Δίνοντας μάχες όπου οι ανάγκες της
πατρίδας το επέβαλλαν, από τον Αλιάκμονα μέχρι το Ταίναρο, από τον Όλυμπο μέχρι
την Ύδρα, από το Μεσολόγγι μέχρι τα Δερβενάκια, , από την Εύβοια μέχρι τη
Μεσσηνία, αγωνιζόμενοι όχι από στενό τοπικό ενδιαφέρον ή από ανάγκη, όχι για
την προσωπική τους περιουσία και τις οικογένειές τους, αλλά μόνον για την
Πατρίδα, και την ιδέα της ελευθερίας.
Δρ Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
Πρόεδρος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
Πρόεδρος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων
Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας που οδήγησε στη
δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, υπήρξε μακρά και οργανωμένη
προσπάθεια ολοκλήρου του Ελληνισμού, του οποίου τα εθνικά γεωγραφικά όρια
χάραξε η Χάρτα του Ρήγα και το
καταστατικό της Φιλικής Εταιρίας.
Ωστόσο, η εθνική δράση των Μακεδόνων κατά το διάστημα της Ελληνικής Επανάστασης, δεν
παρουσιάσθηκε επαρκώς από τους ιστοριογράφους, με συνέπεια να εμφανίζεται
μάλλον ως σπασμωδική κίνηση που εκδηλώθηκε κατά χρονικά διαστήματα και όχι ως
συνεχής επαναστατική προσπάθεια για την αποτίναξη του ζυγού της δουλείας.
Πράγματι, ενώ όλοι γνωρίζουν για τη δράση
και την προσφορά του Γέρου του Μωριά,
του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου, του Μιαούλη
και τόσων άλλων αγωνιστών της νότιας Ελλάδας και των νησιών, ελάχιστοι
γνωρίζουν για τη δράση και την προσφορά του Γέρο-Καρατάσιου,
του Τσιάμη Καρατάσιου, του Διαμαντή, του Ζαφειράκη, του Γάτσου, του Φαρμάκη, του Ολύμπιου,
του Εμμανουήλ Παπά, του Κασομούλη, του Λασσάνη… και άλλων πολλών. Αγωνιστών, όχι με τοπική αλλά με
πανελλήνια δράση, σε όλη σχεδόν την επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και στην
Βαλκανική. Από τον Δούναβη μέχρι την Πύλο!
Ο Ξεσηκωμός στη Μακεδονία
Από τον 17ο αιώνα, οπλαρχηγοί της
Μακεδονίας σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης, πολεμώντας κατά των Τούρκων αλλά
και των στρατευμάτων του Αλή Πασά, που
είχαν φθάσει ακόμη και μέχρι τον Όλυμπο. Οι φημισμένοι οπλαρχηγοί Ιωάννης Φαρμάκης και ο Γεωργάκης Ολύμπιος, από τις σημαντικότερες ηγετικές
φυσιογνωμίες εκείνης της εποχής, μετά τις μάχες κατά των Τούρκων και των
Αλβανών του Αλή-Πασά στη Δυτική
Μακεδονία και τον Όλυμπο, βρέθηκαν στην βαλκανική ενδοχώρα μαχόμενοι κατά των
Τούρκων σε συνεργασία με τους ντόπιους ηγεμόνες της Σερβίας και της
Μολδοβλαχίας.
Μάλιστα ο Γεωργάκης
Ολύμπιος διακριθείς για τις στρατιωτικές και ηγετικές του ικανότητες,
κατά τις ρωσο-τουρκικές πολεμικές συγκρούσεις, παρασημοφορήθηκε κατ’ επανάληψη
από τους Ρώσους και του δόθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχου του Ρωσικού Στρατού,
ενώ ο Τσάρος τον συμπεριέλαβε στην συνοδεία του στο Συνέδριο της Βιέννης. Μυηθέντες αμφότεροι στην Φιλική Εταιρεία, υπήρξαν από τους κύριους
στρατιωτικούς ηγέτες στο επαναστατικό εγχείρημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αποτελώντας
τους κύριους συνεργάτες του. Εκεί ήταν, επίσης, και ο σπουδαγμένος στην Ευρώπη Γεώργιος Λασσάνης από τη Δυτική Μακεδονία,
πρώτος υπασπιστής του Υψηλάντη και χιλίαρχος του Ιερού Λόχου.
