Συνεχίζεται σήμερα με την ανάρτηση του
Κεφαλαίου Δ΄, το διήγημα του Παντελή
Γιαννακόπουλου με τίτλο « ΥΠΟΣΟΥΛΦΙΤ», που είχε την καλοσύνη να μου στείλει.
Ελπίζω να το διαβάσετε και να το βρείτε
ενδιαφέρον, όπως το βρήκα εγώ.
Διήγημα
Υποσουλφίτ
Δ
-συνέχεια
από το προηγούμενο-
Τα
χρόνια περνούν και ούτε μια ίνα του προσώπου της βοήθησε ποτέ ν’ αντιληφθεί
κάποιος από εμάς του στενούς φίλους της ότι ήταν κουρασμένη, απογοητευμένη,
αμήχανη για το αύριο. Τα παιδιά της σπούδαζαν στα καλύτερα σχολεία της
συμπρωτεύουσας, ενώ ακούγονταν ότι ουδέποτε κατέβαλε δίδακτρα στα πανάκριβα
αυτά πνευματικά ιδρύματα, αφού οι διευθύνσεις τους θεωρούσαν τιμή, να
συγκαταλέγονται μεταξύ των σπουδαστών τους. Τα προσανατόλιζε για το
μεταπτυχιακό τους στη Γαλλία και Γερμανία, αρνούμενη παντελώς το Αγγλικό
Εκπαιδευτικό Σύστημα. Κάποιοι υποστήριζαν ότι η αποστροφή της, σχεδόν προς
οτιδήποτε βρετανικό, οφείλονταν στο ότι οι μετοχές που κατέστρεψαν το σύζυγό
της ήταν … αγγλικής καταγωγής και προελεύσεως.
Η κορούλα της ωστόσο, μια γλυκύτατη φιλάσθενη κορασίδα
αντιδρούσε σ’ αυτές τις πρώιμες υποδείξεις (;), πιέσεις (;), προτάσεις (;) της
μητέρας της. Η ευαίσθητη κοπελιά προτιμούσε να μένει κλεισμένη στο δωμάτιό της
τις ελεύθερες ώρες διαβάζοντας Χάϊνε στο πρωτότυπο. Το βλέμμα της απόμακρο και
ονειροπόλο με μίαν ανεπαίσθητη μελαγχολία να είναι μόνιμα εγκατεστημένη στα
ευγενικά της χαρακτηριστικά. Τα σκιρτήματα της εφηβείας έκαναν περισσότερο
εσωστρεφή τον ούτως ή άλλως κλειστό και ελάχιστα εκδηλωτικό χαρακτήρα της και
την προβλημάτιζαν γεμίζοντάς την αδημονία, απόγνωση, δυστυχία και μια
απροσδιόριστη και ανεξήγητη λύπη που παρέλυε τους νευρώνες της.
Ένιωθε τόσο
αποξενωμένη από τον περίγυρό της, τόσο αδιάφορη για τα τεκταινόμενα, και τόσο
απόμακρη από τους ανθρώπους, που καταχωρίσθηκε τελεσιδίκως στη συνείδησή της η
εσφαλμένη εντύπωση ότι και οι άλλοι αντιδρούν όπως και εκείνη. Άρα κανείς δεν
θα αποφασίσει να την πλησιάσει, να της μιλήσει, να τη ζητήσει να γνωρισθούν.
