Του Γιάννη Αθανασιάδη* Μέλος της
Φορολογικής Επιτροπής του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου &
διευθυντής Δημοσιονομικών Υποθέσεων της εταιρείας Παπαστράτος
Η υπερφορολόγηση δεν αποτελεί κάτι καινούργιο
και σίγουρα δεν είναι μια άγνωστη πρακτική στην Ελλάδα. Η ιστορία βρίθει
παραδειγμάτων όπου η επιβολή νέων φόρων ή η αύξησή τους αποτέλεσε την αιτία ή
την αφορμή για σημαντικές εξελίξεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Παρά
τον «προσωρινό» χαρακτήρα που της αποδίδουν διαχρονικά οι ελληνικές
κυβερνήσεις, η υψηλή φορολόγηση σήμερα μοιάζει να είναι κάτι παραπάνω από
δεδομένη. Το κράτος την αποκηρύσσει, τουλάχιστον στα λόγια, αλλά στην πράξη
εξακολουθεί να τη θεωρεί ένα σημαντικό εργαλείο άντλησης εσόδων.
Έχει όμως δίκιο; Είναι η υπερφορολόγηση ένα
αντιδημοφιλές πλην απαραίτητο μέτρο για τα δημοσιονομικά; Την απάντηση ίσως
πρέπει να την αναζητήσουμε στον κλάδο που
σηκώνει το μεγαλύτερο, τουλάχιστον ποσοστιαία, φορολογικό βάρος στην Ελλάδα,
τον κλάδο του καπνού.
Με σημαντική συνεισφορά στην κοινωνία, στην
οικονομία, στην πρωτογενή παραγωγή, καθώς και στην τοπική και περιφερειακή
ανάπτυξη, ο κλάδος του καπνού πέρα από βαθιές ρίζες, έχει και σημαντική δυναμική.
Οι αριθμοί αποτυπώνουν τον κρίσιμο ρόλο του, ειδικά σήμερα, σε μια περίοδο
μεγάλης οικονομικής κρίσης:
* Το 2016, η αξία
των εξαγωγών καπνού και καπνικών προϊόντων υπερέβη τα 500 εκατ. ευρώ,
σημειώνοντας ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 10%.
Την ίδια χρονιά το 6% των εσόδων του
τακτικού προϋπολογισμού, δηλαδή 3,2 δισ.
ευρώ, προήλθε
από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και τον ΦΠΑ στα
προϊόντα καπνού.
* Σήμερα ο κλάδος
συντηρεί 60.000 θέσεις εργασίας, με τις μισές από αυτές να απασχολούνται στην
πρωτογενή παραγωγή, στην καπνοκαλλιέργεια. Πρόκειται για περίπου 30.000 θέσεις
εργασίας σε περιοχές που ερημώνουν πληθυσμιακά και μαραζώνουν οικονομικά μέρα
με τη μέρα.
Το κράτος «αναγνωρίζει» τη συνεισφορά και
τη δυναμική του κλάδου, τοποθετώντας τον σε μια φορολογική μέγγενη, την οποία
κάθε τόσο σφίγγει. Μέσα σε 8 χρόνια έχουν
πραγματοποιηθεί 9 αυξήσεις στη φορολογία των καπνικών προϊόντων. Η
τελευταία αύξηση έφερε μαζί και μια ευρωπαϊκή πρωτιά. Ανάμεσα στις χώρες της
Ε.Ε., η Ελλάδα επιβάλλει την υψηλότερη φορολογία στα προϊόντα καπνού.
Από τον Ιανουάριο του 2017, το 89,4%
της τιμής των καπνικών προϊόντων είναι φόροι. Αυτό το στοιχείο είναι
ενδεικτικό της ασφυκτικής πίεσης που υφίσταται σήμερα ο κλάδος. Από την τιμή
που πληρώνει ο καταναλωτής για ένα πακέτο τσιγάρων, απομένουν -κατά
μέσο όρο-
λιγότερο από 0,40
λεπτά για να αποζημιωθεί η
τεράστια εφοδιαστική αλυσίδα, που περιλαμβάνει την καπνοκαλλιέργεια, τη
μεταποίηση, τη βιομηχανία και τη χονδρική και λιανική πώληση.