Ο ξεσηκωμός στη Μακεδονία αποτελεί μία από
τις πλέον ένδοξες αλλά και τραγικές σελίδες της Ελληνικής Επανάστασης. Ξεκινώντας στην Χαλκιδική την
23η
Μαρτίου 1821, υπό την ηγεσία του Σερραίου
τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Εμμανουήλ Παπά,
τερματίσθηκε περί τα τέλη Μαΐου του 1822 στο Βέρμιο, τον Όλυμπο και τη Δυτική Μακεδονία. Διήρκεσε δηλαδή περί
τους δεκατέσσερις μήνες, κατά τους οποίους έλαβαν χώρα γεγονότα εξαιρετικά και
θυσίες απαράμιλλες, ενώ ταυτόχρονα είχε σημαντικά θετικά αποτελέσματα για την
επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ο αντιπερισπασμός και η
καθήλωση στην Μακεδονία τουρκικών δυνάμεων που προορίζονταν για την κατάπνιξη
της εξέγερσης στη νότια Ελλάδα ήταν ευεργετική για τον αγώνα του Έθνους.
Δυστυχώς, η γεωγραφική θέση της Μακεδονίας
και το στρατηγικό μειονέκτημα που η θέση αυτή δημιουργούσε για τους
επαναστατημένους, δεν ευνόησε τις προσπάθειές τους. Ποταμοί αίματος σφράγισαν
τον ξεσηκωμό τους το 1821 και το 1822 και τους αγώνες τους για αποτίναξη του
ζυγού. Βίαια η αντίδραση των Τούρκων, με σφαγές, πυρπολήσεις και κάθε είδους
βιαιότητες κατά των εξεγερθένων Μακεδόνων. Το ολοκαύτωμα
της Νάουσας, οι σφαγές της Βέροιας και της Κασσάνδρας, η ερήμωση της
Χαλκιδικής και οι επιθέσεις στη Θεσσαλονίκη αποτελούν μερικές από τις
αιματοβαμμένες σελίδες της ιστορίας της Μακεδονίας στην αρχή της Επανάστασης.
Οι οικογένειες των πρωτεργατών Καρατάσιου,
Ζαφειράκη, Γάτσου και άλλων, υπέστησαν την σκληρότητα των κατακτητών,
πληρώνοντας ακριβό τίμημα για τον αγώνα τους.
Έτσι, η επανάσταση στη Μακεδονία ατύχησε
διπλά:
Πρώτον, διότι κατεπνίγη σύντομα, επειδή
υπήρχαν πλησίον μεγάλες τουρκικές δυνάμεις, ενώ δεν ήταν εύκολη η υποστήριξη
του αγώνα από άλλες περιοχές ή από τη θάλασσα. Αυτό καταδίκασε την Μακεδονία σε
άλλον ένα αιώνα δουλείας.
Δεύτερον, διότι η ιστορία των θυσιών της σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης
αποσιωπήθηκε, στην αρχή σκοπίμως και στη συνέχεια από αμέλεια. Μέχρι
το 1912, στην
ελεύθερη Ελλάδα δεν διδασκόταν στα σχολεία η ιστορία της Επαναστάσεως στη Μακεδονία,
ούτε η δράση των Μακεδόνων στη νότια Ελλάδα, για να μη προκληθούν οι Τούρκοι
και υποφέρουν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας. Όμως και μετά την
απελευθέρωσή της εξακολουθούσε να μη διδάσκεται η ιστορία αυτή, από συνήθεια
πλέον, αφού τα σχολικά βιβλία αντιγράφονταν από τα παλιότερα για δεκαετίες.
