Αν γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στις αρχές της
νέας χιλιετίας, όταν έμπαινε στη ζωή μας το ευρώ, το ερώτημα «τι αγοράζεις με 20 ευρώ σήμερα;»
αποτύπωνε το κύμα ακρίβειας.
Αν κάνουμε σήμερα το ίδιο ερώτημα, η
απάντηση με βάση τα στοιχεία από τα συμβόλαια αγοραπωλησιών ακινήτων είναι: σπίτι στο έβδομο δημοτικό διαμέρισμα Αθηνών, κάπου
ανάμεσα στους Αμπελόκηπους και το Γουδί, 54 τετραγωνικών μέτρων του 1972.
Όπως προκύπτει από στοιχεία τα οποία
ενσωματώνονται στο Μητρώο Μεταβιβάσεων Αξιών
Ακινήτων της Γενικής Γραμματείας
Πληροφοριακών Συστημάτων, το
συμβόλαιο μεταβίβασης συντάχθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2017, το διαμέρισμα
βρίσκεται στον τρίτο όροφο, έχει μία πρόσοψη και τιμή ζώνης 1.450 ευρώ ανά
τετραγωνικό.
Η πρώτη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι
ότι το συμβόλαιο αποτυπώνει μια εικονική τιμή. Τα λεφτά, όσα κι αν ήταν
πραγματικά, δόθηκαν «μαύρα». Η δεύτερη πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να
αναζητηθεί στην απόγνωση του πρώην ιδιοκτήτη. Δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου
φορολογούμενοι, για να γλιτώσουν από τον ΕΝΦΙΑ ή για να καλύψουν τις βασικές
ανάγκες της καθημερινότητάς τους, ξεφορτώνονται όσο όσο τα ακίνητά τους. Και πάλι όμως, ένα εικοσάρικο;
Το παράδειγμα αυτό δεν είναι το μοναδικό.
Φιγουράρει πρώτο πρώτο στη βάση δεδομένων της ΓΓΠΣ
και βγάζει μάτι όταν γίνεται αναζήτηση στοιχείων συμβολαίων στη Νομαρχία Αθηνών
και στον Δήμο Αθηναίων.
Υπάρχουν πολλές άλλες εγγραφές οι οποίες
δείχνουν ότι στην αγορά ακινήτων υπάρχουν μεγάλα προβλήματα. Στο Μητρώο βρίσκει
κανείς πώληση θέσης στάθμευσης στο Γκύζη
(το συμβόλαιο έγινε στις 21 Μαρτίου) 10
τετραγωνικών μέτρων έναντι 945
ευρώ, σπίτι στην
Καισαριανή 47 τετραγωνικών του 1972 το οποίο πωλήθηκε έναντι 5.000 ευρώ,
αλλά και κατοικία στη Γλυφάδα 106,47
τετραγωνικών μέτρων του 1989 με συμβόλαιο πώλησης 30.000 ευρώ, όταν η αντικειμενική αξία είναι
154.381 ευρώ.
Βρίσκεις βέβαια και δεκάδες συμβόλαια, σε
τιμές οι οποίες μοιάζουν πραγματικές.
Παράγοντες της αγοράς ακινήτων επισημαίνουν
δύο βασικές παραμέτρους, για την εικόνα που αναδεικνύουν τα συγκεκριμένα
στοιχεία. Η πρώτη έχει να κάνει με το ξεπούλημα ακινήτων σε εξευτελιστικά
χαμηλές τιμές.
Η δεύτερη συνδέεται με τις αλλαγές οι
οποίες τέθηκαν σε ισχύ από το 2014, σύμφωνα με τις οποίες για τον υπολογισμό
τεκμηρίων και το πόθεν έσχες μετρούν οι τιμές πώλησης οι οποίες αναγράφονται
στα συμβόλαια, παρότι ο φόρος μεταβίβασης συνεχίζει να υπολογίζεται με βάση τις
αντικειμενικές αξίες. «Σε ποσοστό 90%, οι μεταβιβάσεις γίνονται κυρίως με μετρητά», σημειώνει γνώστης της αγοράς.
Το επόμενο ερώτημα, το οποίο αβίαστα
προκύπτει, είναι πώς με βάση τέτοια δεδομένα θα μπορέσει το υπουργείο
Οικονομικών να ολοκληρώσει έως το τέλος του έτους -όπως
είναι η σχετική μνημονιακή δέσμευση- τη μετάβαση από το σύστημα αντικειμενικών αξιών σε ένα νέο
σύστημα, πιο κοντά στις πραγματικές τιμές της αγοράς.
Συνεδριάζουν, αλλά άκρη δεν βγάζουν
Η ειδική επιτροπή η οποία έχει συσταθεί στο
υπουργείο Οικονομικών συζητά μήνες τώρα και συνεχίζει να προσπαθεί να βγάλει
άκρη. Το νέο χρονικό ορόσημα (μετά από πολλοστή παράταση της προθεσμίας
από τους δανειστές) ορίζει
ότι το νέο σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων κοντά στα δεδομένα της
αγοράς θα πρέπει να είναι έτοιμο τον Δεκέμβριο του 2017. Αρμόδιο στέλεχος εμφανίζεται τουλάχιστον επιφυλακτικό για
το εάν θα βγει λευκός καπνός στο εγχείρημα και αυτή τη φορά.
«Δεν μπορείς να βασιστείς στα συμβόλαια», αναφέρει η ίδια πηγή επισημαίνοντας ότι «ακόμα και αν κόψεις το 25% των
ακραία χαμηλών ή ακραία υψηλών τιμών και επιχειρήσεις να βγάλεις μέσο όρο με
βάση τα ενδιάμεσα στοιχεία και πάλι υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθείς σε λάθος
συμπεράσματα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία τα
οποία αποτυπώνονται στο Μητρώο προέρχονται σύμφωνα με συμβολαιογράφους από τα
συμβόλαια τα οποία περνούν στο σύστημα της εφορίας προκειμένου να εκδοθεί το
πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, απαραίτητο για
κάθε μεταβίβαση ακινήτου.
Αν αυτά τα συμβόλαια τα οποία περιγράψαμε
παραπάνω ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό των νέων τιμών, οι κίνδυνοι είναι
πολλαπλοί. Η αξία της περιουσίας των Ελλήνων θα απαξιωθεί με τη «βούλα» και ο
ΕΝΦΙΑ, προκειμένου να συνεχίσει να αποδίδει βεβαίωση εσόδων 3,3 δισ. ευρώ, όπως
απαιτεί το Μνημόνιο, θα πρέπει να πάρει φωτιά σε επίπεδο συντελεστών.
Για μία ακόμα φορά το εγχείρημα προσαρμογής
των αντικειμενικών αξιών ακινήτων στην πραγματικότητα βρίσκεται στον αέρα. Αυτή
τη φορά όμως στην ειδική επιτροπή μετέχουν
και εμπειρογνώμονες των δανειστών, οι οποίοι εκλήθησαν από το
υπουργείο Οικονομικών να συνδράμουν με τεχνική βοήθεια.
«Ας αναλάβουν και αυτοί τις ευθύνες
τους», αναφέρει πηγή του
υπουργείου Οικονομικών.