ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΤΕ ΡΕ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕ!



Γράφει ο "Ε"
    Τι είναι τελικά ο κουραμπιές βρε αδελφέ; Μήπως είναι γλύκισμα ή άνθρωπος; Εγώ ο γράφων το γνώριζα μόνον σαν γλύκισμα, που το παρασκεύαζε η μητέρα μου και η μεγάλη αδελφή μου, ιδιαίτερα την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων.

    Είχε μέσα αλεύρι και βούτυρο, πασπαλισμένη ζάχαρη – άχνη, και βάζανε μέσα και σπασμένα αμύγδαλα ή καρύδια, και μετά το ψήσιμο στο φούρνο του χωριού το στόλιζαν σ’ ένα ωραίο γυάλινο μεγάλο πιάτο και το τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι, για στολίδι.
    Είχε μια σκανδαλιστική μυρωδιά και ήταν ένα μεγάλο σκάνδαλο για μας τα παιδιά, τω καιρώ εκείνω.
    Η μάνα μου – για να μη τα φάμε κρυφά, μας έλεγε ότι τα έχει μετρημένα, και όποιος φάει χωρίς την άδειά της θα τις φάει στην πλάτη με την «ουφλαού» το πλαστήρι δηλαδή. Και για να είμαι ειλικρινής ήμουν ένας παραβάτης, που την παράβασή μου αυτή, με το γλυκό του κουταλιού από ντοματάκι, δεν το εξομολογήθηκα ποτέ. Πάντα όμως η παραβατικότητα, προς την εντολή της μάνας, με κυνηγούσε για πολλά χρόνια. Τώρα, πιστεύω ότι παραγράφτηκαν αυτού του είδους τα πλημμελήματα στο σπίτι. Αλλά η νοστιμιά του φρέσκου κουραμπιέ, ακόμα με την ανάμνησή του με κάνει να γλύφω – άθελά μου – τα χείλη και τα δάκτυλα.
    Άρα ο κουραμπιές, σίγουρα είναι γλυκό του σπιτιού και τώρα όλων των ζαχαροπλαστείων. Δεν καταργήθηκε ποτέ και μένει περιζήτητο γλυκό, μέσα στο χρόνο. Αλλά ο κουραμπιές είναι και όνομα ανθρώπου, και μάλιστα, πολύ υποτιμητικό. Το άκουγα συχνά, σαν έκφραση που μείωνε το πρόσωπο κάποιου. Όπως λέγανε και για τον χαλβά. Άντε ρε, αυτός είναι χαλβάς. Δηλαδή ωραίος, παχουλός, γλυκούλης, αλλά κούφιος – άμυαλος και αδύναμος. Ενώ για το λουκούμι πάντα το λέγανε με καλή διάθεση.   «Να τον φας σαν λουκούμι και να τον πιεις σαν το κρύο το νερό». Αλλά για τον κουραμπιέ που ήταν όνομα κάποιου ανθρώπου, το λέγανε με τόση υποτίμηση του προσώπου του. Κουραμπιές, ίσον άμαχος, απόλεμος, άπειρος, στον πόλεμο και στη μάχη. Απόλεμος και άκαπνος στρατιώτης.

