Νικόλαος Μπάρδης
Το ημερολόγιο έγραφε 14 Ιουνίου 1873, μία ημέρα ακριβώς πριν από
την ημερομηνία που ο Σλήμαν είχε ορίσει
ως το τέλος των ανασκαφών του. Και δεν ήταν μία απλή ανακάλυψη... Επρόκειτο για
την εντυπωσιακότερη ανακάλυψή του στη δυτική τομή του τείχους της Τροίας IIg, της περίφημης «πυρπολημένης πόλης», την οποία ο ίδιος
ταυτίζει με την ομηρική Τροία. Μεταξύ των διάφορων αρχαιολογικών ευρημάτων, ο Σλήμαν ανακάλυψε
και τον χρυσό της πόλης, μέσα σε ένα κουτί, που συνήθως αποκαλείται
ως ο «θησαυρός
του Πριάμου».
«Φαίνεται ότι κάποιο μέλος της οικογένειας του Πριάμου έκλεισε βιαστικά τον θησαυρό μέσα σ' αυτό το κιβώτιο και το πήρε μαζί του χωρίς να προφθάσει να βγάλει το κλειδί από την κλειδαριά. Καθώς όμως έφθανε στο κυκλικό τείχος, τον πρόλαβε ο εχθρός ή η φωτιά, και αναγκάστηκε να αφήσει το κιβώτιο, που αμέσως σκεπάστηκε από ένα στρώμα κόκκινης στάχτης και τα ερείπια του διπλανού βασιλικού παλατιού», αναφέρουν οι πρώτες υποθέσεις αναφορικά με τον εντοπισμό των κοσμημάτων. Έκτοτε, οι περιπέτειες του χρυσού θα είναι μεγάλες...
Ο ερασιτέχνης, τότε, αρχαιολόγος πραγματοποιούσε εργασίες στο ύψωμα του Χισαρλίκ μαζί με την Ελληνίδα σύζυγό του, Σοφία, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, καθώς είχε μεν υποσχεθεί πως θα παραδώσει τα μισά ευρήματά του στην τουρκική κυβέρνηση, δεν είχε ωστόσο την παραμικρή πρόθεση να τηρήσει την υπόσχεσή του.
«Φαίνεται ότι κάποιο μέλος της οικογένειας του Πριάμου έκλεισε βιαστικά τον θησαυρό μέσα σ' αυτό το κιβώτιο και το πήρε μαζί του χωρίς να προφθάσει να βγάλει το κλειδί από την κλειδαριά. Καθώς όμως έφθανε στο κυκλικό τείχος, τον πρόλαβε ο εχθρός ή η φωτιά, και αναγκάστηκε να αφήσει το κιβώτιο, που αμέσως σκεπάστηκε από ένα στρώμα κόκκινης στάχτης και τα ερείπια του διπλανού βασιλικού παλατιού», αναφέρουν οι πρώτες υποθέσεις αναφορικά με τον εντοπισμό των κοσμημάτων. Έκτοτε, οι περιπέτειες του χρυσού θα είναι μεγάλες...
Ο ερασιτέχνης, τότε, αρχαιολόγος πραγματοποιούσε εργασίες στο ύψωμα του Χισαρλίκ μαζί με την Ελληνίδα σύζυγό του, Σοφία, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, καθώς είχε μεν υποσχεθεί πως θα παραδώσει τα μισά ευρήματά του στην τουρκική κυβέρνηση, δεν είχε ωστόσο την παραμικρή πρόθεση να τηρήσει την υπόσχεσή του.
Από την ανασκαφή ήρθαν στο φως ασπίδες, χύτρες, αργυρά, ορειχάλκινα και χρυσά αγγεία, χρυσά
κύπελλα και άλλοι αρχαίοι θησαυροί, από τους οποίους ξεχωρίζουν δύο χρυσά
διαδήματα, 56 χρυσά σκουλαρίκια και 8.883 χρυσά αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία
δύο διαδήματα, 24 περιδέραια, ενώτια, πόρπες, ειδώλια και κύπελλα.
