ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

«Υποσουλφίτ». Διήγημα ( Κεφάλαιο Η΄ )



    Συνεχίζεται και τελειώνει σήμερα με την ανάρτηση του τελευταίου Κεφαλαίου Η΄, το διήγημα του Παντελή Γιαννακόπουλου με τίτλο « ΥΠΟΣΟΥΛΦΙΤ», που είχε την καλοσύνη να μου στείλει.   
    Ελπίζω να το διαβάσετε και να το βρείτε ενδιαφέρον, όπως το βρήκα εγώ.
Διήγημα   
Υποσουλφίτ
Η


-συνέχεια από το προηγούμενο-

 Δεν χρειάσθηκε να περάσει πολύς καιρός, για να περιβληθεί το όμορφο κτίσμα “καστροειδούς” αρχιτεκτονικής με την αχλύ του μύθου. Ήδη κυκλοφορούσε ανεπίσημα από στόμα σε στόμα, ότι ένας “σκοτεινός” επιχειρηματίας έχει εγκατασταθεί σε μια διαβολική έπαυλη στο Πανόραμα, όπου λαβαίνουν χώρα σημεία και τέρατα. Κανείς δεν γνωρίζει πούθε κρατάει η σκούφια του και ποιο το αντικείμενο των ενασχολήσεών του. Διέρρευσε ότι τα αμύθητης αξίας (κοστολόγησης) ορυκτά, τα αποκαλούμενα “σπάνιες γαίες” ή λανθανίδες (=μέταλλα χημικά στοιχεία με γαιώδους μορφής οξείδια που  κλήθηκαν έτσι λόγω της εξαιρετικής σπανιότητάς τους), ελκύουν και προφανώς μονοπωλούν το ενδιαφέρον του ανθρώπου αυτού, δεδομένου ότι σήμερα δεν αποτελούν προνόμιο μόνον της Κίνας, της Νορβηγίας, των ΗΠΑ, της Βραζιλίας, της Ινδίας και της Αυστραλίας, αλλά (τελευταία έγινε γνωστό) και της Μακεδονικής Ελληνικής γης.
 Παρά το απόρρητο της πληροφορίας κυκλοφόρησε ότι τρία από τα πλέον σπάνια μέταλλα: το ευρώπιο, το τέρβιο και το θούλιο εντοπίσθηκαν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τις ώρες της κοινής ησυχίας ακούγονται θόρυβοι, προερχόμενοι θαρρείς από σκαπτικά μηχανήματα, που λειτουργούν στα έγκατα της γης μέσα σε τεράστιες στοές κάτω από την έπαυλη. Εικάζεται ότι γίνεται εξόρυξη μεταλλευμάτων. «Η γη στο Πανόραμα είναι κούφια», τόνιζαν με έμφαση οι παππούδες μας, «αλλά μην σας ξεφύγει τίποτα», πρόκειται για κρατικό μυστικό. Οι εργάτες, πίσω από τους τοίχους τους κεντημένους με κισσούς και γλυσίνες έπαυλης, που είναι ασφαλώς πολλοί, έχουν κάνει όρκο να διαφυλάξουν επτασφράγιστο και απαραβίαστο το θανάσιμο μυστικό τους.  Γύρω από τον μύθο ή την πραγματικότητα των σπανίων γαιών καιροφυλακτούν (καραδοκούν) στρατοί συμφερόντων, έτοιμοι να εξαπολύσουν επίθεση, να εξανδραποδίσουν και να καταστρέψουν τα πάντα σ’ αυτήν την χώρα, αν τελεσιδικήσει η εκτίμησή τους για την επάρκεια άρα και για τη συμφέρουσα εκμετάλλευση των σπάνιων χημικών μετάλλων
 Ένα απόγευμα και καθώς έπινα το espresso μου στο μικρό κομψό κυλικείο της έπαυλης, με κάλεσε ο εργοδότης μου. Όταν με είδε, μου είπε χωρίς περιστροφές: «Σε κάλεσα νωρίτερα, για να σου γνωστοποιήσω κάτι ιδιαίτερα σημαντικό! Αργότερα θα έχω μια συνεργασία με τον λογιστή μου, που θα τραβήξει σε μάκρος. Λοιπόν, πρέπει να ετοιμάσουμε κάποια χαρτιά, που θα πάρω μαζί μου αύριο στο ταξίδι μου για την Αγγλία». Είχα μάθει να μην αντιδρώ πια στους αιφνιδιασμούς του. Τον κοίταξα ψύχραιμα και περίμενα τη συνέχεια. Μου φάνηκε ότι θέλησε να μειδιάσει, αλλά…δεν τα κατάφερε. «Βλέπεις αυτές τις παλιές προσωπογραφίες μέσα στα κάδρα; Είναι οι πρόγονοί μου. Έλα, έλα να… σε συστήσω!»
