Του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου
dermetzo@otenet.gr
Καθοριστική για τη συνέχεια ήταν η
συμμετοχή του μοιραίου και εύθραυστου ήρωα στο μυθικό νουάρ του Ζακ Τουρνέρ “Αμαρτωλοί
και δολοφόνοι” (1947). Η ταινία φαίνεται πως καθόρισε το στιλ και την καριέρα του
Ρόμπερτ Μίτσαμ.
«Μοιάζεις σαν να είσαι σε
μεγάλη φασαρία». «Γιατί;» «Γιατί δεν το δείχνεις καθόλου». Αυτός ο μικρός διάλογος από το μυθικό
νουάρ του Ζακ Τουρνέρ «Αμαρτωλοί και δολοφόνοι» (1947) φαίνεται να καθορίζει το στιλ, την καριέρα
του Ρόμπερτ Μίτσαμ, που φέτος γιορτάζονται τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Το
American
Film Institute (AFI) τον
κατατάσσει στην 27η θέση των καλύτερων
αμερικανών ηθοποιών. Ουσιαστικά,
όμως, αυτό δεν λέει τίποτα κι εμείς περνάμε σε μία σειρά ερωτημάτων: ποιος υπήρξε στην πραγματικότητα αυτός ο σκληρός
άνδρας με το λακωνικό λόγο και το επιβλητικό στιλ, με τα τόσο εκφραστικά μάτια;
Τι σημαίνει ουσιαστικά ο διάλογος από το
νουάρ του Τουρνέρ; Είναι η περίπτωση ενός αρσενικού εμπλεκομένου
αλλά και σκεπτόμενου, που βάζει την ειρωνεία πάνω απ’ όλα αλλά ιδίως την τέχνη
του να υποδύεται, σύμφωνα με τις απόψεις του διακεκριμένου βρετανού κριτικού
Ντέιβιντ Τόμσον. Και τι σημαίνει, άραγε, αυτό το νυσταλέο ύφος του; Πώς
επέδρασε στην καριέρα του μία παράξενη ιστορία; Την 1 Σεπτεμβρίου του 1948 συνελήφθη μαζί με την ηθοποιό Λίλα Λιντς για
κατοχή μαριχουάνας. Έμεινε 43 μέρες φυλακή και στη συνέχεια αθωώθηκε. Αυτό
φαίνεται πως επηρέασε πολύ την καριέρα και το life style των ρόλων του.
Νουάρ τύπος
Ό,τι και να πω, ό,τι και να γράψω, όπου κι
αν καταλήξω, όποια κι αν είναι η άποψη άλλων ειδικών γι’ αυτόν, δεν υπάρχει
αμφισβήτηση ότι υπήρξε ένας νουάρ τύπος. Το στιλ του Μίτσαμ, εξάλλου, ταιριάζει
σε αυτό το κινηματογραφικό είδος, μια και η σωματοδομή του, η φωνή του αλλά και
η γεμάτη ενημέρωση φάτσα του κατευθύνονται προς την αντιμετώπιση ενός κόσμου
γεμάτου προδοσία, ανατροπές, ίντριγκες, μικρές τραγωδίες. Γυρίζοντας ταινίες
για 52 ολόκληρα χρόνια (1943
έως 1995), πάντα
θα τον θυμάμαι εξαιρετικό σε πολεμικά φιλμ αλλά, ιδίως, σε νουάρ. Το 1947 θα είναι ένας από τους αμαρτωλούς και δολοφόνους,
πραγματοποιώντας μια εξαιρετική επίδοση στο ρόλο ενός «χαμένου», που παραλίγο
να γλιτώσει, αλλά στο τέλος τον αλέθουν οι κοινωνικές μυλόπετρες. Στα 1975, ο Σίντνεϊ Πόλακ θα τον σκηνοθετήσει σε ένα αποδιαρθρωμένο
νουάρ-ορόσημο για το σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο: στη «Μυστική
οργάνωση Γιακούζα»
αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει μια ιστορία, αλλά ταυτόχρονα να διορθώσει ένα
σοβαρό λάθος του, τηρώντας τη μέγιστη αξιοπρέπεια ενός σαμουράι. Νουάρ, στα
όρια του θρίλερ και του ποιητικού κινηματογράφου, είναι και «Ο
θανατοποινίτης με το σημάδι» (1955) του Τσαρλς Λότον, ένα φιλμ-ορόσημο στην καριέρα του Μίτσαμ στο
ρόλο ενός διαβολικού παπά.