Εκείνη τη μοναδική στιγμή της ανακάλυψης, ο Σλήμαν
-που
χαρακτηριζόταν από μεγάλο πάθος για την αρχαιότητα και τους μύθους της, αλλά
κατείχε λιγοστές επιστημονικές γνώσεις αρχαιολογίας- ήταν βέβαιος
ότι είχε ανακαλύψει την ομηρική Τροία και το θησαυρό του Πριάμου.
Όταν ο Ερρίκος και η Σοφία ανακάλυψαν το 1873 τον «Θησαυρό του Πριάμου», η Σοφία πόζαρε στον φωτογραφικό φακό με το διάδημα που ο Σλήμαν απέδιδε στην Ωραία Ελένη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Σλήμαν δεν είχε ανακαλύψει την ομηρική Τροία, αλλά μία από τις εννιά πόλεις που είχαν ακμάσει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους στον λόφο του Χισαρλίκ. Τα ευρήματά του χρονολογούνται 1.000 χρόνια νωρίτερα από την εποχή του Τρωικού Πολέμου!
Ο μύθος θέλει τον Σλήμαν και τη Σοφία να παίρνουν κρυφά τον θησαυρό από την Τουρκία και να μεταφέρουν τα χρυσά αντικείμενα τυλιγμένα στο σάλι της Σοφίας… Ο θησαυρός κρύφτηκε και διασκορπίστηκε σε φίλους σε όλη την Ελλάδα, για να μην μπορέσει να τον διεκδικήσει ούτε η τουρκική, ούτε η ελληνική κυβέρνηση.
Ο Σλήμαν
απευθύνθηκε ωστόσο στην ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί τα πολύτιμα ευρήματα
που είχε οικειοποιηθεί, με αντάλλαγμα την
άδεια της ανασκαφής των Μυκηνών. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε κατ'
αρχήν το θησαυρό, αλλά του έδωσε την άδεια της ανασκαφής με την προϋπόθεση να
παρακολουθείται από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.Όταν ο Ερρίκος και η Σοφία ανακάλυψαν το 1873 τον «Θησαυρό του Πριάμου», η Σοφία πόζαρε στον φωτογραφικό φακό με το διάδημα που ο Σλήμαν απέδιδε στην Ωραία Ελένη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Σλήμαν δεν είχε ανακαλύψει την ομηρική Τροία, αλλά μία από τις εννιά πόλεις που είχαν ακμάσει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους στον λόφο του Χισαρλίκ. Τα ευρήματά του χρονολογούνται 1.000 χρόνια νωρίτερα από την εποχή του Τρωικού Πολέμου!
Ο μύθος θέλει τον Σλήμαν και τη Σοφία να παίρνουν κρυφά τον θησαυρό από την Τουρκία και να μεταφέρουν τα χρυσά αντικείμενα τυλιγμένα στο σάλι της Σοφίας… Ο θησαυρός κρύφτηκε και διασκορπίστηκε σε φίλους σε όλη την Ελλάδα, για να μην μπορέσει να τον διεκδικήσει ούτε η τουρκική, ούτε η ελληνική κυβέρνηση.
Ο θησαυρός, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του, κατέληξε το 1880 στο Μουσείο του Βερολίνου. Ένα μικρό μέρος του είχε κρατήσει η Σοφία Σλήμαν, η οποία και το δώρισε κατόπιν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ ένα άλλο είχε δοθεί στην Τουρκία με αντάλλαγμα άλλη ανασκαφή στην Τροία.
