Το έστειλε η Μαριάννα Μώρου
Μέρα και νύχτα
μελετά
ο Βασιλεύς
στην Πόλη
να κτίσει την
Άγια Σοφιά.
Σ’ όλον τον
κόσμον ερωτά,
και σχέδια
φέρουν όλοι,
κτιστά, ή
μόνον ζωγραφιά.
Ο Αρχικτίστης οδηγά
κι ο Υπουργός
προτείνει.
Εμπρός σε
θρόνο υψηλό
ο Βασιλεύς
αυτός σιγά.
Αυτός μονε δεν
κρίνει
κανένα άξιο
και καλό.
«Είναι η
δύναμη ο Θεός
κι η ευμορφιά
μονάχη
που αντανακλάται
σ’ ολουνούς,
Γι αυτό Του
πρέπει κι ο Ναός
δύναμη, κάλλος
νάχει,
νάναι όμοιος
με τους ουρανούς».
Όλοι οι
μαστόροι σκυθρωποί,
κι όλοι οι
μεγιστάνοι
τον προσκυνούν
γονατιστά.
κανείς δεν
ξεύρει τι να πει,
κανένας πως να
κάνει
την εκκλησιά
που τους ζητά.
Κι ολονυχτίς
σκυμμένοι εκεί,
το σχέδιο που
προστάζει,
καθείς να
κάμει προσπαθεί.
Ξημέρωσεν η Κυριακή,
κανένας δεν αδειάζει
να πάγει να
λειτουργηθεί.
Εκεί στην
πρωινή δροσιά
θωρούν ένα τρικέρι,
κι ακούν
γεροντική λαλιά:
«Απέλυσεν η Εκκλησιά
κι ο
Πατριάρχης φέρει
Αντίδωρο στον
Βασιλιά»
Σκύβει απ’ το
θρόνο και φιλά
το χέρι που
του δίνει
το ϋψωμα και
την ευχή.
Μα εκεί δεν
έπιασε καλά,
του πέφτει ένα
ψυχίδι
σε λεοντόδερμα παχύ.
Τα σκήπτρα
αφήκε στη στιγμή,
τον θρόνο έχει
αφήσει
και να το
εύρει προσπαθεί
μη μείνει κατά
γης και μη
κανένας το πατήσει
κι από το
κρίμα κολασθεί.
|
Μα εκεί που
μ’ όψη θλιβερή
για να το
εύρει ακόμα
εμπρός στο
θρόνο του ζητά,
να και μια
μέλισσα θωρεί,
το αντίδωρο
στο στόμα
κι απ’ το
παράθυρο πετά.
Βγάζει παντού
διαλαλητή
στην ξακουστή
την Πόλη
και τάζει ένα
πουγγί βαθύ.
- « Όποιος μελίσσια
κι αν κρατεί
Να τα
τρυγήσετε όλοι,
το αντίδωρό
μου να βρεθεί.»
Τρυγούν οι
άνθρωποι γοργά,
κανένας δεν
κερδαίνει
άλλο από μέλι
και κερί.
Κι ο
Πρωτομάστορης τρυγά
κ’ εξαφνισμένος
μένει
εμπρός στο
θαύμα που θωρεί!
Σ’ ένα κοφίνι
διαλεχτό,
στο πιο καλό
κυψέλι,
λάμπει κι
αστράφτει κάτι τι
ξανθό κερί δεν
είν’ αυτό,
γλυκό δεν
είναι μέλι.
Αίν’ εκκλησιά
πελεκητή!
Οι τρούλοι λες
κι είν’ ουρανοί,
πυκνά οι
στύλοι δάση,
και Οικουμένη
η πατωσιά.
Ποτέ χριστιανική
φωνή
Θεό δεν θα
δοξάσει
σε πιο
καλλίτερη εκκλησιά!
Με τη ματιά
του προχωρεί,
μέσ’ στ’ Άγιο
Βήμα μνήσκει
που το φωτίζει
μ’ αντηλιά.
Στην Άγια
Τράπεζα θωρεί,
στον Αστερίσκο
βρίσκει
τα’ αντίδωρο
του Βασιλιά.
Στο θρόνο
εμπρός με συστολή
βαθειά μετάνοια κάνει,
δείχνει το
σχέδιο του ναού.
«Είμεθα όλοι
αμαρτωλοί,
κανένας μας
δεν φθάνει
το μεγαλείο
του Θεού.
Για το
αγιασμένο Του ψωμί,
το καθαρό μελίσσι,
Διες τι
κερύθρα συγκροτεί!
Για του
Υψίστου τη τιμή
ο Βασιλεύς ας
κτίσει
μιαν εκκλησία
σαν αυτή».
Στον Πλάστη
στρέφει ο Βασιλεύς,
« ευχαριστώ
σε, κράζει,
Μεγαλοδύναμη Ευμορφιά».
Φιλεί το
σχέδιο τρεις φορές
και σαν αυτό
προστάζει
να κτίσουν την
Αγιά Σοφιά.
|