Να, όμως που τον Σεπτέμβριο του 1989, δύο ημέρες πριν από τα εγκαίνια της
Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης και ενώ βάδιζε στην παραλία μπροστά από το
γνωστό εστιατόριο Όλυμπος-Νάουσα, την πλησίασε ένας εικοσιπεντάχρονος
νεαρός. Της συστήθηκε ως απόφοιτος της Φιλολογίας, που μόλις απολύθηκε από το
στρατό. Δήλωνε άνεργος προς το παρόν(προσωρινά, αν θέλετε) αφού στην επιστολή
του προς το Υπουργείο Παιδείας, του είχαν απαντήσει ότι σύντομα θα τον προσελάμβαναν για μια
ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και προσοδοφόρα συνεργασία. Της ζήτησε να περπατήσουν
μέχρι τον Λ.Πύργο και να σχολιάσουν τον Γερμανό ποιητή την τελευταία συλλογή
του οποίου κρατούσε η μικρή με ευλάβεια. Αρχικά πανικοβλήθηκε και θέλησε να το
βάλει στα πόδια. Η ζεστή όμως φωνή του, το ήθος που εξέπεμπε το φωτεινό του
πρόσωπο, η αφοπλιστική του ειλικρίνεια που συνηγορούσε για τις αγαθές του
προθέσεις, ένιωθε να την περιβάλλουν με μια πρωτόγνωρη γλυκιά ζεστασιά και
ασφάλεια. Έγιναν φίλοι αχώριστοι. Σε μερικούς μήνες η φιλία τους εξελίχθηκε σε
δυνατό αίσθημα. Η κυρία Στρατηλάτη έμαθε από την κόρη της για το δεσμό της και
τον ενέκρινε. Σύμφωνοι για την επισημοποίηση της σχέσης των παιδιών το γρηγορότερο
δυνατό ήταν και οι γονείς του νεαρού. Όμως, για άλλη μια φορά η κυρία
Στρατηλάτη είδε τα όνειρά της να
γίνονται θρύψαλα. Αυτή τη φορά στο όνομα και για λογαριασμό του παιδιού της.
Οι γονείς του γαμπρού που ήσαν εγκατεστημένοι στη Νέα
Κρήνη θέλησαν να κάνουν το “τραπέζι”
στο σπιτάκι τους την ερχόμενη Κυριακή για να τιμήσουν “τη συμπεθέρα” και τα
παιδιά της. Ο πατέρας του υποψήφιου γαμπρού, σαν παλιός ψαράς που ήταν,
πρότεινε το γεύμα να αποτελεστεί από φρέσκες τσιπούρες(υπήρχαν μπόλικες τότε
στα νερά του Θερμαϊκού) που θα αλίευε ο ίδιος την παραμονή και θα προετοίμαζε η
Σμυρνιά σύζυγός του. Η Νέα Κρήνη υποδεχόταν καθημερινά τους σημαίνοντες και
εύπορους Θεσσαλονικιούς που προτιμούσαν τα θαλασσινά της, για να παραθέσουν ένα
ευπρεπές τραπέζι σε φίλους, σε συνεργάτες, στην οικογένεια. Γι’ αυτό και κάθε
μέρα οι ανεμότρατες γέμιζαν στ’ ανοιχτά τη θάλασσα.
Την
τελευταία λοιπόν στιγμή ανέβηκε και ο γιός του στη βάρκα. Τον βοηθούσε πολλές
φορές τον πατέρα του, αφού και εκείνος τα κατάφερνε θαυμάσια. Το ξαφνικό όμως
μπουρίνι που ξέσπασε, λίγη ώρα αφότου έλυσαν τη βάρκα και ανοίχτηκαν στα βαθιά,
προξένησε πολύ πόνο και έφερε μεγάλη δυστυχία σε πολλές προσφυγικές
οικογένειες. Η Αρετσού ντύθηκε στα μαύρα, αφού θρήνησε δέκα τουλάχιστον
αδικοχαμένους εκείνο το πρωϊνό. Η Θεσσαλονίκη ολόκληρη πενθούσε την άλλη μέρα
για τη μεγάλη συμφορά. Οι συγγενείς των πνιγμένων οδύρονταν για την απώλεια των
αδικοχαμένων αγαπημένων τους.
Μια χλωμή δεκαεπτάχρονη, σχεδόν
διάφανη καλλονή, με μεγάλα υγρά ξαφνιασμένα μάτια, ένιωσε τ’ όνειρό της να
κόβεται στη μέση και τον κόσμο να αναποδογυρίζει ολάκερος μαζί με το καντηλάκι
της μικρής της ζωής. Τα φώτα της πόλης έσβησαν γι’ αυτήν και το σκοτάδι κάλυψε
το ντελικάτο κορμάκι της … Δεν συνήλθε ποτέ από το φοβερό χτύπημα που της
επιφύλαξε η σκληρή μοίρα. Τη βρήκαν νεκρή στο κρεβατάκι της ανήμερα των
Χριστουγέννων. Στα κρινένια χεράκια της κρατούσε τον τρίτο τόμο από τους “Ρυθμούς
των αθανάτων” του Θεοφίλου Βορέα, ανοιγμένο στη σελίδα 45, όπου κανείς
αναγίγνωσκε το ποίημα του Heine “Αγάπη
μου Γλυκιά”, την πρώτη στροφή του οποίου παραθέτουμε :
Αγάπη μου γλυκιά, όταν το χώμα,
το μαύρο χώμα κλείσει το κορμί σου,
θα κατεβώ κι εγώ εκεί κάτω, ακόμα
και
εκεί μαζί θέλω να ’μαι μαζί σου.
