ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Θωρηκτό Bismarck: Το καμάρι του γερμανικού ναυτικού και το τέλος του.


    Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επέβαλε στην ηττημένη Γερμανία και την παράδοση του εξαιρετικά ισχυρού στόλου που είχε καταφέρει να συγκροτήσει εκείνη την περίοδο. Το γερμανικό ναυτικό επέμεινε με ελάχιστα πολεμικά σκάφη. Παρόλα αυτά, στη δεκαετία του 1930 άρχισαν να γίνονται σχέδια για νέες ισχυρές ναυτικές μονάδες, ανάμεσά τους και θωρηκτά.
    Η σχεδίαση του Bismarck και του αδελφού του πλοίου Tirpitz ξεκίνησε το 1932, πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Το 1934 άρχισε η ανάπτυξη των  πυροβόλων των των 15in (380mm). Η τρόπιδα του σκάφους τέθηκε την 1η Ιουλίου 1936 και το σκάφος καθελκύστηκε τον Φεβρουάριο του 1939. Ακολούθησαν οι απαραίτητες δοκιμές και στις 24 Αυγούστου 1940 το σκάφος κηρύχθηκε επιχειρησιακό. Κατά τις δοκιμές πάντως παρουσίασε πρόβλημα στην ικανότητα ταχείας στροφής.
    Το Bismarck βασιζόταν σε ένα παλαιό σχέδιο, αυτό των θωρηκτών της κλάσης Baden του 1916-17.
    Ως κύριο οπλισμό έφερε 8 πυροβόλα SK C/34 διαμετρήματος 380mm που μπορούσαν να βάλουν βλήμα βάρους 800 κιλών σε απόσταση έως 36.500 μ. υπό γωνία 30 μοιρών.
    Τα πυροβόλα ήταν τοποθετημένα σε τέσσερις δίδυμους πύργους, ανά δύο στο πρωραίο και πρυμναίο τμήμα. Ο δευτερεύων οπλισμός αποτελείτο από 12 πυροβόλα των 150mm (5,9in) τοποθετημένα σε έξι δίδυμους πύργους, ανά τρεις, εκατέρωθεν της υπερκατασκευής.
    Διέθετε επίσης 16 δίδυμα βαριά αντιαεροπορικά πυροβόλα των 10cm (105mm), 16 δίδυμα αντιαεροπορικά πυροβόλα των 37mm και 12 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 20mm. Διέθετε έναν διπλό καταπέλτη και τέσσερα αναγνωριστικά υδροπλάνα Arado Ar 196.
    Είχε εκτόπισμα κανονικό 41.700 t. και πλήρες 50.900 t. Το μήκος έφτανε τα 251 μ., το πλάτος τα 36 μ. και το βύθισμα τα 10,2 μ. Το σκάφος διέθετε τρεις ατμοστροβίλους Blohm & Voss που τροφοδοτούνταν από 12 λέβητες Wagner και απέδιδαν ισχύ 138.000 hp. Το σκάφος είχε τρεις προπέλες και μπορούσε να αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 29 κόμβων.
    Αντίθετα με τα νεώτερα συμμαχικά θωρηκτά, η θωράκισή του βασιζόταν στα πρότυπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η θωρηκτή ζώνη είχε πάχος 8,7 – 12,6 in. (220-320mm). Η θωράκιση των καταστρωμάτων είχε μίνιμουμ πάχος 50 και μάξιμουμ 130mm. Οι πύργοι των κύριων πυροβόλων είχαν θωράκιση πάχους  7-14,1in.(180-360mm) ενώ το θωρακισμένο κέντρο διεύθυνσης μάχης προστατευόταν από θωράκιση πάχους 8,7-13,8in. (220-350mm). Το σκάφος είχε πλήρωμα 2.092 ανδρών.
    Στις 19 Μαΐου 1941 το Bismarck απέπλευσε από το Μπέργκεν της Νορβηγίας συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen. Τα δύο σκάφη συμμετείχαν στην Επιχείρηση Rheinübung (Άσκηση Ρήνος) στόχος της οποίας ήταν να πληγούν νηοπομπές που τροφοδοτούσαν τη Βρετανία. Επικεφαλής του στολίσκου ήταν ο αντιναύαρχος Günther Lütjens .