    Και πως προέκυψε αυτό; Το πρόσωπο αυτό   δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο, αλλά έγινε θρύλος, που το κουβεντιάζανε για κάποιον νέο, μορφωμένο, ωραίο, φιλόδοξο, σ’ ένα γλέντι που έγινε σ’ ένα εξοχικό κέντρο, με σαμπάνιες και κρασιά, μετά την μάχη του Σαραντάπορου. Το πρόσωπο αυτό – το θρυλικό – μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης, από τα ελληνικά στρατά, διέδιδε με πολύ τέχνη – ειδήσεις φανταστικές – και πως αυτός συμμετείχε στην κατάστρωση των πολεμικών σχεδίων, και ότι είχε «πάντα έγκυρες πληροφορίες» και έτσι πετύχαινε να διαδώσει καλές ειδήσεις περί κατορθωμάτων που είχε και την δική του βοήθεια και σφραγίδα. Πάντα και παντού δήλωνε, ότι αγαπάει την πατρίδα, και είναι πιστός στο καθήκον, για να χύσει το αίμα του εις το πεδίον της μάχης. Έλεγε, ότι ήρθε εθελοντής από τη Γαλλία, όπου σπούδαζε εις τας Ευρώπας, για να πολεμήσει ηρωικώς, υπέρ της πατρίδας.
    Λένε, ότι μετά την άλωση των Ιωαννίνων, ο Κουραμπιές, είχε ξεπεράσει τα όρια της φαντασίας και επιδείξεως. Ότι αυτός ήταν ο κύριος της καταστάσεως στην Δ’Μεραρχία που νίκησε τους Τούρκους. Τελικά ο Κουραμπιές δεν έλαβε ποτέ μέρος σε κάποια μάχη, αλλά πάντα μετά μια νικηφόρα μάχη, ήθελε να είναι ο συμμετέχων στα επινίκια! Μα σαν πέρασαν τα χρόνια, ο θρύλος του κουραμπιέ, έμεινε στο στρατό και στα καφενεία.
    Έτσι όσοι στρατιώτες για διάφορους λόγους, δεν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης και ήταν άκαπνοι στρατιώτες, τους λέγανε «κουραμπιέδες». Ότι τα ρούχα τους ήταν πάντα σιδερωμένα και τα παπούτσια τους βαμμένα και παρίσταναν τον ήρωα.
    Έτσι οι άλλοι στρατιώτες και ο λαός, όταν έβλεπε έναν στρατιώτη περιποιημένο, τον χαρακτήριζαν «κουραμπιέ». Έτσι για να γλιτώσουν την καζούρα των κοριτσιών, όταν βγαίνανε έξω, τσαλάκωναν τα ρούχα τους και δεν έβαφαν τα παπούτσια τους, για να δείχνουν ότι μόλις γύρισαν με άδεια από το μέτωπο του πολέμου, για να τους δέχονται σαν ήρωες και όχι σαν κουραμπιέδες.
    Τελικά – λένε, ότι ο Κουραμπιές ο πραγματικός δεν πήγε στον πόλεμο, διότι ήταν μεταφραστής στις συναντήσεις των αξιωματικών με τους Ευρωπαίους. Αλλά η ρετσινιά έμεινε. Τι κακό η ρετσινιά!...
Και ακόμα μία περιγραφή του ‘’κουραμπιέ’’.
    Κουραμπιές δεν είναι μόνο το γνωστό γλύκισμα αλλά και ο απόλεμος στρατιωτικός, που επιδιώκει να μένει στα μετόπισθεν -και, κατ΄επέκταση, ο νωθρός και άβουλος άντρας. Τη σημασία αυτή την έχουν τα λεξικά, την έχει και το σλανγκρ, αλλά πρέπει να έχει παλιώσει αρκετά, ιδίως η στρατιωτική. Από τη δική μου πείρα και από όσες πληροφορίες έχω από νεότερους, στα σημερινά στρατόπεδα δεν πρέπει να λέγεται καθόλου η λέξη 'κουραμπιές' με τη μεταφορική μειωτική σημασία και δεν θα με παραξενέψει αν πολλοί σημερινοί 25ρηδες δεν ξέρουν αυτή τη σημασία της λέξης. (Αν κάνω λάθος, διορθώστε με!) Ο κουραμπιές έχει υποχωρήσει, στη μεν πολιτική ζωή στο βουτυρόπαιδο (που κι αυτό έχει παλιώσει), στη δε στρατιωτική ζωή... αλήθεια, υπάρχει σήμερα ανάλογη φανταρίστικη λέξη; ( ναι, ‘’βύσμα’’, μαμόθρεφτο, πολιτικός ( ιδίως χονδρός το δέμας ),γιός πολιτικού (με εξαιρέσεις) και άλλα παρεμφερή )
    Γιατί ονομάστηκε κουραμπιές ο απόλεμος φαντάρος ή αξιωματικός; Ίσως επειδή είναι μεν ωραίος στην όψη αλλά εύκολα θρυμματίζεται.
    Η πιο παλιά ανεύρεση της μεταφορικής σημασίας της λέξης που έχω βρει χρονολογείται από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, αλλά περιμένω να είναι αρκετά παλιότερη, πριν από το 1897.
    Βρίσκω χρονογράφημα του Κονδυλάκη, από τον Μάιο του 1913, όπου λέει ότι άκουσε "κουραμπιέν" να λέει προς άλλον "κουραμπιέν": — Διάβολε, πάλι βάσανα θα' χομε! Όπου βάσανα, οι μάχες στο Παγγαίο και οι προσπάθειες των "κουραμπιέδων" να παραμείνουν στα μετόπισθεν.
    Θα θυμάστε άλλωστε το "ευζωνάκι γοργό" του τραγουδιού που καμαρώνει: «ποιος ντιστεγκές, ποιος κουραμπιές μπορεί να βγει μπροστά σε μένα». Ντιστεγκές, όπως είπαμε παλιότερα, είναι ο κομψευόμενος.