Συνέχιση του Αγώνα στο Νότο
Εκείνο ειδικά που δεν είναι ευρέως γνωστό,
είναι οι αγώνες που έδωσαν οι Μακεδόνες σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης σε
όλη την έκταση της υπόλοιπης επαναστατημένης Ελλάδας. Διότι μετά την αποτυχία
της Επανάστασης στην Μακεδονία, η οποία πλέον είχε πλημμυρίσει από τουρκικά
στρατεύματα, τα κέντρα αντίστασης είχαν καταστραφεί, το δε πλείστον των
πολεμιστών είχε θυσιασθεί στο πεδίο της τιμής, οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, του
Βερμίου, της Χαλκιδικής και των άλλων περιοχών, μετά από σύσκεψη στη Μονή του Αγίου Διονυσίου του Ολύμπου, αποφάσισαν τη συνέχιση του αγώνα στην νοτίως του
Ολύμπου Ελλάδα.
Ο Τάσος
Καρατάσιος, από τη Βέροια, γνωστός ως Γερο-Καρατάσος,
ο πλέον επιφανής από τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, με υπαρχηγό τον Αγγελή Γάτσο από την Αλμωπία και τους
αρματολούς Δουμπιώτη, Συρόπουλο, Λάζο,
Κώτα και με πρωτοπαλίκαρο τον γιο του Τσιάμη (Δημήτριο) Καρατάσιο, ηγούμενος
εκατοντάδων πολεμιστών διήλθε την Θεσσαλία και κατευθύνθηκε προς την Ρούμελη. Ο
Διαμαντής του Ολύμπου που είχε δικό του
αρματολίκι, παίρνοντας μαζί του τους Γούλα,
Λιάκο και Μπίνο
επικεφαλής εκατοντάδων πολεμιστών (τους Ολύμπιους»),
αναχώρησε για την Σκόπελο και την Σκιάθο.
Στη διάρκεια των επόμενων οκτώ ετών που
διήρκεσε ο Αγώνας, συνεχώς ενισχυόμενοι με νέους αγωνιστές που κατέφθαναν από
την Μακεδονία, συμμετείχαν σε πολλές επιχειρήσεις σε όλες τις περιοχές της
Ελλάδας, συμπαριστάμενοι στους κινδυνεύοντες αδελφούς τους και συμβάλλοντας
ουσιαστικά στον κοινό σκοπό. Μακεδόνες αγωνιστές υπό τους οπλαρχηγούς Καρατάσιο, Διαμαντή,
Γάτσο και άλλους έλαβαν μέρος σε πολλές
κρίσιμες μάχες σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Εύβοια, Βόρειες Σποράδες,
Αττικο-Βοιωτία, Πελοπόννησο, Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά. Αυθορμήτως ή με πρόσκληση των
ντόπιων, αλλά και με εντολές των πρώτων κυβερνήσεων της Ελλάδας.
Ο Γερο-Καρατάσος
με τους Μακεδόνες του, μέσα από την ραχοκοκαλιά της Πίνδου και των Αγράφων
έφθασε στη Ρούμελη και συνεργάσθηκε με τον Καραϊσκάκη
και άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής. Στη συνέχεια, στη Δυτική Στερεά, τάχθηκε
υπό τις διαταγές του Αλέξ. Μαυροκορδάτου,
μαζί με 300 Σουλιώτες του Μάρκου Μπότσαρη,
δίνοντας συνεχείς μάχες και διακρινόμενος για τα ηγετικά του προσόντα,
ακούραστος και ατρόμητος στη μάχη. Γράφει ο Χ. Βυζάντιος, φαλαγγάρχης των
Αθηνών κατά την επανάσταση και μετέπειτα συνταγματάρχης: «Εξαιρετικοί πατριώται,
αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολεμώ και
ευπειθέστατοι.»
