Το 1867 στο μικρό και φτωχό χωριό Χαλκίοπουλο Αιτωλοακαρνανίας είδε το φως της μέρας για πρώτη
φορά ένα αγόρι μιας πολυμελούς οικογένειας. Το αγόρι αυτό ονομάστηκε Βλάσιος και έμελλε
να δώσει το όνομα του – το επώνυμο για την ακρίβεια – σε έναν λόφο στα βάθη της Μικράς Ασίας,
αρκετά χρόνια αργότερα.
Εισήλθε
στην Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών την
1η Οκτωβρίου 1884 και αποφοίτησε δύο
χρόνια αργότερα με το βαθμό του λοχία. Ο Ελληνικός Στρατός την περίοδο αυτή σε
πολλές περιπτώσεις υφίσταντο μόνο κατ’ όνομα, με την πλειοψηφία των ανδρών να
απουσιάζει από τις μονάδες με μακροχρόνιες άδειες, με πενιχρό εξοπλισμό, μέτρια
εκπαίδευση και κάθε άλλο παρά εμπεδωμένη την πειθαρχία.
Υπό
αυτές τις συνθήκες ο Βλάσης παρέμεινε για 10
ολόκληρα χρόνια στον βαθμό του λοχία και μόλις την 1η Μαρτίου 1896 προήχθη στον βαθμό του επιλοχία και τοποθετήθηκε στο 6ο
Σύνταγμα Πεζικού, της 1ης
Ταξιαρχίας του Στρατού Ηπείρου.
Εκεί
τον βρήκε η έκρηξη του πολέμου του 1897. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην μάχη του Ανωγείου – Χάνι Καρβασαρά, κρατώντας με πείσμα τις
θέσεις στο Χάνι Καρβασαρά, στις 17 Απριλίου 1897, αν και οι Τούρκοι
είχαν ρίξει στον τομέα πολύ ισχυρές δυνάμεις.
Αργότερα
οι ελληνικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά των Τούρκων, εισβάλλοντας στο
τουρκοκρατούμενο ακόμα τμήμα της Ηπείρου. Η μεγάλη μάχη δόθηκε στο Γρίμποβο (1-3
Μαίου 1897), όπου το 6ο Σύνταγμα
διακρίθηκε ιδιαίτερα πολεμώντας την τουρκική 2η
Μεραρχία Πεζικού.
Το
Σύνταγμα με προφυλακή το ΙΙΙ/6 Τάγμα Πεζικού
πέτυχε να διασπάσει την τουρκική αμυντική τοποθεσία που επανδρώνονταν από
τέσσερα τάγματα και να τρέψει τους Τούρκους σε άτακτη φυγή. Ο επιλοχίας Καραχρήστος ήταν και
πάλι ανάμεσα στους διακριθέντες.
Ο
πόλεμος εκείνος έληξε όπως είναι γνωστό με ήττα της Ελλάδας. Ελάχιστοι
στρατιωτικοί διασώθηκαν από το ναυάγιο. Ο Καραχρήστος ήταν ανάμεσά τους και μάλιστα προήχθη στον βαθμό του ανθυπασπιστή για τη δράση του. Όπως όλοι οι Έλληνες
αξιωματικοί, έτσι και αυτός ένιωθε βαθιά πικρία για την ήττα από τον προαιώνιο
εχθρό, για την ταπείνωση του Ελληνικού Στρατού
και της πατρίδας γενικότερα.
Τα
γεγονότα πάντως ακολούθησαν την πορεία τους. Το 1909 εξερράγη το κίνημα
στο Γουδί και λίγο αργότερα ο Ελ. Βενιζέλος
ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας. Παράλληλα ανασυγκροτούνταν και
ισχυροποιούνταν ο στρατός, ενόψει της νέας αναμέτρησης με τους Τούρκους.
Στο
μεταξύ ο Καραχρήστος, ένας από τους λίγους
ήρωες του «ατυχούς» πολέμου του 1897, είχε προαχθεί το 1901 σε ανθυπολοχαγό και το 1908 σε υπολοχαγό. Με αυτό τον βαθμό τον βρήκε η έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τον Οκτώβριο του 1912, να διοικεί λόχο
πεζικού του 6ου Συντάγματος. Επικεφαλής
του λόχου έλαβε μέρος στη μάχη του
Σαρανταπόρου.
