Και λέει αυτός
που είναι μέσα στο λεωφορείο.
‘’Μα,
μην σμπρώχνετε, έχει γίνει το αδιαχώρητο’’
Και απαντά
αυτός που σμπρώχνει για να μπεί.
‘’Δεν
πειράζει, ας γίνει το συμπιεστόν !’’
Αυτόπτης Μάρτυρας
Οι πόρτες
του λεωφορείου ανοίγουν ο αγώνας δρόμου ξεκινά.
Ο ηλικιωμένος
συνταξιούχος μπαίνει πρώτος και καταφέρνει να καθίσει στη μία από τις
δύο κενές θέσεις.
Η κυρία με
τα ψώνια παίρνει τη δεύτερη θέση και αφήνοντας τις σακούλες στο
κάθισμα για να "καπαρώσει" τη
θέση σηκώνεται να ακυρώσει το εισιτήριό της σπρώχνοντας όσους προσπαθούν να
ανέβουν ακόμη.
Η μητέρα
με το δίχρονο παιδί μένει όρθια παρόλο που "κατετάγη τρίτη".
Στην πρώτη στροφή του λεωφορείου το αγοράκι
αρχίζει να γκρινιάζει: "Μαμά
θέλω να κάτσω. Δεν μπορώ όρθιος. Πονάει το πόδι μου.....".
Η κυρία με
τα ψώνια δε συγκινείται, ο συνταξιούχος
υποκύπτει και σηκώνεται. Τζάμπα το τρέξιμο για την πρώτη θέση σκέφτεται.
Έξω βρέχει και στην επόμενη στάση μια κοπέλα μπαίνει σαν τον Δον Κιχώτη. Η
ομπρέλα μπροστά και όποιον "ανεμόμυλο"
πάρει ο Χάρος. Τελικά οι απώλειες είναι μόνο ένα μάτι του διπλανού.
Στην τρίτη στάση το λεωφορείο έχει μπουκώσει. Ο μπροστά μου σπρώχνει προς τα πίσω, ο πίσω μου σπρώχνει προς τα
εμπρός, ο δεξιά μου προς τα αριστερά και ο αριστερά μου προς τα δεξιά.
Ο οδηγός λειτουργεί ως "κυτίον παραπόνων".
"Δεν είναι εξυπηρέτηση
αυτή". "Παίρνουμε
τηλέφωνο και δεν το σηκώνουν". "Γιατί αργήσατε τόσο, προς
την άλλη κατεύθυνση πέρασαν δύο". Αλλά δεν ανησυχεί
είναι "εκπαιδευμένος":
"Μην τα λέτε σε μένα
κυρία μου. Υπάλληλος είμαι κι εγώ. Κι εμείς τα ίδια τους λέμε αλλά
δεν καταλαβαίνουν".
Το λεωφορείο συνεχίζει να μπουκώνει.
Στην μεθεπόμενη στάση οι πόρτες είναι οι μόνες που κρατούν τους επιβάτες
όρθιους. Άλλα δέκα λεπτά μαρτυρίου και φτάνουμε στο
τέρμα. Λύτρωση. Άραγε ο πρόεδρος του ΟΑΣΘ
που υπερασπιζόταν την αύξηση της τιμής του εισιτηρίου έχει μπει ποτέ σε
λεωφορείο του Οργανισμού;