 Βάδισε γοργά προς τη δυτική πλευρά του γραφείου όπου ήταν αναρτημένες σε εντυπωσιακά κάδρα επτά προσωπογραφίες προγόνων του. Όλοι τους είχαν διατελέσει υψηλοί αξιωματούχοι στην εποχή τους. «Οι πίνακες αυτοί είναι αντίγραφα. Τα πρωτότυπά τους φυλάσσονται στο σπίτι μου στην Αγγλία. Το γενεαλογικό μου δέντρο έχει τις πρώτες του  ρίζες στην Κωνσταντινούπολη. Στη δεύτερη μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου που ξέσπασε στις 29/30 Δεκεμβρίου του 1940 ύστερα από ανηλεή βομβαρδισμό των Γερμανών ως μέρος των επιχειρήσεών τους με την κωδική ονομασία The London Blitz, κατεστράφη μεγάλο μέρος του ιστορικού κέντρου της πόλης. Ανάμεσα στα αρχοντικά που καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς, ήταν αυτό του πατέρα μου που διατηρούσε τα περισσότερα -ίσως- γραφεία ναυτιλιακών επιχειρήσεων σ’ όλον τον κόσμο, με κέντρο την Αγγλία. Η ξένη σημαία τον βοηθούσε να προβαίνει σε συγκεκαλυμμένες προμήθειες της μητέρας πατρίδας μας, της Ελλάδας, σε πάσης φύσεως εφόδια και πυρομαχικά…». Έκανε ένα μορφασμό επιδοκιμασίας και συνέχισε:
«Στην πυρκαγιά εκείνη κάηκε ένας μεγάλος αριθμός πινάκων που αποτελούσαν το καμάρι της οικογένειας, αφού σε κάθε κοσμική εκδήλωση ο πατέρας μου τους επεδείκνυε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Ποτέ δεν μπόρεσε να τους αντικαταστήσει, τι κρίμα! Τέλος πάντων, τώρα ας αρκεσθούμε σ’ ότι βλέπουμε. Πρώτος στη σειρά είναι ο Δημήτρης Καλλέργης (1803-1867), όπως καταλαβαίνεις κατά το ήμισυ ή μάλλον κατά το ένα τρίτο είμαι  Κρητικός!…». Συνέχισε στον ίδιο χαλαρό ρυθμό, επιγραμματικό ωστόσο τόνο για λίγα λεπτά. ΄Υστερα επιχείρησε και πάλι ανεπιτυχώς να μειδιάσει. «Τώρα που θα μείνεις μόνος και θα ’χεις περισσότερο χρόνο ελεύθερο, άνοιξε εγκυκλοπαίδειες και άλλα βοηθητικά έντυπα  και ετοίμασέ μου πλήρη βιογραφικά των παππούδων και των… γιαγιάδων μου. Αν κάνεις καλή δουλειά, ίσως εκδώσουμε προσεχώς έναν τιμητικό τόμο γι’ αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους»
Έκλεισε προσωρινά το μονόλογό του. Στον τοίχο, πίσω από την πλάτη της πολυθρόνας του εργοδότη μου, ο Αξιωματικός Καλλέργης μας…πλαγιοκοπούσε κοροϊδευτικά. Πλησίασα ενστικτωδώς κοντύτερα προς τον πίνακα, παρατηρώντας τώρα προσεκτικότερα τα αδρά χαρακτηριστικά του ευπρόσωπου άνδρα. Κάτι πολύ συγκεχυμένο ήθελε να πάρει μορφή μέσα μου, όμως όλο και χάνονταν το αρχικό σχήμα. «Συγγενής σας;» ψέλλισα. «Πέστο κι’ έτσι», έκανε ήρεμα ο εργοδότης μου και συνέχισε πατρικά: «Πήγαινε τώρα να συνεχίσεις τον καφέ σου. Αν χρειασθεί, θα σε καλέσω. Πάντως, να θυμάσαι  ότι ίσως δεν επιστρέψω και ποτέ από το εξωτερικό. Οι δουλειές εδώ θα συνεχισθούν σαν να είμαι παρών. Κάθε μέρα θα σου τηλεφωνώ ή θα σου στέλνω με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τις εργασίες της επόμενης μέρας ,έως ότου μάθεις τη δουλειά απ’ έξω κι’ ανακατωτά. Αν μου συμβεί κάτι, θα ενημερώσεις τους γιατρούς (τα παιδιά της αείμνηστης Στρατηλάτη)…Και να θυμάσαι πάντα ότι κατά τονΣωκράτη: Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η Πατρς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρα θεοίς και παρ᾿ ανθρώποις τοις νουν έχουσι »....
