«Και είπεν ο Σαμαράς ο εκ Καλαμών…»
Και εσυνάχθη ο λαός του ελλαδικού θέματος
δια να εκλέξει νέον μάγιστρον. Και
ερώτησαν οι γέροντες τον Σαμαρά
τον εκ Καλαμών: «Γιατί να ψηφίσουμε πάλι
εσένα, εφόσον τα έκαμες όπως τα έκαμες;»
Και είπεν ο Σαμαράς: «Να
με ψηφήσετε διότι είμαι καλός με τα παιδιά σας. Σαν πατέρας τους ομιλώ εις τις
πλατείες. Και έρχομαι και εις τα σπίτια σας και στρώνομαι εις τες κουζίνες σας
και σας λέγω αλήθειες. Οι άλλοι θα μας καταστρέψουν, θα μαγαρίσουν τα ιερά
εικονίσματα, θα αφήσουν τους Βένετους δίχως γήπεδο. Η Αγγελική της Αλαμανίας θα οργιστεί. Οι Φράγκοι και οι Σάξονες δεν θα μας δανείζουν
πια. Θα τριγυρνούμε στα παζάρια βαστώντας αρχαίους οβολούς και οι έμποροι θα
μας περιγελούν. Οι πτωχοί φεουδάρχες θα υποφέρουν και οι Αγαρηνοί θα
εισέρχονται στις πολιτείες μας και θα μας σφάζουν ωσάν τα αρνιά. Ζε σουί Σαρλί».
Αυτά είπε και εκάθησε. Και ακολούθως
εσηκώθη ο Αλέξιος ο
Χαρισματικός. Και τον ερώτησαν και αυτόν οι γέροντες: «Γιατί να σε ψηφίσουμε;»
Και απήντησε ο Αλέξιος: «Να με ψηφίσετε διότι
δεν είμαι εικονομάχος. Πηγαίνω εις τα Άγια Θεοφάνεια και λευτερώνω λευκές
περιστερές. Θα αλαφρύνω την φορολογία και θα ιδρύσω κολεκτίβες. Νέες συμφωνίες
θα κάμουμε με την Φραγκιά και τις παλαιές θα τις εσκίσουμε και δεν θα στάξει
μήτε η ουρά του γαϊδάρου. Σαν θα βροντήξουμε το μαγικό νταούλι, οι πραγματευτές
στα παζάρια θα καταληφθούν υπό ιεράς μανίας. Θα χορέψουν πυρρίχιο και ταραντέλα
και θα μας δανείσουν ευθύς όσα δηνάρια τους ζητήσουμε. Οι Ίβηρες θα μιμηθούν το
παράδειγμά μας, η Αγγελική
η Αλαμανή θα μας χαρίσει τα μισά χρωστούμενα και στο εξής θα ζούμε όλοι
με αγάπη και ισονομία όπως οι Γκρούβαλοι στην Ικαρία».
«Και γιατί η
Αγγελική η Αλαμανή να δεχτεί κάτι τέτοιο;» ρώτησε ένας γέροντας.
«Αν τολμά ας μην δεχτεί», απήντησε ο Αλέξιος και έκλεισε τον ζερβό του οφθαλμό.
«Γιατί μας
κλείνεις το μάτι; Μήπως όλα ετούτα είναι λόγια του αέρα και τελικώς θα πράξεις
ό,τι και οι προηγούμενοι μάγιστροι;»
«Μα πού είδατε πως σας
κλείνω το μάτι;» είπε ο Αλέξιος,
αλλά όλο και το έκλεινε.
Και ενόσω μιλούσε ο Αλέξιος, η Ραχήλ η Αλαφροΐσκιωτη
τριγυρνούσε στο πλήθος και διέδιδε πως έχει βρει μια μαγγανεία για να γεμίζουν
τα πουγκιά από μόνα τους. Και τα μισά πρωτοπαλίκαρα του Αλέξιου
την απόπαιρναν και της έλεγαν να σωπάσει, αλλά τα άλλα μισά κοιτούσαν πέρα
μακριά μήπως και έρχεται βροχή.
Και τότε, ο λαός εστράφη στον Ευάγγελο τον Λογοπλάστη.
Και εκείνος ομίλησε με φωνή αγγέλου και είπε: «Γνωρίζω πως με
απεχθάνεστε και πως δε με θέλετε μήτε ζωγραφιστό. Όμως προσέξτε. Δίχως εμέ, η
χώρα θα βουλιάξει. Ο ένας είναι δεξιός, πίνει το αίμα του λαού, μη βλέπετε που
ήμουν κολαούζος του τόσον καιρό. Και ο άλλος είναι ο Σατανάς ο ίδιος. Θέλει να
με κλειδαμπαρώσει στα κελιά. Αν δεν με ψηφίσετε θα βαστήξω την ανάσα μου μέχρι
να σκάσω, διότι έχω συνηθίσει στα οφίτσια και δεν ημπορώ να τα στερηθώ».