Η ΙΙΙ Μεραρχία στην οποία υπαγόταν το σύνταγμα
είχε αναλάβει την αποστολή να διασπάσει την τουρκική τοποθεσία στο χωριό Σαραντάπορο. Με θάρρος και ορμή το μεραρχιακό πεζικό εξόρμησε παρά
το δύσβατο έδαφος και τα σφοδρά πυρά του τουρκικού πυροβολικού και κατάφερε να
φτάσει σε απόσταση 600
μέτρων από
την κύρια τουρκική γραμμή άμυνας. Την επομένη το Σαραντάπορο
έπεσε και η προέλαση συνεχίστηκε. Ακολούθησε
η σφοδρή μάχη των Γιαννιτσών και
η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Ο
πόλεμος όμως δεν είχε τελειώσει και η ελληνική στρατιά στράφηκε προς τη δυτική
Μακεδονία και αφού νίκησε και πάλι τους Τούρκους στη μάχη της Άρνισσας, απελευθέρωσε την Φλώρινα και την
Καστοριά Ο Καραχρήστος συμμετείχε στις επιχειρήσεις αυτές και διακρίθηκε
και πάλι στις μάχες στην Αγ. Παρασκευή Έδεσσας,
στην Ιεροπηγή Φλώρινας και στην Μπιγλίτσα και στην Κρυσταλοπηγή.
Ήταν
τότε που ο υπολοχαγός Καραχρήστος πάτησε για πρώτη φορά
στα χώματα της Βόρειας Ηπείρου, όταν η ΙΙΙ Μεραρχία πέρασε τον Δεβόλη ποταμό, αφού
πρώτα τσάκισε την τουρκική αντίσταση στις μάχες στα χωριά Μπρατσάνι και Κουρίλα.
Μετά
τη νίκη το 6ο Σύνταγμα Πεζικού
παρέμεινε στο χωριό Κουρίλα, ενισχυμένο με ορειβατική
πυροβολαρχία, αποτελώντας την σταθερή πλαγιοφυλακή της ελληνικής στρατιάς που
συνέχιζε την προέλασή της. Η ΙΙΙ Μεραρχία,
μερικές μέρες αργότερα απελευθέρωσε, για
πρώτη φορά, την Κορυτσά.
Μετά
την απελευθέρωση και των Ιωαννίνων έληξε ο πόλεμος κατά της
Τουρκίας, αλλά σε λίγο ξέσπασε ο Β’
Βαλκανικός Πόλεμος, όταν οι Βούλγαροι προσέβαλαν αιφνιδιαστικά τους
μέχρι τότε συμμάχους τους.
Ο Καραχρήστος βρέθηκε και πάλι στη μάχη, αρχικά στη μεγάλη
και αιματηρή μάχη του Κιλκίς και
κατόπιν στην καταδίωξη των Βουλγάρων και στις μάχες
των στενών της Κρέσνας και της Τζουμαγιάς – Ονιάρ Μαχαλά. Στην τελευταία ειδικά επέδειξε εξαιρετική
γενναιότητα, ηγούμενος προσωπικά της επίθεσης του λόχου του κατά των
Βουλγάρων που πίεζαν σκληρά το ελληνικό μέτωπο.
Η
λήξη των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την
Ελλάδα διπλάσια σχεδόν σε έκταση, με απελευθερωμένο μεγάλο μέρος των ελληνικών
εδαφών. Ωστόσο η Βόρεια Ήπειρος όχι μόνο δεν της αποδόθηκε,
αλλά με τη βοήθεια των Ιταλών «φίλων» μας, δημιουργήθηκε το κράτος της Αλβανίας, στο οποίο προσαρτήθηκε
και η ελληνική αυτή περιοχή. Οι Βορειοηπειρώτες ζήτησαν τη συνδρομή της
κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά δεν τους δόθηκε.