Ο μυθικός θησαυρός παρέμεινε στο Μουσείο του Βερολίνου για 44 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (1945). Καθώς ο συμμαχικός στρατός ετοιμαζόταν να εισβάλει στην πόλη, η συλλογή μπήκε σε τρία μεγάλα κουτιά και κρύφτηκε σε μυστικό καταφύγιο κάτω από τον Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου, προκειμένου να είναι ασφαλής. Και κάπου εκεί χάθηκαν τα ίχνη του για 40 και πλέον χρόνια…
Μετά το τέλος του πολέμου ουδείς γνώριζε τι είχε απογίνει η συλλογή. Τα τρία κουτιά δεν βρέθηκαν ποτέ και το μόνο μέρος που σωζόταν ήταν τα ευρήματα που φιλοξενούσε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και εκείνα που βρίσκονταν στην Τουρκία.
Τα κοσμήματα που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών, τα ανακάλυψε ο Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann) στην Τροία και αποτελούν μέρος του λεγόμενου «μεγάλου θησαυρού», ή «θησαυρού Α» της πόλης, ή αλλιώς «θησαυρού του Πριάμου». Το σύνολο περιλαμβάνει δύο ζεύγη χρυσών ενωτίων σε σχήμα ημισελήνου και 1761 ψήφους διαφόρων τύπων (δακτυλιόσχημες, δισκόμορφες, τετράπλευρες, σωληνωτές και σχήματος οδοντωτού τροχού), από τις οποίες έχουν συγκροτηθεί έξι περιδέραια σύμφωνα με το σχήμα τους. Τα περιεχόμενα σε αυτούς κοσμήματα (διαδήματα, ενώτια, σφηκωτήρες για τα μαλλιά, περιδέραια, περόνες) εντυπωσιάζουν όχι μόνον την αισθητική τους αλλά και την τεχνική της κατασκευής τους (συρματερή, κοκκίδωση κά.).
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο διαθέτει μία μικρή, αλλά αξιόλογη και αντιπροσωπευτική συλλογή αρχαιοτήτων (αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα, οστέινα και χάλκινα εργαλεία και μικροαντικείμενα) από τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στην Τροία. Δωρήθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Σλήμαν από την Ελληνίδα σύζυγό του, Σοφία.
Μετά την εξαφάνιση των θησαυρών της Τροίας από το Μουσείο του Βερολίνου στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μικρή συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και εκείνη του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα, τα μόνα αυθεντικά δείγματα της ιδιαίτερα εξελιγμένης τεχνολογικά τρωικής μικροτεχνίας.
Το 1993, όμως, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης (1991), τα κουτιά που περιείχαν τον περίφημο θησαυρό βρέθηκαν σε μια θυρίδα στο Μουσείο Πούσκιν της ρωσικής πρωτεύουσας. Όπως αποκαλύφθηκε, τον θησαυρό είχε ανακαλύψει ο Κόκκινος Στρατός, όταν είχε καταλάβει το Βερολίνο, και είχε σταλεί υπό άκρα μυστικότητα με αεροπλάνο στη Μόσχα, όπου και παρέμεινε μέχρι την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Πούσκιν, ενώ διεκδικείται από το Μουσείο του Βερολίνου. Οι ρωσικές αρχές όμως αρνούνται την επιστροφή του, θεωρώντας πως τους ανήκει ως αποζημίωση για τα δεινά του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι περιπέτειες του θησαυρού όμως δεν τελειώνουν εδώ. Πριν από τρία χρόνια (2013), το Μουσείο Αρχαιολογίας της Πενσυλβανίας των Ηνωμένων Πολιτειών δάνεισε στην τουρκική κυβέρνηση μια συλλογή χρυσών κοσμημάτων, που, όπως αποκαλύφθηκε, ανήκουν και αυτά στη συλλογή του Πριάμου και έφθασαν στην κατοχή του Μουσείου ως προϊόν αρχαιοκαπηλίας. Μπορεί τα επόμενα χρόνια να βρεθούν και άλλα τμήματα του «χαμένου θησαυρού». Όπως και να ‘χει πάντως, η χρυσή κληρονομιά του βασιλιά της Τροίας θα βρίσκεται μοιρασμένη στα πέρατα της οικουμένης.