Ήταν η σειρά του Ανθρώπου του Ποταμού. Ετούτος
ομίλησε αργά και έχοντας θολούρα στα μάτια, όπως τότε που εδούλευε στο Μεγάλο Κανάλι
και έπιανε κουβεντολόι με τις ιερόδουλες και τους καταδίκους. «Όμορφα μιλάς»,
του είπαν οι γέροντες. «Όμως τι ακριβώς θα πράξεις
άμα βγεις τρίτος;». «Θα
φροντίσω να μείνουμε εις την Φραγκιά ώστε να κάνουμε ολημερίς καινοτομίες.
Ουδείς θα δύναται να καπαρώσει θέση για το κάρο του με καφάσι και γενικώς θα
αλλάξουμε μυαλά».
Και εσηκώθη ο Γεωργάκης ο δεύτερος, ο αθλητικός, ο
εκ του πατρός και του παππού εκπορευόμενος. Και είπαν οι γέροντες: «Άλλο πάλι και ετούτο… Τι ζητάς εσύ; Εξαιτίας σου φτάσαμε ως
εδώ». «Όχι»
απήντησε εκείνος. «Ο Κωστάκης ο Κουρασμένος έφταιγε
που μου παρέδωσε τα σπαρτά καμένα. Ψηφίστε με διότι η σκούφια μου κρατάει από
την ιερή γενιά. Καταραμένη η χώρα που δεν έχει Παπανδρέου! Ψηφίστε με δια να
κάμω δημοψήφισμα και δια σκάσει ο Ευάγγελος ο σφετεριστής».
Φωνή βροντώδης ηκούστη τότε εκ των φυλακών.
Ήτο ο Νικόλαος ο
πρακτορίσκος, ο ηγέτης του τάγματος του γαμμαδίου. «Ψηφίστε
με δια να καταργήσω τας εκλογάς και να κάμνετε ό,τι επιθυμώ», είπε. «Επί
των ημερών μου θα χαιρετούμε ο ένας τον άλλον με σηκωμένη την δεξιά
κραυγάζοντας ωσάν τους πιθήκους. Θα παλεύουμε γυμνοί εις τες αμμουδιές, θα
μαχαιρώνουμε καθ’ εκάστην ξενομερίτες και αντιφρονούντες και η θυγατέρα μου η Ουρανία θα γενεί
πριγκίπισσα».
Σειρά είχε ο Πανοκαμένος ο ημιμαθής. Τραγούδησε
μαντινάδες και εζήτησε να τον ψηφίσουν ώστε να κυβερνήσει ο Αλέξιος. «Και γιατί τότε να μην ψηφίσουμε απευθείας τον Αλέξιο;» τον
ερώτησαν οι γέροντες. «Διότι εγώ είμαι σοφός άνθρωπος και θα τον
συγκρατώ να μην κάμει τρέλες», είπε ο Πανοκαμένος. Και όλοι
εγέλασαν με το αστείο.
«Εσύ γιατί δεν
μιλάς;» ρώτησαν τον Δημήτριο τον Λενινιστή τον επονομαζόμενο και Κουτσούμπα. Και εκείνος
μίλησε και είπε: «Οι εργατικές και λαϊκές μάζες, μέσα από την
πείρα της συμμετοχής τους στην οργάνωση της πάλης σε κατεύθυνση σύγκρουσης με
τη στρατηγική του κεφαλαίου, θα πείθονται για την ανάγκη να πάρει η οργάνωση
και η αντιπαράθεσή τους χαρακτήρα εφ' όλης της ύλης και με όλες…»
«Καλά καλά»,
του είπαν οι γέροντες και εστράφησαν στον Φώτιο τον Αμφίθυμο. «Εσύ τι θα κάνεις αν –ο μη γένοιτο- σε διαλέξουμε;».
«Ίσως» απήντησε ευθαρσώς ο Φώτιος. «Δεν καταλαβαίνουμε. Τι εννοείς;» τον ερώτησαν
ξανά. «Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες αλλά σε κάθε
περίπτωση η απάντηση είναι μία: Και ναι και όχι! Είμαι απόλυτος ως προς αυτό».
Και τότε, οι γέροντες είπαν να διαλυθεί η
σύναξη και ο καθείς να πάγει εις το σπίτι του δια να συλλογιστεί τι θα πράξει.
Και ο ήλιος συνέχισε να ανατέλλει στο Θέμα της Ελλάδος...
Αύριο το Δεύτερο Μέρος