Συνεχίζοντας στο ίδιο στιλ
Στα 1962, δίπλα
στον Γκρέγκορι Πεκ, θα παίξει στο σκληρό περιπετειώδες νουάρ «Οι γίγαντες
συγκρούονται», ενώ θα
κρατήσει τιμητικό ρόλο και στο ριμέικ του Σκορσέζε «Το ακρωτήρι
του φόβου» (1962). Η δεκαετία του ’70
χαρακτηρίστηκε από τη συμμετοχή του σε πολλά έγχρωμα νεονουάρ. Ταυτόχρονα,
λοιπόν, με τη «Μυστική οργάνωση Γιακούζα», που προανέφερα, θα πρωταγωνιστήσει δίπλα
στη Σαρλότ Ράμπλινγκ στο «10 δολοφόνοι για τον ντετέκτιβ Μάρλοου» (1975),
εξαιρετικό ριμέικ από τον Ντικ Ρίτσαρντς του ασπρόμαυρου «Ραντεβού με
το θάνατο» (1944) του Έντουαρντ Ντμίτρικ. Θα μου μείνει αξέχαστη η φράση που
εκστομίζει ο Μίτσαμ-Μάρλοου όταν αποκαλύπτεται όλη η δυσοσμία της ίντριγκας:
«τι κόσμος, Θεέ μου». Στα 1978 είναι
πάλι καταπληκτικός αλλά ο Μάικλ Γουίνερ δεν ευστοχεί στο «Ο
επιθεωρητής Μάρλοου ξαναχτυπά». Το νεονουάρ είναι ανιαρό, πλαδαρό και με τίποτα δεν μπορεί να
φτάσει το πρωτότυπο κλασικό αριστούργημα του Χάουαρντ Χοκς «Πάθος και
αίμα» (1946). Εξάλλου, οι συγκρίσεις με τον Μπόγκαρτ δεν είναι και οι
καλύτερες.
Σε άλλες υποδύσεις
Σε
επίπεδο γουέστερν θα τον ξεχωρίσω στα τρία ακόλουθα: «Στον ίσκιο
μιας κατάρας» (1947) του πιονέρου Ραούλ Γουόλς, όπου εντυπωσιάζει η ψυχαναλυτική
ματιά. Έχουμε, ακόμη, το έγχρωμο «Ποτάμι χωρίς επιστροφή» (1954) με τη
Μέριλιν Μονρόε να συνταξιδεύει μαζί του. Ήταν συγκλονιστικός στο «Ελ Ντοράντο» (1967) του
Χάουαρντ Χοκς και το εξαιρετικό, παραγνωρισμένο, σε κλίμα νουάρ, «Πέντε
σημαδεμένα τραπουλόχαρτα» (1968) του Χένρι Χάθαγουεϊ.