Απέσυρε το βλέμμα του από πάνω μου, χωρίς να περιμένει να εκμαιεύσει τα συναισθήματά μου. Χαλάρωσα. Εκείνος με ελεγχόμενες κινήσεις απόδιωξε τον αρνητισμό που είχε κατακλύσει το χώρο που κάλυπτε και γεμάτος αυτοπεποίθηση αυτοσερβιρίστηκε το αγαπημένο του ποτό. Σε λίγα λεπτά η ζωή μου είχε αλλάξει άρδην. Ή θα δεχόμουν την πρόκληση και θα αποκτούσε νόημα η ύπαρξή μου ή  θα αρνιόμουν αποποιούμενος υποχρεώσεις και ευθύνες και θα πήγαινα για… βρούβες. Απομακρύνθηκα έχοντας την εντύπωση ότι μόλις είχα σηκώσει ένα εξαιρετικά βαρύ για τις δυνατότητές μου γάντι. Ας είναι, θα έκανα εντατικά μαθήματα… άρσης βαρών ενισχύοντας ικανοποιητικά τη σωματοδομή και τη θέλησή μου…
Ρούφηξα άλλη μια γουλιά από τον αγαπημένο μου καφέ, με τίποτα όμως δεν εννοούσα να απομακρύνω το βλέμμα μου, να απαγκιστρωθώ ή ίσως να απαλλαγώ από την φωτογραφία του ανώτατου αξιωματικού που με μαγνήτιζε, αντιμετωπίζοντάς με μέ συγκατάβαση μέσα από το ασημένιο κάδρο... «Κάπου έχω συναντήσει ένα παρόμοιο σαν αυτό πρόσωπο», σκέφθηκα, «μα πού;». Σάρωνα με τη σκέψη μου γεγονότα και παλιές παραστάσεις όμως του κάκου.  Έστυβα το μυαλό μου, μήπως και προβάλλει από κάποια γωνιά, αυτό που θα συνέδεε όλα τα κομμάτια του πάζλ μιας τεράστιας εικόνας, που έτσι θα αποκτούσε επιτέλους νόημα. Πολύ περισσότερο τώρα που και εγώ αποτελούσα αναπόσπαστο σχεδόν μέρος της.
Επέστρεψα στο δωμάτιό μου γεμάτος τρελές σκέψεις να χορεύουν διαβολικά στους διαδρόμους του μυαλού μου, κάνοντας το κεφάλι μου να πονάει αφόρητα. «Δε θ’ αντέξω, θα εκραγώ!», μουρμούρισα. Υπέφερα, αν και γνώριζα ότι η κατάστασή μου δεν ήταν παθολογική. Περισσότερο με βασάνιζε η αδυναμία μου να δώσω τις ορθές απαντήσεις σε ένα περίπλοκο γεγονός, που όμως ένιωθα ότι πολύ σύντομα θα έπαυε να ήταν τέτοιο. Άρχισα να ψάχνω με μανία τα έπιπλα και τους χώρους του μικρού μου ενδιαιτήματος. Πετούσα ό,τι εύρισκα μπροστά μου: μαξιλάρια, κουβέρτες, συρτάρια, χαρτοφύλακες, βιβλία, χαρτοπετσέτες, τα πάντα… Όμως τι έψαχνα να βρω στ’ αλήθεια; τι αναζητούσα; τι ήταν αυτό που με καλούσε για να μου υποδείξει την απάντηση; για να μου εκμυστηρευθεί το μεγάλο μυστικό; Γιατί είχα την αίσθηση ότι το κουβάρι της ιστορίας θα ξετυλίγονταν εδώ μέσα.