    Οι διαταγές που είχε λάβει έλεγαν πως στόχος του ήταν τα εχθρικά εμπορικά σκάφη. Θα εμπλέκονταν με εχθρικά πολεμικά μόνο αν ήταν απαραίτητο. Η αρχική φάση της επιχείρησης ξεκίνησε ονειρεμένα για τους Γερμανούς.  Οι Βρετανοί που παρακολουθούσαν τις κινήσεις των αντιπάλων τους είχαν αποστείλει προς αντιμετώπισή τους το θεωρητικά καλύτερό τους πολεμικό, το HMS Hood, το οποίο έφερε τον αυτό με το Bismark κύριο οπλισμό και το νεότευκτο θωρηκτό HMS Prince of Wales, το οποίο έφερε 10 πυροβόλα των 14in.
    Στην σύγκρουση που ακολούθησε όμως το Bismarck με την πέμπτη του ομοβροντία, βύθισε το Hood. Κατόπιν προκάλεσε σοβαρές ζημιές και στο δεύτερο βρετανικό θωρηκτό υποχρεώνοντάς το να εγκαταλείψει τον αγώνα. Ύστερα από την εξέλιξη αυτή αποτελούσε ζήτημα τιμής για το βρετανικό ναυτικό να εξοντώσει τον επικίνδυνο αυτό αντίπαλό του.
    Ωστόσο και το Bismarck δεν είχε εξέλθει αλώβητο της ναυμαχίας. Είχε πληγεί από τρία βλήματα των 14in του Prince of Wales και έτσι αποφασίστηκε η επιστροφή του στον ναύσταθμο της Βρέστης στη Γαλλία. Το γερμανικό θωρηκτό όμως καταδιώκονταν από τα βρετανικά πλοία. Στις 24 Μαΐου επλήγη από τορπίλη αεροσκάφους του αεροπλανοφόρου HMS Victorius, αλλά το πλήγμα δεν ήταν σοβαρό.
    Τα γερμανικά σκάφη κατάφεραν να ξεφύγουν από τους διώκτες τους. Όμως τότε ο Γερμανός αντιναύαρχος διέπραξε το μοιραίο λάθος σπάζοντας την σιγή ασυρμάτου. Έτσι τα σκάφη εντοπίστηκαν. Στις 26 Μαΐου το Bismarck δέχτηκε νέα, μοιραία, αυτή τη φορά τορπιλική επίθεση από αεροσκάφη Swordfish του αεροπλανοφόρου HMS Ark Royal. Μια τορπίλη έπληξε το πηδάλιο του σκάφους καταδικάζοντας, ουσιαστικά, σε θάνατο.
    Τα μεσάνυχτα της 26ης ο Lütjens έστειλε το τελευταίο του σήμα: “Το πλοίο είναι ακυβέρνητο. Θα πολεμήσουμε μέχρι την τελευταία οβίδα. Χάιλ Χίτλερ”. Το πρωί της επομένης, 27ης Μαΐου 1941, όμως, το Bismarck βρήκε απέναντί του τα βρετανικά θωρηκτά HMS Rodney και HMS King George V με τα σκάφη συνοδείας τους. Το Rodney έφερε εννέα πυροβόλα των 16in. και το King George V 10 των 14in. Σύντομα τα βρετανικά πυρά άρχισαν να πλήττουν  το γερμανικό σκάφος.
    Ακόμα και τότε όμως το Bismarck αρνείτο να πεθάνει. Έτσι το βαρύ καταδρομικό HMS Dorsetshire το πλησίασε και το έπληξε τρεις φορές με τορπίλες. Τελικά το σκάφος βυθίστηκε. Μόνο 115 άνδρες από το πλήρωμά του διασώθηκαν καθώς οι Βρετανοί φοβήθηκαν επίθεση από γερμανικά υποβρύχια. Αυτό ήταν το τέλος του γερμανικού γίγαντα των θαλασσών.