Συγκλονιστικός και αξιοπρεπής
Παρά τις άκρως αρνητικές κριτικές που
εισέπραξε, ιδίως αυτός αλλά και η ταινία, προσωπικά με συγκλόνισε στην «Κόρη του
Ράιαν» (1970), το ποιητικό, ερωτικό και πολιτικό έπος του Ντέιβιντ Λιν στην
Ιρλανδία. Υποδύεται έναν ιρλανδό δάσκαλο, που η γυναίκα του ερωτεύεται παράφορα
και τον απατά με έναν άγγλο αξιωματικό της κατεχόμενης Ιρλανδίας. Οι κάτοικοι
προπηλακίζουν και εξοστρακίζουν τη δύστυχη γυναίκα, αλλά ο Μίτσαμ, οπλισμένος
με ψυχραιμία, αξιοπρέπεια και ήθος, την κλείνει στην αγκαλιά του, τη συγχωρεί
και φεύγουν μακριά. Νομίζω πως από τότε ο Μίτσαμ προπονήθηκε για τη «Μυστική
οργάνωση Γιακούζα», που θα
ερχόταν μετά από πέντε χρόνια. Είναι πολύ εντυπωσιακός στο «Μεγάλο μυστικό της»
(1969) του Τζόζεφ Λόουζι όπου εμφανίζεται
γενειοφόρος, χαμηλότονος και απέναντί του, μαζί με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, παίζει
η Μία Φάροου. Φυσικά, δεν θα μπορέσω να ξεχάσω τον τελευταίο ρόλο της καριέρας
του στον ασπρόμαυρο «Νεκρό» (1995), το οπτικό μεταφορικό ποίημα του Τζιμ Τζάρμους. Αν και απέναντί
του είχε τον Τζόνι Ντεπ, κατάφερε να εντυπωσιάσει σε πολύ μικρή εμφάνιση.
Όσο διαφορετικά τόσο καλά
Ο Ντέιβιντ Τόμσον θα σημειώσει και πάλι
εύστοχα γι’ αυτόν: μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «κανένας αμερικανός ηθοποιός
δεν γύρισε τόσο υψηλής ποιότητας φιλμ σε τόσο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη
και στιλ». Συμφωνούμε απόλυτα μαζί του και δεν είναι μόνο οι πολύ μεγάλες
ταινίες, αλλά και κάποιες που είχαν πολλών ειδών προβλήματα. Ήταν, πάντως,
καλός και λειτουργικός στο πρωτότυπο φιλμ του Αντρέι Κοντσαλόφσκι «Οι εραστές
της Μαρίας» (1984). Πάντως, για να γυρίσουμε στα νουάρ, θα αναφερθώ στην καλύτερη
ταινία του Ντμίτρικ, τα «Διασταυρούμενα πυρά» (1947): είναι αυτή που άσκησε έντονη κριτική στο
ρατσισμό και ως εκ τούτου απασχόλησε την επιτροπή Μακάρθι. Παίζει έναν σχετικά
μικρό ρόλο δίπλα σε μεγάλους αμερικανούς ηθοποιούς όπως οι Ρόμπερτ Ράιαν και
Ρόμπερτ Γιανγκ. Να σημειώσουμε, πάντως, πως για μένα όλος ο Μίτσαμ
εκπροσωπείται απόλυτα στο κορυφαίο νουάρ του Ότο Πρέμινγκερ «Δώσ’ μου τα
χείλη σου» (1952) δίπλα στην Τζιν Σίμονς. Εύθραυστος και ταυτόχρονα δυνατός,
παθιασμένος αλλά και ενημερωμένος, αποφασισμένος αλλά και με ηθικά διλήμματα,
φαινομενικά άγεται και φέρεται από μία διαβολική γυναίκα με αγγελικό πρόσωπο,
αλλά ουσιαστικά γνωρίζει και επιβάλλει την άποψή του στην ίδια τη μοίρα. Ο
Πρέμινγκερ, ως Ευρωπαίος, με το φινάλε του φιλμ δεν προσφέρει μια ηθική κάθαρση
αλλά, ακολουθώντας τον Κλουζό, μιλά για τη «μαύρη» μοίρα των καταραμένων. Και
να κλείσω με την άποψη πάλι του Ντέιβιντ Τόμσον, την οποία ασπάζομαι απόλυτα: «Ο Μίτσαμ διέπλασε εξαιρετικά
το χαρακτήρα ενός μοιραίου ανθρώπου του υποκόσμου με μεγαλύτερη ελαφρότητα,
στιλ και άποψη απ’ ό,τι τα κατάφερε ο μέγας Μπόγκαρτ». Αυτή είναι μια πραγματικότητα που πρέπει
οπωσδήποτε να αποδεχτούμε!