Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1918-2017) κυβέρνησε επί 3,5 χρόνια στην πιο ταραγμένη περίοδο της
Μεταπολίτευσης. Σε μια περίοδο όπου τα κομματικά πάθη και το παραταξιακό
φαινόμενο είχε απογειωθεί. Η Ελλάδα υπέφερε χωρισμένη σε πράσινα και μπλε
καφενεία. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συγκέντρωναν αθροιστικά το
85% του εκλογικού σώματος. Τα
υπαρκτά τότε σκάνδαλα (του Κοσκωτά της Τράπεζα Κρήτης και της
εισαγωγής του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού κλπ) και η παραπομπή του Ανδρέα σε ειδικό
δικαστήριο είχαν οδηγήσει την κοινωνία σχεδόν σε εθνικό διχασμό.
Ο Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός την περίοδο 1990-1993 είχε την ατυχία να κυβερνήσει μέσα σε μια δηλητηριασμένη και
εκρηκτική ατμόσφαιρα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της Ελλάδος.
Στο εξωτερικό πεδίο είχαμε:
α) την αλυσιδωτή
πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ και την διάλυση της
Σοβιετικής Ένωσης,
β) την κατάρρευση
της Αλβανίας και των άλλων Βαλκανικών χωρών, και την ανεξέλεγκτη μετακίνηση
πληθυσμών σε απόγνωση, είτε προς Ιταλία και κεντρική Ευρώπη, είτε προς Ελλάδα για
την εύρεση καλύτερου μέλλοντος, μακριά από τη σοσιαλιστική ουτοπία,
γ) τη διάλυση και
τους φονικούς πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τον Σκοπιανό εθνικισμό
δ) την οικονομική κρίση και ύφεση το 1992-1993 στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, την πρώτη μέχρι τότε στην ιστορία της, η οποία αποτέλεσε πρόσθετο
αρνητικό σοκ στην ήδη πολύπαθη ελληνική οικονομία.
Στο εσωτερικό ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
έπρεπε να κυβερνήσει αντιμετωπίζοντας ταυτοχρόνως:
α) την εκ των
προτέρων θεσμική του υπονόμευση από τον Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος βλέποντας
την επερχόμενη εκλογική του κατάρρευση μετέβαλε τον εκλογικό νόμο ( μας θυμίζει
κάτι αυτό σήμερα;) προς
την απλή αναλογική αναγκάζοντας τον Μητσοτάκη τότε, προκειμένου να εξασφαλίσει
αυτοδυναμία στη Βουλή, να αναγκαστεί να προσφύγει τρεις φορές στις κάλπες μέσα
σε 10 μήνες, ώστε τελικά πετυχαίνοντας το εντυπωσιακό 47% τον Απρίλιο του 1990
να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση, με ισχνή όμως αυτοδυναμία των 151
βουλευτών,
β) το λυσσαλέο
πόλεμο των συνδικάτων του
ΠΑΣΟΚ, των Σταμουλοκολάδων,
της ΔΕΗ κλπ τα
οποία είχαν εκβίαζαν κατεβάζοντας διακόπτες και παραλύοντας συνεχώς τη χώρα. Ο
γράφων δεν θα λησμονήσει ποτέ ότι αναγκαζόταν κάποια περίοδο να πάει στο
Πανεπιστήμιο με στρατιωτικά οχήματα REO τα οποία αναγκάστηκε τότε να
επιστρατεύσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, λόγω των παρατεταμένων απεργιών των
δημοσίων ΜΜΜ.
γ) τη συνεχή
αμφισβήτηση στο εσωτερικό από το κρατικίστικο και πελατειακό τμήμα της ΝΔ υπό
τον Μιλτιάδη Έβερτ και άλλους οι οποίοι αντιδρούσαν, δημοσίως μάλιστα και με
δελτία τύπου, σε κάθε προσπάθεια του Μητσοτάκη για εκσυγχρονισμό της δημόσιας
διοίκησης και ιδιωτικοποιήσεις και
δ) το επί σχεδόν
μια δεκαετία πληγωμένο και παραγκωνισμένο εκλογικό σώμα της ΝΔ, το οποίο
δικαιολογημένα σε ένα βαθμό, περίμενε αποκατάσταση, διορισμούς,
τοποθετήσεις, και αυξήσεις μετά από 9 χρόνια σκληρού πασοκικού καθεστώτος
όπου οι πρασινοφρουροί είχαν ποδηγετήσει τα πάντα και είχαν βάλει στο «ψυγείο»
όλους τους αντιπάλους τους,
ε) την
τρομοκρατική δράση της αριστεράς η οποία μέσω της οργάνωσης «17 Νοέμβρη»
εκτελούσε επιχειρηματίες και πολιτικούς αντιπάλους της και η οποία είχε μόλις
εκτελέσει το δημοσιογράφο, βουλευτή της ΝΔ και γαμπρό του Μητσοτάκη Παύλο
Μπακογιάννη
στ) μιαν
οικονομία παραπαίουσα, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αφού το δημόσιο χρέος αύξανε
με εκρηκτικό ρυθμό λόγω της ξέφρενης κρατικής σπατάλης με δανεικά από τον
Ανδρέα και τον Τσοβόλα. Το 1/3 (!) τουλάχιστον των δημοσίων εσόδων έπρεπε
να πηγαίνει σε πληρωμή τόκων του δημοσίου χρέους που είχαν χτίσει ο Ανδρέας και
ο Αρσένης, ενώ ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδος την περίοδο 1981-1990 ήταν
μόλις 0,7% και ο μέσος πληθωρισμός της ίδιας περιόδου ήταν λατινοαμερικάνικος
(19,6%).