«Δυσβάσταχτη, αλλά αποτελεσματική η φορολογία
στον καπνό» ίσως
σκεφτεί κάποιος λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τα έσοδα που φέρνει η δραστηριότητα
του κλάδου στα δημόσια ταμεία. Τα στοιχεία, ωστόσο, κάθε άλλο παρά συμφωνούν.
Το ύψος της φορολόγησης στα καπνικά
προϊόντα έχει ξεπεράσει αυτό που στη φυσική ονομάζεται «σημείο βρασμού». Όλα δείχνουν πως προ
πολλού έχουμε εισέλθει σε μια φάση όπου τα έσοδα αντί να αυξάνονται… αρχίζουν
να εξατμίζονται σε πλήρη επιβεβαίωση της καμπύλης του Αμερικανού οικονομολόγου
Arthur Laffer, όπως φαίνεται και στο αντίστοιχο γράφημα.
Στο πρώτο 5μηνο του χρόνου, τα έσοδα από τα
καπνικά προϊόντα μειώθηκαν κατά σχεδόν μισό δισεκατομμύριο ευρώ σε σχέση με το
ίδιο διάστημα του 2016. Δυνητικά η μεγαλύτερη μείωση εσόδων στο
πεδίο της έμμεσης φορολογίας που σημειώνεται στο 2017.
Σε αυτό συντελεί προφανώς και το λαθρεμπόριο, ένα
φαινόμενο που ολοένα «γιγαντώνεται». Το παράνομο εμπόριο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις
του ΙΟΒΕ, θα εκτοξευθεί στο 30% της συνολικής κατανάλωσης, μετά και από τις
τελευταίες ανατιμήσεις στην τιμή των καπνικών προϊόντων, θέτοντας δυστυχώς
υποψηφιότητα για μία ακόμη θλιβερή πρωτιά της χώρας μας στην Ευρώπη! Μια βόλτα
στο κέντρο της Αθήνας και στις λαϊκές αγορές αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την
έκταση και το μέγεθος του προβλήματος. Τα διεθνή τρομοκρατικά δίκτυα και οι
εγκληματικές οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από το παράνομο εμπόριο καπνικών
προϊόντων βρίσκουν στην υπερφορολόγηση έναν πολύτιμο σύμμαχο. Έναν σύμμαχο που βοηθά στην απενοχοποίηση και
στη διάδοση της κατανάλωσης παράνομων προϊόντων. Κάπως έτσι, λοιπόν, η τελευταία ανατίμηση
οδηγεί τη νόμιμη αγορά σε διψήφιο ρυθμό συρρίκνωσης απειλώντας, παράλληλα, τη
βιωσιμότητα εκατοντάδων μικρών -οικογενειακών ως επί το πλείστον- επιχειρήσεων.
Εξετάζοντας τα στοιχεία της προηγούμενης
διετίας (2015-2016) διαπιστώνουμε ότι ο στόχος των δημόσιων
εσόδων όχι μόνο επετεύχθη, αλλά σημειώθηκε και πλεόνασμα 150 εκατ. ευρώ. Ήταν
ένα συγκυριακό φαινόμενο; Μάλλον όχι.
Δύο λόγοι ήταν αυτοί που έφεραν συνδυαστικά
αυτό το θετικό αποτέλεσμα. Ο πρώτος η φορολογική σταθερότητα και ο δεύτερος η
εντατικοποίηση των προσπαθειών των διωκτικών αρχών για την καταπολέμηση του
λαθρεμπορίου.
Σήμερα το κράτος κάνει βήματα προς τα πίσω
και εφαρμόζει ξανά μια συνταγή που εκτός από αποδεδειγμένα αποτυχημένη είναι
και επικίνδυνη. Σε ρόλο ιδανικού αυτόχειρα, στερεί από τα ταμεία του
εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και ταυτόχρονα απειλεί χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Έχει έρθει η στιγμή για την Πολιτεία να
πάρει κρίσιμες αποφάσεις. Αποφάσεις που δεν αφορούν αποκλειστικά το μέλλον του
κλάδου, αλλά το αύριο της οικονομίας, της κοινωνίας και της χώρας.