της Άννας Η. Μιχοπούλου
Για όλους εκείνους που η ευτυχία τους
κρύβεται στη δημιουργία, στη δουλειά που τους αρέσει και την έχουν, στην παρέα
των φίλων τους, σε μια συναυλία, σε μια αγκαλιά, σ’ένα ξεκαρδιστικό γέλιο.
Η δικιά μου γενιά δεν είχε στίγμα Ιστορίας
και την κατηγόρησαν για χρόνια με βαριές ταμπέλες.’’Η γενιά του φραπέ’’,’’η
γενιά του καναπέ’’,’’η γενιά που
δεν έζησε πόλεμο’’,’’η γενιά που
δεν ξέρει να επαναστατεί’’,’’η
γενιά χωρίς όραμα’’,’’η γενιά
των άνεργων πτυχιούχων’’, τώρα τελευταία ‘’η γενιά των 700 ευρώ’’ (που πλέον είναι όνειρο κι αν τα παίρνουμε).
Αυτό το τελευταίο ειδικά, να ξέρετε πονάει πολύ γιατί κοστολογήσατε τα όνειρά
μας. Ενώ ποτέ δεν είπατε ‘’η γενιά των
εκατομμυρίων’’ για τον εαυτό σας, τόσα χρόνια που τα καταναλώνατε,
εσείς ‘’γενιά του Πολυτεχνείου’’,
της ιστορικής αυτής γενιάς που καπηλεύτηκε
την επανάστασή της, εξαργυρώνοντάς τη με πιστωτικές κάρτες.
Για πολλά χρόνια μας υποτιμούσαν, τώρα μας
λυπούνται. Ξέρετε κάτι; Σας
έχουμε βαρεθεί. Σας έχουμε διαγράψει από την αισθητική μας χρόνια
τώρα. Κι όμως η δική μας επανάσταση υπήρξε πιο εσωστρεφής και πιο ειλικρινής
από τη δικιά σας.
Δεν θυμάμαι κανένα συνομήλικό μου να μην
στρέφει το βλέμμα αλλού όταν εμφανίζονταν μπροστά μας αυτά τα ανθρωπάκια με τα κουστούμια και τις γραβάτες
που μιλάνε για λύσεις, μέλλον, ανάπτυξη σαν κωδικοποιημένοι τηλεφωνητές. Καμιά
αλήθεια, καμιά απάντηση· μονάχα ναφθαλίνη,
βόλεμα, χρήμα, χρήμα δικό τους. Όχι εμείς δεν κάναμε πολιτικές
συζητήσεις. Αυτά που κυρίως συζητούσαμε και τελευταία συζητάμε εντονότερα,
είναι πόσο όμορφα θα ήταν να ζούσαμε σε μια κοινωνία που θα απομυζούσε από τον
καθένα μας την ενέργειά του, τις ιδέες του προς όφελός της. Μια ιδέα του Μανώλη να στήσουμε ενυδρεία στους δρόμους να
γίνουν ομορφότεροι, μια ιδέα της Φλώρας
να ήταν τα σχολεία μεγάλα πάρκα και να ‘χε η Αθήνα λέει τόσα πάρκα που να
ήμασταν διαρκώς κολλημένοι στο πράσινο σαν ακρίδες. Ναι, τέτοια λέμε και
ταξιδεύει ο νους μας για να ξεχνάμε πού και πώς ζούμε. Όμως δεν ζηλέψαμε ποτέ
την ‘’Ιστορικότητα’’ της γενιάς
σας.
Ακούσαμε για την κατοχή από τους παππούδες
μας, για το Πολυτεχνείο από τους γονείς μας. Σεβαστήκαμε μόνο όσους πάλεψαν τότε και
συνέχισαν να κουβαλούν εκείνη την οργή και την ορμή για επιβίωση. Εσείς όμως, οι Δεξιοί, οι Αριστεροί, οι τάχα
μαχόμενοι και πολιτευόμενοι που προσποιήστε τους νέους και τους
σωτήρες και μας γεμίζετε ασχήμια με τις τόσο άσχημα γερασμένες ιδέες σας,
ζηλεύετε τη δική μας νιότη και μας ξεχνάτε στην παρένθεση. Μπορούμε να μείνουμε
Ακυβέρνητοι
σ’αυτό τον τόπο αλλά να είμαστε Μαζί; Μπορούμε να αναγνωρίσουμε έστω πως αυτή η χώρα, κάτω
από το εκτυφλωτικό της φως και το απέραντο γαλάζιο, έχει ένα τόσο ζωντανό και
γεμάτο ενέργεια ανθρώπινο δυναμικό που θέλει να προσφέρει; Υπάρχει αυτό στη
σκέψη σας; Υπάρχει σχέδιο να δουλέψουμε όλοι μαζί ή θα νικήσει πάλι η γερασμένη
σας ιδέα;
Κι εν τω μεταξύ, η δική μου γενιά μεγαλώνει
στην παρένθεση. Παρένθεση ανάμεσα στους ηρωισμούς σας και τις τραγωδίες σας. Κι
εμείς μένουμε με το όνειρό μας και το ποδήλατό μας. Που φυσικά δεν μπορούμε να
το κυκλοφορήσουμε. Αν μας ρωτάτε, απαιτούμε
δικαιοσύνη. Αν σας ενδιαφέρει, θέλουμε
να δουλέψουμε για αυτή τη χώρα. Γι’αυτό δεν φεύγουμε. Δεν περίσσεψε άλλη
απληστία να επωμιστούμε. Όχι, τη συρράψατε πάνω στα κουστούμια σας όλη. Η μόνη
απληστία που έχουμε είναι για Ζωή.
Σας το λέμε πολύ ευγενικά κύριοι με τις
γερασμένες ιδέες. Φύγετε
επιτέλους από μπροστά μας, μας κρύβετε τον ήλιο.