Ο Αγγελής
Γάτσος πέρασε στην Αργολίδα όπου με τους άνδρες του συμμετείχε στα τέλη
Ιουλίου 1822 στη μάχη των Δερβενακίων
κατά του Δράμαλη. Ὁ Φωτάκος Χρυσανθόπουλος,
πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, αναφέρει: «Ο περίφημος καπετάνιος Γάτσος, ων εις τα όπλα εκ γενετής και σύντροφος
αχώριστος του Ολυμπίου, και οι στρατιώται του Μακεδόνες πολέμησαν εις τα
Δερβενάκια γενναίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδαν
άνδρας έχοντας ζήλον και εθνικισμόν μέγαν».
Στα επόμενα χρόνια, κάποιοι έφθασαν στο
Μεσολόγγι και συμμετείχαν στην ηρωική Έξοδο. Άλλοι διά θαλάσσης, από το Άγιο
Όρος και την Χαλκιδική στις Βόρειες Σποράδες και από εκεί στην νότια
Ελλάδα. Σημαντική η συμβολή τους στην
απόκρουση των τουρκικών στρατευμάτων που επεδίωκαν να κατέλθουν προς τον
επαναστατημένο νότο, όπως το 1823 στη μάχη του
Τρίκερι και στην Αταλάντη, κατά πολλαπλασίων στρατευμάτων του Κιουταχή όπου ο Γερο-Καρατάσος
έδειξε την ηγετική του φυσιογνωμία και την απαράμιλλη μαχητικότητά του προ του
εχθρού. Σημαντική επίσης η συμβολή τους στη διάσωση άλλων περιοχών και η
ουσιαστική υποστήριξη του αγώνα.
Διαβάζουμε για τον Καρατάσιο σε δημοσίευμα της εφημερίδας Φιλόπατρις, σε φύλλο του Μαρτίου 1857: «Το νεύμα του
ήτο προσταγή αδυσώπητος και οϊμέ εις τον παραβάτην αυτής’ η αταραξία του εν
καιρώ των μαχών ήτο αδριάντος ορειχαλκίνου αταραξία. Ουδείς είδεν αυτόν έφ΄
όλης του της ζωής οπισθοχωρήσαντα ενώπιον των εχθρών. Τον ένθυμούμαι όταν επί
της Μαγνησίας κατεπολέμει τους Τούρκους μόλις ήριθμούμεθα δισχίλιοι περί τον
Παποϋν και εναντίον ημών αλλεπάλληλα και ατελείωτα έφόρμων των απίστων τα στίφη
εις το οροπέδιον των Τρικκέρων. Τέσσαρας ημέρας διήρκεσεν η μάχη επί της αυτής
πέτρας, ο Γέρως ασάλεντος ώς η πέτρα αυτή και την σήμερον ακόμη δεικνύεται από
τους εντρόμους κατοίκους ο τόπος εφ΄ ον εκάθετο κατά την τετραήμερον εκείνην
σφαγήν».
Στις 26
Αυγούστου 1823, έλαβε χώρα στη Σκιάθο σύσκεψη
εννέα Ολυμπίων αρχηγών, παρισταμένου εκ μέρους της Κυβερνήσεως του Χριστόφορου Περραιβού. Εκεί ύπεγράφη
συνυποσχετικό του αγώνα με το οποίο αναγνώρισαν παμψηφεί ως Γενικό Αρχηγό τον Στρατηγό Καρατάσιο και υποσχέθησαν υπακοή σ’
αυτόν. Αποφασίσθηκε επίσης η κατάληψη της Θεσσαλίας και το κλείσιμο των στενών
των Τεμπών. Στους 3.000 άνδρες ανέρχονταν οι Μακεδόνες της Σκιάθου, της
Σκοπέλου και του Ευρίπου. Υπολόγιζαν στο ότι θα προσέρχονταν για τον αγώνα
διπλάσιοι Πηλιορείτες και άλλοι Θεσσαλοί. Ωστόσο, η Κυβέρνηση έχοντας υπόψιν
την έξοδο του Οθωμανικού στόλου, την
εκστρατεία του Πασά της Σκόδρας και τις
πολεμικές προπαρασκευές του Κιουταχή
στη Λάρισα, απαγόρευσε με έγγραφες και προφορικές διαταγές την ενέργεια αύτη.