Αποκαμωμένος από το συνεχές -γεμάτο ένταση- ψάξιμο και απογοητευμένος από τη μάταια προσπάθεια, έπεσα με ορμή στο κρεβάτι, με κίνδυνο να το διαλύσω. Έβαλα τα χέρια μου κάτω από τον αυχένα και κάρφωσα τα μάτια μου στη δεξιά δίεδρη γωνία που σχημάτιζαν η οροφή και οι δύο συνεχόμενοι τοίχοι του δωματίου εμπρός και δεξιά μου. Η ηλεκτρική φλογίτσα στο καντηλάκι μπροστά από το εικόνισμα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας με το ασημένιο πουκάμισο, έδινε τη ψευδαίσθηση ότι αναβόσβηνε διαρκώς, στον ίδιο ρυθμό με τον  κέρσορα του Η/Υ στον οποίο αποτύπωνα το κείμενο αυτό……
 Και τότε, όταν αποκαμωμένος ολότελα ετοιμαζόμουν να τα παρατήσω όλα και να δηλώσω την ήττα μου, τινάχθηκα σαν ελατήριο όρθιος. Πήδηξα κάτω από το κρεβάτι με φόρα και όρμησα κυριολεκτικά στη βιβλιοθήκη μου. Άνοιξα με δύναμη το πρώτο ντουλάπι, όπου φιλοξενώ τα λευκώματα φωτογραφιών, ντοσιέ  και άλλα ευμεγέθη έντυπα και έσυρα με λύσσα το καινουργιέστερο απ’ όλα τα άλμπουμ. Αυτό που έφερε τον μεγαλύτερο αύξοντα αριθμό. Το ξεφύλλισα νευρικά μία, δύο, τρείς φορές. Ήμουν θολωμένος, συγχυσμένος, σχεδόν άρρωστος. Ξαφνικά έβγαλα αλαλαγμούς θριάμβου. Ναι!, ναι!, τη βρήκα. Σήκωσα ψηλά τη φωτογραφία από την εξόρμηση στο φυλάκιο προκαλύψεως, που μου είχε στείλει η κυρία Φωκά με την ευκαιρία της ανάληψης της Προεδρίας του Συλλόγου Κυριών και Κυρίων για τη διάδοση της Φιλαλληλίας. Μπροστά μου ζωντάνευαν όλα τα πρόσωπα που απεικόνιζε, αν και ο πολυκαιρισμός μαζί με την υγρασία και το ανίσχυρο πλέον υποσουλφίτ ανέλαβαν να παραμορφώσουν μερικά από αυτά. Γεμάτος αγωνία περιέτρεξα τις μορφές. «Όχι, δεν πρέπει να μου το κάνεις αυτό»… « Έφθασα στο τέλος και θα μάθω την αλήθεια… Έλα, φανερώσου άνθρωπέ μου, δείξε μου το πρόσωπό σου,…καταραμένο υποσουλφίτ…Η κυρία Φωκά, η κυρία Στρατηλάτη…ο κύριος…η κυρία…ο κύριος…η κυρία…ο Στρατηγός!...καταραμένο υποσουλφίτ…ναι, ο Στρατηγός!, ο Στρατηγός, ο Στρατηγός…παρά την παραμόρφωση που είχε υποστεί, φαινόταν πεντακάθαρα η απίστευτη ομοιότητά του με τον προπάππο του, τον Συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργ!…»
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. Ο εργοδότης μου κάλυψε με τον όγκο του το άνοιγμά της. Έριξε ένα βλέμμα στο ακατάστατο δωμάτιο. Ύστερα πήρε από τα χέρια μου τη φωτογραφία. Της έριξε μια γρήγορη ματιά. Κούνησε το κεφάλι του με νόημα. Η φωνή του ακούσθηκε ψύχραιμη και βαθειά: «Δεν αλλάζει τίποτα, για κανένα. Μία απλή πλαστική ήταν όλα τα λεφτά φίλε μου. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Και τώρα σιάξε το δωμάτιό σου, φρεσκαρίσου και πέρασε από το γραφείο μου. Έχω να σου υπαγορεύσω μια επιστολή». «Μάλιστα κύριε!».

                                                                                                                     Π. Γιαννακόπουλος

-Τέλος-