www.tisimainei.blogspot.gr
"Υπερέβη τα
εσκαμμένα"
Η φράση έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα
και υπάρχουν δύο ενναλακτικές ερμηνείες (παρόμοιες) .
Η πρώτη αναφέρετε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 664 π.Χ. όπου στο
"άλμα εις μήκος" ή "σκάμα" όπως λέγοταν τότε, ο Σπαρτιάτης Χιόνις κατάφερε να πραγματοποίησει άλμα μεγαλύτερο των 16μ (το
οποίο ήταν το μήκος του σκάματος) "ξεπερνώντας τα όρια".
Παρόμοια είναι και η άλλη ερμηνεία η οποια
θέλει τον Φάυλλο με καταγωγή από
Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, στους αθλητικούς αγώνες που διοργανώνονταν στους
Δελφούς (τα Πύθια) να έχει
πραγματοποίησει και πάλι άλμα μεγαλύτερο από το οριοθετημένο μήκος του
σκάματος.
Η φράση «υπερέβη τα εσκαμμένα» σήμερα χρησιμοποιείται όταν ο θέλουμε να
πούμε ότι κάποιος ξεπέρασε τα προκαθορισμένα όρια.
"Χαιρέτα μου τον
πλάτανο"
Για την εν λόγω φράση υπάρχουν λοιπόν τρεις
ερμηνείες:
1) Τη χρησιμοποιούσαν οι ξενιτεμένοι
χωρικοί της πατρίδας, όταν θυμούνταν τον πλάτανο του χωριού τους. Έλεγαν λοιπόν
στους συμπατριώτες που συναντούσαν στην ξενιτιά «χαιρέτα μου τον πλάτανο» (σαν γυρίσεις στο χωριό). ..
Έτσι επικράτησε
η φράση να σημαίνει «δεν θα γίνει ποτέ»
(== δεν θα γυρίσω πίσω ποτέ).
2) Λέγεται ότι την 25η Μαρτίου 1821, όταν ο Παλαιών
Πατρών Γερμανός έδωσε το σύνθημα της εθνικής εξέγερσης, κρέμασε το
λάβαρο της επανάστασης σ’ έναν μεγάλο πλάτανο στον περίβολο της μονής Αγίας Λαύρας κάτω από το οποίο περνούσαν οι
αγωνιστές για να κοινωνήσουν. Από τότε, όταν κάποιος από αυτούς επισκεπτόταν
τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, οι
συντροφοί του τού παρήγγελναν: «χαιρέτα
μας τον πλάτανο»,
εννοώντας τον δεσπότη.
3)
Κατά άλλους λέγεται ότι ο Κατσαντώνης
είχε θάψει κάτω από έναν πλάτανο τους
θησαυρούς του Αλή Πασά, οι οποίοι κατά την παράδοση δεν βρέθηκαν
ποτέ. Ο ήρωας όταν ξεψυχούσε, είπε στους συντρόφους του: «πείτε στη γυναίκα και στον γιο μου
να μου χαιρετάν τον πλάτανο».
"Ψώνισε από
σβέρκο"
Η συγκεκριμένη έκφραση σημαίνει ότι κάποιος
έκανε τη χειρότερη δυνατή επιλογή. Η φράση έχει τις ρίζες της στην εποχή όπου η
γεωργία στηρίζονταν στην χρήση των ζώων. Το δέρμα στο σβέρκο των ζώων, λόγω της
συνεχούς τριβής με το αλέτρι, γινόταν ιδιαίτερα σκληρό και δύσκολο στην
κατεργασία, δεν ήταν λοιπόν καλή επιλογή για οτιδήποτε άλλο παρά μόνο για την
κατασκευή υποδημάτων.
"Θα γελάσει και το
παρδαλό κατσίκι"
Η φράση προέρχεται από τον τίτλο
γελοιογραφίας του Φωκίωνα Δημητριάδη η
οποία δημοσιεύτηκε το 1945 στην εφημερίδα τα «Νέα» και σατίριζε τον
πολιτικό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη με ένα
κατσίκι με γραμμοσκιάσεις που ονομάστηκε «παρδαλό»
"Ζήσε Μάη μου να φας
τριφύλλι..."
Η φράση αυτή γεννήθηκε προέρχεται από τα
ελληνικά γήπεδα και χρονολογείται γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 20. Ο Ανέστης Μάης ήταν
αμυντικός της ομάδας του Ντροπαλού
Ελευσίνας, γνωστός εκτός από την μεγάλη ποδοσφαιρική του αξία και
για την πρωτοφανή αγριότητα που
τον διέκρινε όταν μάρκαρε τους αντιπάλους του. Κάποιες φορές μετά τον αγώνα
έστηνε καρτέρι έξω από τα γήπεδα ή από τα αποδυτήρια των αντίπαλων ομάδων με
σκοπό να επιτεθεί είτε σε συγκεκριμένους αντιπάλους ή ακόμα και σε ολόκληρη την
αντίπαλη ομάδα.
Ο Ανέστης
Μάης ήταν πολύ μεγαλόσωμος αθλητής, με διαστάσεις γίγαντα αναλογικά με
εκείνη την εποχή, αλλά το κύριο όπλο του ήταν η οδοντοστοιχία του, που τη
χρησιμοποιούσε για να εκδικηθεί όσους αντιπάλους τον εξόργιζαν. Κάποτε μάλιστα είχε
εξουδετερώσει ολόκληρη την ομάδα του Ατέρμονου
Βόλου, δαγκώνοντας προπονητή και
παίκτες σε άγριο καβγά μετά το ματς.