Σε αυτή τη νοσηρή οικονομική και πολιτική
ατμόσφαιρα, κάλλιστα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα μπορούσε να κάνει αυτό που
έκανε αργότερα ο Γιώργος Α. Παπανδρέου το 2009-2010.
Κάλλιστα θα μπορούσε να υποσχεθεί τα πάντα προ των εκλογών και μετά από αυτές
να καταφύγει για φθηνότερο δανεισμό στο ΔΝΤ και δήθεν «εξωτερικό καταναγκασμό» μνημονίων αλλά δεν
το έπραξε. Και θα νομιμοποιείτο να πράξει κάτι τέτοιο καθώς η χώρα χρειαζόταν
άμεσα βαθειά μεταρρύθμιση και τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή. Επιπλέον,
θυμίζουμε ότι τότε πράγματι υπήρχαν τοκογλυφικά επιτόκια στο δημόσιο χρέος (επιτόκια
20-25% και όχι 3-4% που ήταν στο α’ μνημόνιο).
Η μεγάλη διαφορά του τότε και του σήμερα
είναι ότι ο Μητσοτάκης και η ΝΔ τότε ανέλαβαν με σοβαρότητα και με ευθύνη το
βάρος της ανευθυνότητας των προηγουμένων, χωρίς να καταφύγουν ούτε σε στάση
πληρωμών, ούτε σε επαιτεία ή σε μνημόνια και ταπεινωτική διεθνή επιτροπεία από
άλλα κράτη και διεθνείς οργανισμούς.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός
και η ΝΔ ως κυβερνών κόμμα τότε προτίμησαν να κάνει μόνη της η χώρα όσα
χρειαζόταν για να πορευτεί το δρόμο της επιστροφής στην κανονικότητα και την
ανάπτυξη. Και παρότι το πλήρωσαν με την εκλογική τους ήττα στις 10 Οκτωβρίου του 1993 από το ΠΑΣΟΚ, τελικά δικαιώθηκαν! Αυτό ο ίδιος ο λαϊκιστής
και κρατιστής Ανδρέας, όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο δημοσιογράφος και τέως
ευρωβουλευτής Γιάννης Μαρίνος, συνέχισε τελικά την πολιτική σταθεροποίησης των
Μητσοτάκη Μάνου, αλλάζοντας τελείως το οικονομικό του επιτελείο και την
οικονομική του πολιτική σε σχέση με εκείνη της δεκαετίας του ‘80. Επίσης, μπορεί
το ΠΑΣΟΚ να αντιστάθηκε
λυσσαλέα στην ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, προχώρησε
όμως στην «μετοχοποίησή» του (πάντοτε η κυβερνώσα αριστερά
αρέσκεται στο να αλλάζει τα ονόματα για να τα κάνει φιλικότερα στο χρήστη
της…)
Ο Κωνσταντίνος Μητοτάκης επέμενε να λέει
αλήθειες. Δεν χάιδευε αυτιά. Δεν θώπευε ελαττώματα, ούτε κατασκεύαζε φρούδες
ελπίδες. Έλεγε αυτά που πίστευε. Έπραττε αυτά που έλεγε. Αν τον είχαμε πιστέψει
περισσότερο τότε, τώρα θα ήμασταν κράτος τύπου Αυστρίας και Φινλανδίας και όχι
η Βενεζουέλα της Ευρώπης.
Λείπουν σήμερα από την Ελλάδα τέτοια
πολιτικά αναστήματα.
Κι αν υπάρχουν κάπου κάποια, ο πλειονότητα
των Ελλήνων δεν τα αναγνωρίζει, δεν τα αναδεικνύει, δεν τα προτιμά και δεν τα
εκλέγει.
ΥΓ. Ο
γράφων διαφωνούσε απολύτως με τη προσέγγισή του Μητσοτάκη στο θέμα της
ονομασίας των Σκοπίων αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτε τη «μεγάλη εικόνα» του
ΚΜ.