Έτσι
άρχισαν μόνοι να αγωνίζονται κατά των Αλβανών. Ο Καραχρήστος κατατάχθηκε
εθελοντής στο Σύνταγμα Δελβίνου, την οργάνωση του οποίου ανέλαβε.
Διακρίθηκε μάλιστα ιδιαίτερα στη μάχη της
Μονής Τσέπου (1914), σώζοντας το Αργυρόκαστρο από τους μανιασμένους Αλβανούς. Το γεγονός αυτό ήταν η απαρχή της δυσμένειας στην
οποία περιέπεσε από τους βενιζελικούς.
Η
βορειοηπειρωτική εξέγερση είχε την γνωστή κατάληξη και ο πικραμένος λοχαγός
επέστρεψε στα ίδια το 1914. Το επόμενο δε έτος
ονομάστηκε ταγματάρχης. Εξωτερικεύοντας την πικρία
του γα τον Βενιζέλο και τη στάση του στο
Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, ο Καραχρήστος τάχθηκε, την περίοδο του Διχασμού υπέρ του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Το 1917 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη, αλλά μετά την επικράτηση του
Βενιζέλου διώχθηκε από το στράτευμα και αποστρατεύτηκε ατιμωτικά, το 1918, χωρίς καν να ενταχθεί στα στελέχη της
εφεδρείας.
Το
πλήγμα για αυτόν, έναν στρατιώτη που είχε δώσει τα πάντα στην Ελλάδα ήταν βαρύ.
Ωστόσο η αποστρατεία του κράτησε μόνο δύο
χρόνια. Το 1920 ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές και η νέα κυβέρνηση επανέφερε τον
βασιλιά Κωνσταντίνο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες
επανήλθε, το 1920, στο στράτευμα με τον
βαθμό του συνταγματάρχη, που του αποδόθηκε
αναδρομικά.
Αμέσως
μετά την ανάκλησή του στην υπηρεσία ανέλαβε τη διοίκηση του 37ου Συντάγματος Πεζικού της ΙΙΙ Μεραρχίας στη Μικρά Ασία.
Οι νίκες πάντως του Ελληνικού Στρατού
στις μάχες Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν
Καράχισαρ δεν εξασφάλισαν την επιτυχία που προσδοκούσε η ελληνική
διοίκηση, αφού οι Τούρκοι υποχώρησαν πίσω από τον Σαγγάριο και οργάνωσαν νέες
γραμμές άμυνας. Η ελληνική διοίκηση αποφάσισε να επιτεθεί στις νέες τουρκικές
θέσεις με στόχο να καταλάβει την Άγκυρα, τελευταία επιμελητειακή βάση των
Τούρκων.
Η
προέλαση ανατολικά του Σαγγαρίου ήταν ιδιαίτερα επίπονη. Ο Καραχρήστος διοικούσε τώρα το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου, τα «δικά» του δηλαδή παιδιά. Η επίθεση
προς την Άγκυρα και προς τη νίκη, όπως πίστευαν οι Έλληνες, άρχισε με επιτυχία,
παρά τη σφοδρή αντίδραση των Τούρκων. Στις 18 Αυγούστου 1921, η ΙΙΙ Μεραρχία,
ενταγμένη στο Γ’ Σώμα Στρατού,
πολεμούσε σκληρά του Τούρκους στην περιοχή του Καρακόγιου. Η Μεραρχία επιτέθηκε
με δύο συντάγματα, το 2/39 Ευζώνων
δεξιά και το 12ο αριστερά.
Και
το μεν 2/39 κατέλαβε τον οχυρωμένο
λόφο, βορειανατολικά του χωριού Καρακόγιου, εξορμώντας με την λόγχη
και κυριεύοντας τέσσερα τουρκικά πυροβόλα και άλλο υλικό. Αριστερά και το 12ο Σύνταγμα Πεζικού πέτυχε να καταλάβει το
ομώνυμο χωριό. Ωστόσο οι Τούρκοι ενισχύθηκαν το βράδυ και έριξαν στη μάχη κατά
των δύο ελληνικών συνταγμάτων την 61η Μεραρχία
Πεζικού και την επίλεκτη 5η Μεραρχία
Καυκάσου. Μοιραία η τουρκική
αντεπίθεση πέτυχε και οι ελληνικές δυνάμεις απωθήθηκαν.