Την επόμενη χρονιά δύναμη 1.200 πολεμιστών Μακεδόνων, από τους οποίους οι
περισσότεροι κατάγονταν από τη Χαλκιδική, με διαταγή της Κυβερνήσεως
απεστάλησαν στα Ψαρρά για να συμπολεμήσουν με τους ντόπιους. Ήταν και αυτοί
μεταξύ των ηρωικών θυμάτων της αυτοθυσίας στη νήσο αυτή.
Σημαντικότατη υπήρξε η συμβολή τους στην
αντιμετώπιση του Ιμπραήμ, τον Μάρτιο
του 1825, όπου ο Γερο-Καρατάσιος – ουσιαστικός αρχηγός – έδειξε τα ηγετικά και
στρατιωτικά του χαρίσματα. Ας σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί ο εμφύλιος σπαραγμός
μεταξύ Πελοποννησίων και Ρουμελιωτών που είχε ως αποτέλεσμα την ερήμωση της
Πελοποννήσου, την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και τον διασκορπισμό των
περισσοτέρων Πελοποννησίων ηγετών και πολεμιστών. Η νίκη του Καρατάσιου στη μάχη
της Σχοινόλακας Μεσσηνίας, τον Μάιο του
1825, ενθουσίασε την κυβέρνηση και έδωσε
κουράγιο στους επαναστατημένους. Η μάχη αυτή,
η πρώτη νικηφόρα μάχη κατά του Ιμπραήμ,
εορτάζεται κατ’ έτος από τον Δήμο Πύλου, στις 15 Μαρτίου.
Γράφει σχετικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Οι νικηφόροι Μακεδόνες έπεμψαν
εις Τρίπολιν, ως απαρχήν του νέου τούτου είδους πολέμου, ον επρόκειτο ήδη να
διεξαγάγωσιν οι Έλληνες, 109 λογχοφόρα όπλα. Τω όντι τότε κατά πρώτον τα
άρρυθμα ημών στίφη προς τακτικόν αντεπαρετάχθησαν τάγμα και μολονότι ουδεμίαν
έλαβον επικουρίαν, αλλ’ όμως δια την ατρόμητον ανδρείαν και μάλιστα δια την
επιτηδειότητα του αρχηγού (σσ. του Καρατάσιου), κατώρθωσαν να κατισχύσωσι.»
Στη συνέχεια ο Καρατάσιος ανταποκρινόμενος σε αίτημα των Υδραίων (ύστερα από προτροπή του ναυάρχου
Μιαούλη) και με εντολή της κυβέρνησης,
έσπευσε με 1200 άνδρες του προς υπεράσπιση της Ύδρας η οποία κινδύνευε από τον
στόλο του Ιμπραήμ. Εκεί προσέτρεξαν και
άλλοι 500 Μακεδόνες με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς τους Μήτρο Λιακόπουλο από τον Όλυμπο, Αποστολάρα,
και Ιωάννη Εμμ. Παπά. Έφθασαν επίσης 40
Ρουμελιώτες και άλλοι 200 από τη Σαλαμίνα, τεθέντες όλοι υπό τον Καρατάσιο. Στην Ύδρα παρέμεινε μέχρι το τέλος
του 1825, οπότε με εντολή της κυβέρνησης (31/12/1825) μετέβη και πάλι στην
Πελοπόννησο, δεδομένου ότι “η
Διοίκησης έκρινεν αναγκαίον να φέρη εις την Πελοπόννησον τον στρατηγόν
Καρατάσιον με τους υπό την οδηγίαν του οπλαρχηγούς διά να ευρίσκεται εν καιρώ
