Από τη Βικιπαίδεια,
Η Λουκρητία
Βοργία (18 Απριλίου 1480 - 24 Ιουνίου 1519) ήταν δούκισσα της Φερράρας, πασίγνωστη για την ομορφιά της, τους σκανδαλώδεις
έρωτές της αλλά και για τα εγκλήματα στα οποία φέρεται να είχε αναμειχθεί. Ήταν
η φυσική κόρη του Ροδερίγου Βοργία, του
μετέπειτα Πάπα Αλέξανδρου Στ΄, και της Βανότσα Κατανέι και συνεπώς αδελφή των Καίσαρα Βοργία, Ιωάννη
Βοργία και Τζόφρη ή Γοδεφρείδου Βοργία.
Η Λουκρητία
Βοργία γεννήθηκε στο Σουμπιάκο, στα περίχωρα της Ρώμης στις 18 Απριλίου του 1480 και πέθανε
στη Φεράρα στις 24 Ιουνίου του 1519. Τα νεανικά της
χρόνια τα πέρασε στην αυλή των Βοργιών ονομαστή για τις ραδιουργίες και τα εγκλήματά
της. Η ίδια διέθετε εξαιρετική ομορφιά και πολλές χάρες, ενώ ο ήπιος χαρακτήρας
και η ιδιαίτερη ευφυΐα της την βοήθησαν στο ρόλο τον οποίο ίσως ασυναίσθητα να
διαδραμάτισε. Οι αλλεπάλληλοι γάμοι της μάλλον υπήρξαν σκόπιμοι προκειμένου να
ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία του πατέρα της και την αύξηση της δύναμης του
αδελφού της.
Σε πολύ νεαρή ηλικία αρραβωνιάστηκε
διαδοχικά δύο Ισπανούς ευγενείς τον Δον
Χερουβίν ντε Σεντέλλος και τον Γασπάρντο
ντε Προσίντα. Όταν όμως ο πατέρας εξελέγη Πάπας και προκειμένου να
εξυπηρετήσει τις πολιτικές του βλέψεις, διέλυσε τους αρραβώνες της Λουκρητίας και την πάντρεψε με τον Τζιοβάνι Σφόρτσα,
νόθο γιο του Αλέξανδρου Σφόρτσα, κόμη του Μιλάνου.
Αργότερα
όταν ο αδελφός της αντελήφθη ότι αδυνατούσε να προσπορίσει οικονομικά οφέλη από
τον γάμο της αδελφής του αποπειράθηκε να δολοφονήσει το γαμπρό του μέσα στη
κρεβατοκάμαρα της αδελφής του.
Οι χρονικογράφοι της εποχής εκείνης του Πέζαρο αφηγούνται την απόπειρα εκείνη, που διέφυγε τελικά ο Ιωάννης Σφόρτσα ως εξής: (σε ελεύθερη μετάφραση)
Οι χρονικογράφοι της εποχής εκείνης του Πέζαρο αφηγούνται την απόπειρα εκείνη, που διέφυγε τελικά ο Ιωάννης Σφόρτσα ως εξής: (σε ελεύθερη μετάφραση)
«Ένα βράδυ ο Τζακουΐνο, θαλαμηπόλος του Ιωάννη
Σφόρτσα βρισκόταν στον κοιτώνα της Λουκρητίας όταν μπήκε σ΄ αυτό ο
αδελφός της Καίσαρ. Πριν όμως μπει, η Λουκρητία διέταξε αυτόν να κρυφτεί πίσω από ένα
ανάκλιντρο. Μπαίνοντας ο αδελφός της, της ανακοίνωσε ότι έδωσε εντολή να
σκοτώσουν τον σύζυγό της. Έτσι μόλις στη συνέχεια έφυγε ο Κάισαρ Βοργίας η Λουκρητία έστειλε τον
αυτήκοο μάρτυρα θαλαμηπόλο να ειδοποιήσει τον Ιωάννη
Σφόρτσα. Τότε αυτός ιππεύοντας ένα άλογο έφθασε στο Πέζαρο μετά
από 24 ώρες όπου φθάνοντας το άλογο έπεσε νεκρό από το συνεχές καλπασμό».
Μετά απ΄ αυτόν τον έντεχνο χωρισμό ο
πατέρας της, Πάπας, ακύρωσε τον γάμο της κόρης του με τον Σφόρτσα, μετά τον
οποίο η Λουκρητία κατέφυγε σε Μοναστήρι
καλογραιών του Αγίου Σίξτου.
Τον Ιούλιο του 1498 η Λουκρητία παντρεύεται, πάλι για πολιτικούς
σκοπούς, τον Αλφόνσο ντι Μπιντέλια,
νόθος και αυτός, γιος του Βασιλέως της Νάπολης Αλφόνσου Β΄ της Αραγωνίας. Και αυτός ο
γάμος υπήρξε ατυχής. Τότε, οι Βοργίες ανέλαβαν την ιδέα να καθυποτάξουν το
Βασίλειο της Νάπολης συμμαχώντας με τον Βασιλέα της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΒ΄. Έτσι την
επομένη της εορτής του ιωβηλαίου του 1500 που γιόρταζε όλη
μαζί η οικογένεια του Ποντίφικα, ο Αλφόνσος δέχθηκε
επίθεση από τέσσερις προσωπιδοφόρους κοντά στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου όπου
τραυματίσθηκε σοβαρά δεχόμενος τις φροντίδες που έσπευσε να του
παράσχει η σύζυγός του Λουκριτία, επί
34 συνεχείς ημέρες, ενώ ο Πάπας διέθεσε 14 άνδρες για τη φρούρησή του. Όταν τη
περίοδο εκείνη ο Καίσαρας Βοργίας πήγε να επισκεφθεί τον ημιθανή τραυματία
φέρεται να δήλωσε «ό,τι δεν γίνεται στο γεύμα, μπορεί να γίνει στο δείπνο». Έτσι στις 18 Αυγούστου του 1500 αφού εισήλθε στη κρεβατοκάμαρα του γαμπρού του και
απομάκρυνε την αδελφή του, στραγγάλισε τον Αλφόνσο με τη βοήθεια του
σωματοφύλακά του Μικελόττο.
Μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της η Λουκρητία κατέφυγε στο πύργο του Νέππι. Τότε
ξέσπασε το σκάνδαλο για αιμομικτικές
σχέσεις που μπορεί να είχε με τον πατέρα της και τον αδελφό της.
Αφορμή αυτού ήταν το γεγονός ότι το 1498 η Λουκρητία
είχε γεννήσει κατά τον 2ο γάμο ένα βρέφος άρρεν. Το 1501 φέρεται και με
δεύτερο βρέφος με το όνομα Τζοβάνι (Ιωάννη) το οποίο και ανέτρεφε και για το
οποίο ο Πάπας εξέδωσε δύο αναγνωριστικές βούλες που φυλάσσονταν στα αρχεία
της Μόντενα. Στο μεν ένα εξ
αυτών ο Πάπας αναγνώριζε το βρέφος ως τέκνο του Καίσαρα Βοργία, στο δε άλλο ως
τέκνο δικό του. Η διπλή αυτή αναγνώριση της πατρότητας του παιδιού
ενισχύει παρά συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τις κατηγορίες των χρονικογράφων της
εποχής για τις πιθανές αισχρές και οργιώδεις σχέσεις πατέρα, αδελφού και κόρης.
Βέβαια σ΄ αυτό το σημείο έδωσε λαβή να υποστηρίζεται και η ενεργή συμμετοχή της
Λουκρητίας σε όλες τις οργιώδεις εορτές
που συνήθιζε ο Πάπας στα ποντιφικά ανάκτορα.
Οι σύγχρονοι της Λουκρητίας χρονικογράφοι της απέδωσαν πλήθος κατηγοριών.
Αντίθετα οι νεότεροι ιστοριοδίφες εξετάζοντας τα πολιτικά πάθη και τις
θρησκευτικές έριδες της εποχής εκείνης στέκονται απέναντι από το πρόσωπό της με
περισσότερο ίσως σεβασμό. Συγκεκριμένα ο Γρηγορόβιος καίτοι αναγνωρίζει τη Λουκρητία ως φιλήδονη γενικά, δεν δέχεται να είχε εγκληματική φύση, θεωρώντας πως
όλα αυτά είναι κατηγορίες των εχθρών των Βοργιών. Βέβαια υπήρξαν και
συγγραφείς που προσπάθησαν να την εξαγνίσουν από κάθε κατηγορία.
Κατά την ασφαλέστερη κρίση η Λουκρητία δεν
ήταν τύπος ανήθικου ανθρώπου (immorale), αλλά μάλλον εξωηθική
(amorale) που όμως μπορούσε να διακρίνει τα
όρια μεταξύ της ηθικής και της ανηθικότητας. Όπως σημειώνει ο
Γκέμπχαρτ (Gebhart).
«Όλα της ήταν φευγαλέα, ακαθόριστα, αμφίρροπα,
άτολμα, τόσο στο πνεύμα όσο και στην έκφρασή της και προπάντων ο χαρακτήρας
της. Κατέστη κοντά στον πατέρα της και τους φιλόδοξους αδελφούς της
"ευμάλακτος κηρός", "χαρίεσσα σκλάβα", που όμως η
εκπαίδευσή της δεν μόρφωσε την αιδώ, ούτε τον λεπτοφυή γυναικείο αυτοσεβασμό.
Έτσι ως γλυκύτατη γυνή προετοιμάστηκε να δεχτεί χωρίς αντιστάσεις τις σκανδαλωδέστερες περιπέτειες του Οίκου των Βοργίων τις οποίες κάποια ψυχική αναισθησία τις καθιστούσες λιγότερο οδυνηρές για την ίδια. Συνήθισε στο πόνο, (συνεχίζει ο Γκέμπχαρτ) όπως συνήθισε τα παράξενα θεάματα της παπικής αυλής».
Έτσι ως γλυκύτατη γυνή προετοιμάστηκε να δεχτεί χωρίς αντιστάσεις τις σκανδαλωδέστερες περιπέτειες του Οίκου των Βοργίων τις οποίες κάποια ψυχική αναισθησία τις καθιστούσες λιγότερο οδυνηρές για την ίδια. Συνήθισε στο πόνο, (συνεχίζει ο Γκέμπχαρτ) όπως συνήθισε τα παράξενα θεάματα της παπικής αυλής».
Σε κάποια
δε επιστολή της, λίγο πριν πεθάνει, προς τον Πάπα Λέοντα Ι΄ διαφαίνεται το παράπονο μιας πικραμένης
ύπαρξης στην οποία το παρελθόν, της είχε αφήσει μάλλον μελαγχολικές παρά
φρικιαστικές αναμνήσεις.