Η κυρία Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Γενική Γραμματέας,
Ταμίας, Υπεύθυνη επί των Δημοσίων Σχέσεων, που όλο και θα τη συναντούσαμε με
έναν τουλάχιστο από τους παραπάνω τίτλο επισήμως προσκεκλημένη σε κάποιο
Σύλλογο, Σωματείο, Όμιλο, Οργάνωση, Σύνδεσμο, για πρώτη φορά ένιωσε να
καταρρέει. Της πήρε δύο βδομάδες να συνέλθει από την αναπάντεχη δοκιμασία. Και
όταν όλοι άρχισαν να πιστεύουν ότι το αστέρι της έσβησε, εκείνη οργάνωσε ένα
«τέϊον» στην τεράστια Αίθουσα Εκδηλώσεων της Λέσχης Αξιωματικών για τα
Διοικητικά Συμβούλια των τριάντα μεγαλύτερων Πολιτιστικών και Φιλανθρωπικών
Συλλογικών Φορέων της πόλεως, που αποδέχθηκαν με χαρά την πρότασή της, ενώ
καταχειροκρότησαν την εισήγησή της να δημιουργηθεί μια Ομοσπονδία που να τους…
συντονίζει. Μάλιστα της ζήτησαν επίμονα ν’ αναλάβει εκείνη Πρόεδρος του νέου
αυτού υπεροργάνου…
Σε μια εβδομάδα με δέκα μέρες, ύστερα από συνοπτικές
διαδικασίες και τυπική ψηφοφορία τριακοσίων περίπου μελών τριάντα και πλέον
Διοικητικών Συμβουλίων, η κυρία Στρατηλάτη μοναδική υποψήφια εξελέγη παμψηφεί
ως “Πρόεδρος Ομοσπονδίας Συνεργαζομένων
Συλλόγων, Οργανώσεων, Σωματείων κ.λπ. καθ’ άπασαν την Επικράτειαν”, μη
απαλλασσόμενης των λοιπών καθηκόντων της. Το “καθ’ άπασαν την επικράτειαν” ήταν εύρημα εκ του περισσού (ή εκ του
πονηρού) της σημερινής Προέδρου του “Συλλόγου
Κυριών και Κυρίων για τη διάδοση της φιλαλληλίας” για να δελεάσει κι άλλους
συλλογικούς φορείς που δραστηριοποιούνταν στις μεγαλύτερες κυρίως πόλεις της
χώρας μας, να παραχωρήσουν “Γήν και ύδωρ”,
να δηλώσουν τρόπον τινά υποταγή στην κυρία Στρατηλάτη, υπό την εμπνευσμένη
καθοδήγηση της οποίας θα έβλεπαν την άνοδο και των δικών τους μετοχών και θα
πετύχαιναν επιτέλους πράγματα τα οποία ούτε που θα διενοούντο να φανταστούν
νωρίτερα.
Η δύναμή της “Ομοσπονδίας Συνεργαζομένων Συλλόγων…
κ.λπ.” υπό την φωτισμένη χειραγώγησή της θα μπορούσε να επηρεάζει τα ΜΜΕ,
κάποιες ΔΕΚΟ, ΜΗΚΥΟ και ίσως ακόμη και κάποιες από τις κυβερνητικές αποφάσεις.
Οι πληροφορίες έτρεχαν και η Πρόεδρος των Προέδρων είχε γίνει το πρόσωπο των
τελευταίων μηνών, ενώ άρχισε να εκδηλώνεται ζωηρό ενδιαφέρον από σοβαρούς συλλογικούς φορείς,
προκειμένου να αποτελέσουν και αυτοί μέλη της
“Ομοσπονδίας” που κατηύθυνε, συντόνιζε, ήλεγχε και διοικούσε με
σιδερένια πυγμή, ενώ επενέβαινε πολλές φορές με επιτυχία και στα πολιτικά
δρώμενα της χώρας αυτής.
-συνεχίζεται-
Π.
Γιαννακόπουλος