Ωστόσο
η μάχη για τον λόφο δεν είχε τελειώσει. Στις 20 Αυγούστου η ΙΙΙ Μεραρχία, με την ίδια με προηγουμένων διάταξη, επιτέθηκε και
πάλι. Το 2/39 ανέλαβε το
τραχύ έργο να εκπορθήσει τον οργανωμένο πετρώδη λόφο του Καρακόγιου. Το έδαφος ήταν παντελώς ακάλυπτο και το τουρκικό
πυροβολικό χτυπούσε μανιασμένα.
Οι Εύζωνοι εξόρμησαν αλλά τα δραστικά πυρά των
εχθρών τους υποχρέωσαν να οπισθοχωρήσουν στις γραμμές εξόρμησης. Εκεί τα
τμήματα αναδιοργανώθηκαν, παρουσία του συνταγματάρχη Καραχρήστου.
Αμέσως
μετά οι σάλπιγγες σήμαναν το «Προχωρείτε-
προχωρείτε» και οι Εύζωνοι με
τις λόγχες
προτεταμένες εξόρμησαν ξανά. Αυτή τη φορά κατάφεραν να
περάσουν από τον τουρκικό φραγμό, να φτάσουν στον οχυρωμένο λόφο και με την
ορμή τους να διασπάσουν τις τουρκικές γραμμές άμυνας και να καταλάβουν την
τοποθεσία.
Ωστόσο
οι Τούρκοι διέθεταν ισχυρές εφεδρείες και αμέσως εξαπέλυσαν ισχυρή αντεπίθεση,
ανακαταλαμβάνοντας τον πετρώδη λόφο, που είχε πλέον κατακοκκινίσει από το αίμα.
Ο Καραχρήστος αμέσως ανασύνταξε τα
τμήματά του και επιτέθηκε.
Οι Εύζωνοι του 2/39
κατέλαβαν και πάλι τον λόφο. Νέα
τουρκική αντεπίθεση απείλησε να τους ρίξει και πάλι πίσω, αλλά κρατήθηκαν στους
πρόποδες και με τον Καραχρήστο, κυριολεκτικά,
επικεφαλής, οι άνδρες εξόρμησαν και πάλι προς την αιματοβαμμένη κορυφή.
Σώμα με σώμα, με όπλα, χέρια, πόδια, με κλωτσιές και
γροθιές, με τα δόντια ακόμα, Έλληνες και Τούρκοι συνεπλάκησαν. Μια
προς μία οι τουρκικές γραμμές χαρακωμάτων έπεφταν, με τίμημα βαρύ. Ο Καραχρήστος βρισκόταν
εκεί, ανάμεσα στους άνδρες του. Ξαφνικά μέσα στον αχό της μάχης ο
συνταγματάρχης κλονίστηκε,
έπεσε.
Ο
λόφος τελικά καταλήφθηκε και η Γαλανόλευκη
στήθηκε τιμημένα πάνω του. Ο φόρος αίματος ήταν βαρύς. Εκτός από τον Καραχρήστο στη μάχη έπεσαν άλλοι 29 αξιωματικοί και 534 στρατιώτες.
Στο τόπο αυτό της θυσίας κηδεύτηκαν οι ένδοξοι νεκροί.
Ο Καραχρήστος κοιμήθηκε
εκεί, ανάμεσα στους άνδρες του, πεθαίνοντας σαν στρατιώτης, όπως
έζησε όλη του τη ζωή. Προς τιμή του το φονικό ύψωμα ονομάστηκε “λόφος Καραχρήστου”, αποτελώντας απλώς ένα χαμένο τοπωνύμιο στα βάθη της
Ανατολίας πια… Μετά θάνατο, πολλά χρόνια αργότερα, προήχθη σε υποστράτηγο. Το 2/39 Σύνταγμα
Ευζώνων, από το 2000 μέχρι την κατάργησή του
το 2018, έφερε το όνομά του.