χρείας εν σώμα αρκετόν και συγκείμενον από ανδρείους και εμπειροπολέμους
στρατιώτας και να χρησιμεύση εναντίον του εχθρού…”
Την ανάκληση του Καρατάσιου στον Μωριά, είχε ζητήσει από την κυβέρνηση (από το θέρος του 1825) και ο, εν τω μεταξύ αποφυλακισθείς, αρχιστράτηγος Θ. Κολοκοτρώνης. Απαντώντας η κυβέρνηση
(επιστολή υπ. αρ. 55/25-6-1825) του γράφει: “Η Διοίκησης έγραψε μετ’ επιμονής εις την Ύδραν δια να μεταφέρη όλα τα
εκεί ευρισκόμενα σώματα υπό την οδηγίαν του στρατηγού Καρατάσιου, συμποσούμενα
εις 3.000 περίπου…”
Ο Γερο-Καρατάσιος
αναχώρησε από την Ύδρα στις αρχές του 1826 και μετέβη στην περιοχή της
Αρκαδίας, όπου ηγούμενος δύναμης 2.000 πολεμιστών, μαζί με Μοραΐτες και
Ρουμελιώτες, με υπαρχηγό τον Αγγελή Γάτσο,
συνέχισε τον αγώνα για να ανακόψει τις προελαύνουσες φάλαγγες τους Ιμπραήμ.
Ο Καρατάσιος και οι άλλοι «Ολύμπιοι»
Ο χώρος δεν επιτρέπει την λεπτομερή
περιγραφή της δράσης του Καρατάσιου και
των άλλων «Ολυμπίων». Σημειώνεται απλώς ότι, περί τον Νοέμβριο του 1826, με εντολή της Κυβέρνησης
μετέβη εκ νέου στα νησιά, όπου διορίσθηκε αρχηγός της περιφέρειας αυτής. Στη
συνέχεια, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, κληθείς από τον Ι. Γκούρα, που είχε διορισθεί αρχιστράτηγος
της Ανατ. Ελλάδας, μετέβη στα Μέγαρα για την αντιμετώπιση του Κιουταχή που είχε
καταλάβει την Αττική. Και πάλι όμως με νέα διαταγή της κυβέρνησης,
διαπεραιώθηκε στην Εύβοια, επιτεθείς κατά των εκεί Τούρκων, επιτυγχάνοντας να
εξαναγκάσει τους Τούρκους που είχαν συμπαραταχθεί με τον Κιουταχή να επανέλθουν στη νήσο,
εξασθενίζοντας αρκούντως το τουρκικό στράτευμα στην Αττική.
Με την έναρξη της τακτικής συγκρότησης του
Στρατού από τον Καποδίστρια, ο Γερο-Καρατάσιος, ο σημαντικότερος ηγέτης των
μακεδονικών τμημάτων στη επαναστατημένη Ελλάδα – που οι Μωραίτες τον αποκαλούσαν ο Γέρος της Μακεδονίας – ανέλαβε την διοίκηση της 7ης Χιλιαρχίας με έδρα την Ναύπακτο. Εκεί
τον βρήκε ο θάνατος, τον Ιανουάριο του
1831, μετά από 45 έτη υπηρεσίας
στον αγώνα, υπηρεσίας ανιδιοτελούς και ιδιαίτερα καρποφόρου. Ο γιος του Τσιάμης Καρατάσιος, 34 ετών τότε, τον
διαδέχθηκε στη διοίκηση της χιλιαρχίας. Αργότερα, πιστός στην υπόσχεση που
έδωσε στον πατέρα του, να μη σταματήσει να μάχεται για την απελευθέρωση της
Πατρίδας, συνέχισε τον αγώνα, διατρέχων την Βαλκανική και οργανώνοντας
εξεγέρσεις κατά των Τούρκων, αποθανών τελικά στο Βελιγράδι.
