι
μαχητές που κατάφεραν με πολλές θυσίες να συντρίψουν το Ισλαμικό Κράτος.
Ο κουρδικός αλυτρωτισμός βιώνεται και από
τους νεοοθωμανούς και από τους κεμαλιστές ως απειλή για την εδαφική ακεραιότητα
της Τουρκίας. Η προ καιρού αμφισβήτηση από τον Ερντογάν
της συνθήκης της Λωζάννης, όπως και οι
τωρινές προκλήσεις στο Αιγαίο, είναι ένα μήνυμα προς τις μεγάλες δυνάμεις ότι
εάν ρευστοποιηθούν τα γεωπολιτικά δεδομένα στη Συρία και στο Ιράκ θα
ρευστοποιηθούν και στα δυτικά.
Μεθόδευση ακρωτηριασμού
Μεθόδευση ακρωτηριασμού
Ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο
Τούρκος πρόεδρος θεώρησε ότι στο πλαίσιο της κυοφορούμενης νέας τάξης πραγμάτων
στην περιοχή μεθοδεύεται και ο δυνάμει ακρωτηριασμός της χώρας του. Είναι
ξεκάθαρο, άλλωστε, πως το Κουρδικό ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική
ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί.
Ο Ερντογάν
έχει διαμορφώσει θέση και την εκφράζει σαφώς. Δεν περιορίζεται στη νεοοθωμανική
ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία
πρέπει να ενδιαφέρεται για τους «αδελφούς»
της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν
είναι μόνο η Τουρκία». Έκανε
ένα βήμα παραπέρα.
Όπως είπε, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε
στο σημείο που βρεθήκαμε τότε» (στα
σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης). Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, μιλώντας στους υπουργούς
του είπε χαρακτηριστικά: «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για
να κερδίσει εδάφη.
Μετά την έστω και οριακή νίκη του στο
δημοψήφισμα του Απριλίου
2017, η φιλοδοξία του Ερντογάν να αναδειχθεί σε πρόεδρο-σουλτάνο
έκανε το αναγκαίο θεσμικό άλμα. Χρειάζεται, όμως, να αποκτήσει και την πολιτική
ηγεμονία. Δεν είναι αρκετή η αποδόμηση του κεμαλισμού ως θεμέλιου ιδεολογικού
λίθου της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το ιδεολογικό όχημα
Το ιδεολογικό όχημα
Ο ίδιος αυτοπροβάλλεται ως ο ηγέτης που
κλείνει την κεμαλική παρένθεση και που μέσω του νεοοθωμανισμού επαναφέρει στο
προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο αναφοράς
είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι
ο Κεμάλ. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και
κυρίως ο εμφύλιος πόλεμος με το δίκτυο του Γκιουλέν,
τον υποχρέωσαν να συνάψει συμμαχίες και με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί
και με στοιχεία του άλλοτε κεμαλικού βαθέος κράτους.
Δεν πρόκειται για αντίφαση. Για να αναδειχθεί
ο Ερντογάν, έστω και εν μέρει, σε
εθνικό ηγέτη –λόγω διχασμού της τουρκικής κοινωνίας– δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι
μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειάζεται και
ένα ιδεολογικό όχημα.
Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική
γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα
λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος, παραλλήλως με το
ισλαμικό χαρτί, παίζει δυνατά και το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτός, άλλωστε,
είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας. Και ως εκ τούτου ο κοινός
παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Η κεμαλική πλειοδοσία στο Αιγαίο
Η κεμαλική πλειοδοσία στο Αιγαίο
Στο Αιγαίο και στη Θράκη οι κεμαλιστές
προκάτοχοί του έχουν καλλιεργήσει το έδαφος από το 1973, με σημείο-καμπή την κρίση στα Ίμια
το 1996. Είναι ενδεικτικό ότι η κεμαλική αξιωματική
αντιπολίτευση, που χαρακτήρισε απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, έσπευσε να
πλειοδοτήσει σε εθνικισμό-επεκτατισμό για το Αιγαίο.
Η δήλωσή της είναι αποκαλυπτική: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν
και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»! Με
άλλα λόγια, οι κεμαλιστές όποτε βρουν ευκαιρία κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν διεκδίκησε με
αποφασιστικότητα τα ελληνικά νησιά που η Άγκυρα θεωρεί «γκρίζες ζώνες».
Η
ιστορία μας διδάσκει πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση
στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει. Την καλλιεργεί με
επιμονή και συστηματικότητα, ώστε να την εγγράψει στη συνείδηση του διεθνούς
συστήματος ως υπαρκτή διαφορά που χρειάζεται επίλυση μέσω συμβιβασμού.
Η ευθεία αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, λοιπόν, δεν ήταν
πυροτέχνημα. Ειπώθηκε για να μπει με κάποιον τρόπο στο τραπέζι. Αυτή την
περίοδο ο Ερντογάν έχει ανοικτά πολλά
μέτωπα, γεγονός που τον εμποδίζει να προωθήσει ενεργά τις τουρκικές επεκτατικές
διεκδικήσεις στα δυτικά. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν θα το πράξει όταν
του δοθεί η ευκαιρία.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι στα ελληνικά νησιά
του ανατολικού Αιγαίου έχουν εγκλωβισθεί πολλές χιλιάδες μουσουλμάνων
προσφύγων-μεταναστών μεσομακροπρόθεσμα δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον
τουρκικό επεκτατισμό. Το είχε πει προφητικά πριν από 25 χρόνια ο μακαρίτης Οζάλ.