Κάποια στιγμή η ομάδα του Μάη είχε κληρωθεί να παίξει στο κύπελλο
Ελλάδος του 1928 με τον Παναθηναϊκό,
που ως γνωστό έχει σήμα το τριφύλλι. Ο Μάης
όμως ήταν βαριά άρρωστος από μαλάρια εκείνη την περίοδο και διέτρεχε μεγάλο
κίνδυνο να πεθάνει. Οι συμπαίκτες του, σε μια επίσκεψή τους στο σπίτι του
ετοιμοθάνατου Ανέστη Μάη, αμέσως μετά
την κλήρωση του κυπέλλου, προσπαθούσαν να εμψυχώσουν το μεγαλόσωμο αμυντικό με
την φράση "Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι", ώστε να καταφέρει να ξεπεράσει την
αρρώστια και να παίξει στον ιστορικό αγώνα, μια που χωρίς αυτόν ήταν σίγουρο
ότι δε θα τα κατάφερναν.
"Έφαγε
χυλόπιτα"
Η φράση «έφαγε χυλόπιτα»
χρησιμοποιείται στην αργκό για να υποδηλώσει την ερωτική απόρριψη. Η προέλευση
της φράσης εντοπίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και όσο κι αν μοιάζει
περίεργο, έχει κυριολεκτική σημασία. Την περίοδο εκείνη η ιατρική επιστήμη δεν
ήταν διαδεδομένη και κυριαρχούσε η πρακτική ιατρική. Πολλοί, που εμφανίζονταν
ως σωτήρες ήταν στην ουσία απατεώνες ή αλλιώς κομπογιαννίτες. Όπως ο Παρθένης Νένιμος από τα Γιάννενα. Η περιοχή
των Ιωαννίνων «γέννησε» άλλωστε και τον όρο κομπογιαννίτης.
Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από τη συνένωση των λέξεων κομπώνω, που σημαίνει δένω με μάγια και Ιωαννίτης.
Οι πρακτικοί θεραπευτές που δρούσαν γύρω από τη χαράδρα του Βίκου
χρησιμοποιούσαν κόμβους, δηλαδή
ρίζες για τα γιατροσόφια τους και έδεναν τα βότανα που αποξήραιναν σε μαντήλια
σε σχήμα πουγκιού, δηλαδή κόμβου. Έτσι από τους κόμπους, ονομάστηκαν κομπογιαννίτες.
Αργότερα ο όρος διαδόθηκε και χρησιμοποιήθηκε για όλους τους εμπειρικούς «γιατρούς». Ο
κομπογιαννίτης Νένιμος, εκτός από τους
βαριά αρρώστους, θεράπευε και τους βαριά ερωτευμένους. Ιδιαίτερα εκείνους που
δεν είχαν ανταπόκριση και ήταν «πονεμένοι». Το «φάρμακο» ήταν ένας χυλός από
σιτάρι, με μπαχαρικά ψημένος στον φούρνο, τον οποίο έπρεπε οι «παθόντες» να
καταναλώσουν τρία συνεχόμενα πρωινά, όντας νηστικοί. Έτσι
καθιερώθηκε να λέγεται πως όποιος ερωτευόταν χωρίς ανταπόκριση είχε «φάει χυλόπιτα» για να του περάσει ο πόνος του έρωτα
"Βλάκας με
περικεφαλαία"
Η φράση έχει τις ρίζες της στην Γαλλία και
ανήκει στον Μεγάλο Ναπολέοντα ο οποίος
κάποτε είπε "Διακρίνουμε δύο τύπους στρατιωτών: τους μαχητές, που είναι έξυπνοι και
δραστήριοι και τους στρατιώτες, που τους χρησιμοποιούν για τις παρελάσεις και
που πρέπει να είναι βλάκες, για να μπορούν να στέκουν ώρες ολόκληρες στους
δρόμους και στις πλατείες, σαν τα αγάλματα!" Στην δεύτερη περίπτωση ανήκαν στρατιώτες οι οποίοι
φορούσαν θώρακα και περικεφαλαίες με ένα
λοφίο με θύσσανο και που τους αποκαλούσαν "θωρακοφόρους βλάκες". Στην Ελλάδα
όμως, επειδή δεν είχαμε στρατιώτες με θώρακα ο Κωλέτης
που άκουσε την φράση την διαμόρφωσε και την έκανε: "είναι βλάκας με λοφίο" ή "βλάκας με περικεφαλαία". Τη φράση αυτή τη μεταχειριζόμαστε σε
περίπτωση που βλέπουμε ανθρώπους πολύ καθυστερημένους στο μυαλό.
"Αρτζιμπούρτζι και
λουλάς"
Προέρχεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό αρτσιβούριον, κι αυτό από το αρμενικό arats-havoth = μηνυτής, αγελιαφόρος. Αναφέρεται στην πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, στη διάρκεια της
οποίας οι Αρμένιοι ακολουθούν αυστηρότατη νηστεία Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν
με εχθρότητα αυτή τη συνήθεια, μάλιστα η μονή Μάμαντος επέμενε στην κατανάλωση
αυγών και τυριού κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, για να διαχωριστεί από
την αίρεση των Αρτζιβουρίων. Η
λέξη κατέληξε να γίνει συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία, γιατί
οι Βυζαντινοί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της νηστείας, το
έκαναν με πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με αποτέλεσμα να επικρατήσει
σύγχυση. Αργότερα στο αρτζιμπούρτζι προστέθηκε η λέξη λουλάς για να ενταθεί εκφραστικά η σύγχυση.
"Από την πόλη
έρχομαι και στην κορφή κανέλα"
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την
περιγραφή της ασυναρτησίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή
της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την
Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν
επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο
συνάντησης τους την κορυφή του λόφου.