Ο Αγγελής
Γάτσος, υπήρξε υπόδειγμα αγωνιστή με ηεγτικά προσόντα. Οι ιστορικοί τον
περιγράφουν ως έχοντα «ανάστημα
πελώριον, κεφαλήν μεγάλην και μύστακα δασύν, βλέμμα εκφράζον απλότητα και
τόλμην και φωνήν τραχείαν, ρωμαλέο, φιλάνθρωπο και ανδρειότατο, όσον δε ήτο
ήπιος και αγαθός εν ειρήνη, τόσον οργίλος και καταστρεπτικός ήτο εις τας μάχας». Μετά την Επανάσταση εγκαταστάθηκε μαζί με 2.000 περίπου Μακεδόνες
αγωνιστές, με τις οικογένειές τους, στην Αταλάντη της Φθιώτιδας, σε έκταση που
τους παραχωρήθηκε, την οποία ονόμασαν Νέα Πέλλα. Εκεί πέθανε το 1839, άσημος και πτωχός.
Πολλοί και σημαντικοί οι
υπόλοιποι Μακεδόνες αγωνιστές, αρκετοί εκ των οποίων ανέλαβαν διακεκριμένες
θέσεις στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα. Οι πλέον εγγράμματοι, όπως ο Νικόλαος Κασομούλης, ο Γεώργιος Λασσάνης και αρκετοί άλλοι, έφθασαν
σε υψηλά αξιώματα, πολιτικά και στρατιωτικά.
Ο Νικόλαος
Κασομούλης (Σιάτιστα 1797 – Στυλίδα 1872), στη
διάρκεια της πολυποίκιλης δράσης του, βρέθηκε το 1826 μεταξύ των πολιορκημένων
στο Μεσολόγγι, μαζί με τους αδερφούς του, Δημήτριο
και Γεώργιο. Συνέταξε την απόφαση της
Εξόδου καθ’ υπαγόρευση του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ,
και του ανατέθηκε ο συντονισμός των ενεργειών όλων των τμημάτων, κατά την
Έξοδο, κατά την οποία τραυματίστηκε θανάσιμα ο αδερφός του Δημήτριος. Οι χρονογραφικές του σημειώσεις
του Κασομούλη για την Ελληνική Επανάσταση του 1821
παραμένουν από τις σημαντικότερες πηγές της περιόδου και αποτελούν μνημείο της
ελληνικής ιστορίας. Γράφτηκαν στη διάρκεια του Αγώνα και εκδόθηκαν υπό τον
τίτλο «Αρχεία της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας, Νικολάου Κ. Κασομούλη αγωνιστού
του 1821, Μακεδόνος. Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821
-1833», θεωρούμενα ως τα πλέον πιστά
προς την αλήθεια από οποιαδήποτε άλλο γραπτό μνημείο της περιόδου εκείνης.
Ο Γεώργιος
Λασσάνης, από την Κοζάνη, ήταν ο πιστός υπασπιστής του Αλεξάνδρου Υψηλάντη από την έναρξη της
Επανάστασης τον Φεβρουάριο του 1821 στη Μολδοβλαχία που τον συνόδευσε στη
φυλακή και τελικά του έκλεισε τα μάτια στη Λωζάνη τον Ιανουάριο του 1928.
Έφθασε στην Ελλάδα λίγο μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη του στρατού
της Ανατολικής Ελλάδος, τελούντος υπό την γενική αρχηγία του Δημητρίου Υψηλάντη. Διακρίθηκε σε πολλές
μάχες ενώ συμμετείχε υπό τον Υψηλάντη στη μάχη
της Πέτρας, την τελευταία μάχη του Αγώνα. Αργότερα έφθασε στον βαθμό του
υποστρατήγου, διατελέσας και υπουργός Οικονομικών, αποθανών στην Αθήνα το 1865.
