Από parallaxi
Για όσους Θεσσαλονικείς δεν διέθεταν στις αρχές του ’70 δικό τους αυτοκίνητο
τα θαλάσσια λουτρά ήταν μια μικρή Οδύσσεια. Πολύ περισσότερο όταν ο προορισμός
ήταν η Αγία Τριάδα, η οποία σε
σύγκριση με την Κρήνη ή τον Χαμόδρακα ήταν η Καραϊβική της εποχής. Ούτε σκέψη βέβαια για Χαλκιδική,
που λόγω κακών δρόμων και προβληματικής συγκοινωνίας έμοιαζε τόσο μακρινή όσο ο
Άλφα του Κενταύρου.
Με θυμάμαι πολύ μικρό να περιμένω κάτω απ’
τη μακρόστενη τέντα στον Λευκό Πύργο
μέχρι να μπούμε στο καραβάκι. Ήμουν εγώ, ο αδερφός μου και η μάνα μας καθώς ο
πατέρας έλειπε στη δουλειά ώρες ατελείωτες. Η εντολή της ήταν σαφής και
αυστηρή: να την κρατάμε σφιχτά απ’ το χέρι μες στην κοσμούρα, πιο πολύ όμως
στην ώρα του ταξιδιού για τους κλυδωνισμούς του σκάφους, που δεν ήταν και
κανένα μεγαθήριο.
Στην ουρά της αναμονής η μυρωδιά της
θάλασσας σκέπαζε όλες τις υπόλοιπες, το πλαστικό απ’ τα σωσίβια, τα αντηλιακά,
τον ιδρώτα, το ψωμοτύρι και τα πλυμένα ροδάκινα μέσα απ’ τις ψάθινες τσάντες.
Η μετάβαση με το καραβάκι διαρκούσε πιο
πολύ απ’ όσο με το λεωφορείο, ήταν επισφαλής σε αφίξεις και σε πιθανά ραντεβού
στην πλαζ όπως και εχθρική σε κάθε προγραμματισμό, καθώς ήταν συχνά γοητευτικά
ασυνεπής και περιπετειώδης.
Στην Αγία
Τριάδα εκείνης της εποχής θυμάμαι εκτός απ’ τη θάλασσα και την καυτή
άμμο τους λιανούς μικροπωλητές καρβουνιασμένους απ’ τον ήλιο να πουλούν ψητά καβούρια, λουκουμάδες και γκαζόζες στον πάγο. Οι καμπίνες για να αλλάξουμε τα
βρεγμένα μαγιό ήταν βρόμικες και δυσεύρετες, γι’ αυτό και η αγία πετσέτα ήταν
τελικά η πιο καθαρή λύση.
Για την επιστροφή προτιμούσαμε πάντα το
λεωφορείο. Άχαρο, θορυβώδες αλλά πάντα πιο σύντομο. Αναλάμβανε την αποστολή να
μας μεταφέρει ξεθεωμένους στην πόλη το καταμεσήμερο. Θυμάμαι ότι λόγω
πολυκοσμίας πιο συχνά επέστρεφα όρθιος παρά καθιστός, με τα υπολείμματα της
άμμου να μου γδέρνουν τα γυμνά δάχτυλα στις σαγιονάρες. Είχε όμως και η
επιστροφή τη νοστιμιά της και μία νότα έκστασης και μυστηρίου. Η Βασιλίσσης Όλγας ήταν τότε διπλής
κατεύθυνσης. Χάζευα στριμωγμένος στον διάδρομο του λεωφορείου τους βουβούς
γίγαντες, τις ερειπωμένες επαύλεις της πάλαι ποτέ συνοικίας των Εξοχών. Εκστασιασμένος παρατηρούσα τα ψηλά κάγκελα,
τα γερασμένα πεύκα, τους ετοιμόρροπους τρούλους και τα σπασμένα κεραμίδια κι
αναρωτιόμουν τι είδους άνθρωποι να έμεναν άραγε κάποτε εκεί.
Το λεωφορείο μας άφηνε στο
πάρκο μπροστά στο Ντορέ και μόλις κατεβαίναμε τρέχαμε κατευθείαν στη βρύση κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο.
Θυμάμαι ακόμη τη βρεγμένη πέτρα της βρύσης και τις πνιγμένες μέλισσες στη
γούρνα. Είχε δροσιά εκείνος ο πλάτανος και
ακόμη έχει αν και σπάνια περνάω πια από κάτω του τα μεσημέρια. Καραβάκι, θάλασσα, άμμος, πλάτανος.