Ο Εμμανουήλ
Παπάς, ο εύπορος μεγαλέμπορος από τις Σέρρες, που μυημένος από πολύ
νωρίς στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη, διέθεσε τα πάντα για την
Πατρίδα. Με το αρχηγείο του στο Άγιο Όρος έγινε ο ηγέτης της επανάστασης στην
περιοχή της Χαλκιδικής και ευρύτερα. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματός του,
διέφυγε διά θαλάσσης, από το Άγιο Όρος για την Ύδρα, προκειμένου να συνεχίσει
του αγώνα, καταβεβλημένος όμως από τις κακουχίες, απεβίωσε
εν πλω. Η οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά,
αποτελεί υπόδειγμα αυταπάρνησης και αφοσίωσης στην Πατρίδα. Είχε οκτώ γιούς και
μία θυγατέρα. Οι επτά από τους γιούς του έφυγαν από τα ιδιόκτητα μέγαρά τους
στη Δυτική Ευρώπη και την Κωνσταντινούπολη, και ακολούθησαν τον πατέρα τους,
συνεχίζοντας τον αγώνα στη Νότια Ελλάδα, δίνοντας
τη ζωή τους: ο Αλέξανδρος
στο Μεσολόγγι στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη,
ο Νικόλαος στο Φάληρο στο πλευρό του Καραϊσκάκη, ο Ιωάννης
στο Μανιάκι στο πλευρό του Παπαφλέσσα,
ο Γεώργιος στη Λαμία. Ο Δημήτριος απαγχονίσθηκε στο Νεόκαστρο
Μεσσηνίας ενώ ο Aθανάσιος
αποκεφαλίσθηκε στην Χαλκίδα. Ο Αναστάσιος
ήταν ο μόνος που έμεινε στη Βιέννη και ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα.
Επίλογος
Επίλογος
Οι Μακεδόνες αγωνιστές, δίνοντας μάχες όπου
οι ανάγκες της πατρίδας το επέβαλλαν, ενισχυόμενοι συνεχώς με νέους πολεμιστές
από τις περιοχές της Μακεδονίας, προσέφεραν ότι μπορούσαν για τον εθνικό σκοπό.
Πολλοί θυσίασαν, όχι μόνο τις περιουσίες τους αλλά και τις οικογένειές τους.
Από τον Αλιάκμονα μέχρι το Ταίναρο, από τον Όλυμπο μέχρι την Ύδρα, από το
Μεσολόγγι μέχρι τα Δερβενάκια, από την Εύβοια μέχρι τη Μεσσηνία, αγωνιζόμενοι
όχι από στενό τοπικό ενδιαφέρον ή από ανάγκη, όχι για την προσωπική τους
περιουσία και τις οικογένειές τους, αλλά μόνον για την Πατρίδα, και την ιδέα
της ελευθερίας.
Με το όνομα «Ολύμπιοι», ο ιστορικός μπορεί να ανεύρει
αγωνιστές σε πολλά μέρη. Στην Ήπειρο, τον Μωριά, τη Στερεά, την Εύβοια, την
Ύδρα, τη Σκιάθο, τα Ψαρά, την Κρήτη υπάρχουν, ανάμεσα στις εκατόμβες των
πεσόντων αγωνιστών, Μακεδόνες οι οποίοι μαζί με τους νότιους αδελφούς τους,
έδωσαν τη ζωή τους για τους σκοπούς του Αγώνα.
Πολλά τα διδάγματα που λαμβάνουμε από τα
γεγονότα και τις προσωπικότητες της Επαναστάσεως του ’21. Θετικά, αλλά και αρνητικά. Αμέτρητοι
ηρωισμοί αλλά και πράξεις θλιβερές που στιγμάτισαν τον Αγώνα, χωρίς βεβαίως να
αλλοιώνουν τη τεράστια σημασία του. Προκειμένου, ωστόσο, να επιτευχθεί η
ακριβής εκτίμηση των προσώπων και της δράσης τους είναι ανάγκη να εξετασθεί και
να ερευνηθεί η οργάνωση και η δράση όλων των περιοχών της Ελλάδας και όλων των
αγωνιστών. Μέσα από μια τέτοια ιστορική έρευνα μπορούμε να ελπίζουμε ότι και οι αγωνιστές της Μακεδονίας θα καταλάβουν την
θέση που τους ανήκει στο Πάνθεο
των Ηρώων του Έθνους.