ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Ραβινέ, 1η Μαϊου 1917 - Ο Μεγάλος Πόλεμος



Το παρακάτω σημείωμα αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής  οφειλόμενο στο ελληνικό αίμα που αφειδώς προσφέρθηκε  από τους ήρωές, κατά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο,  για να παραμείνουν ελληνικά τα εδάφη  της Ειδομένης∙  εκείνα που σήμερα μολύνονται  από την παρουσία  σ’ αυτά των συρφετών των εξ ανατολών εισβολέων μας.
Γαβριήλ.Ν. Συντομόρου.
    Τέλη του 1916 και αρχές του 1917, ο εκ Ναυπάκτου καταγόμενος υπολοχαγός Λεωνίδας Καρακουλάκης    υπηρετούσε  στο  2ο Σύνταγμα  της Μεραρχίας Σερρών∙ η   δε  σύνθεση της υπό τον  συνταγματάρχη Χριστοδούλου εκείνης μεραρχίας είχε ως εξής:
    το  1ο της Σύνταγμα  το διοικούσε ο αντισυνταγματάρχης Πυρ/κου Ν. Ζαφειρίου, και τα τάγματα του συντάγματος    τελούσαν, κατά σειρά,   υπό  τους λοχαγούς  Παπακώστα, Γουλιανό και Κονδύλη.
    Το 2ο Σύνταγμα Σερρών,    είχε επικεφαλής του τον αντισυνταγματάρχη Τσερούλη,   και οι διοικητές των  ταγμάτων  του ήσαν οι   λοχ Γρηγοριάδης,  Τσάκαλος και Παλλίδης.
    Και  το 3ο Σύνταγμα Σερρών   ανήκε στη δικαιοδοσία του συντ/ρχη Ν. Καλομενόπουλου,  με  επικεφαλής των  ταγμάτων του  τούς  Σταυριανόπουλο,    Κολονάρο και Καρασεβδά.
    Το  Δεκέμβριο  του 1916, η προαναφερθείσα   μεραρχία   κατείχε θέσεις στα δυτικά του Αξιού  μαζί με  την 122α γαλλική  του στρατηγού Ρενιώ, όπου,   μέχρι τον Απρίλιο του 1917,  οι άνδρες   του Χριστοδούλου συμμετείχαν σε περιπολίες, σε   αναγνωρίσεις προς το μέρος του εχθρού  και σε περιορισμένης έκτασης  επιθετικές δραστηριότητες, συνοδευόμενες από   μπαράζ πυροβολικού (barrage d'artillerie), έναν  κυλινδούμενο φραγμό πυροβολικού δηλαδή, σύμφωνα με την ελληνική στρατιωτική ορολογία.   Η  τακτική, εντούτοις,  αυτή, που επιφύλασσε στο πεζικό δευτερότερο ρόλο, ανατράπηκε, όταν ανατέθηκε στο τάγμα Γουλιανού, η κατάληψη του λόφου Ραβινέ.     
Στη  μάχη    συμμετείχε και ο   προαναφερθείς Καρακουλάκης, ο οποίος   την προηγούμενη μέρα  είχε  εκμυστηρευθεί στον Γουλιανό: «Ήρθα από το 2ο Σύνταγμα να λάβω μέρος στη μάχη που θα κάνουμε αύριο, για να δείξω ποιος είμαι»!
    Το   Ραβινέ (υψ. 262 μ.), ευρισκόμενο εντός του ελληνικού εδάφους (και υπό τις τότε συνθήκες  και  υπό τις τωρινές), εντοπίζεται νοτιοδυτικά της  (σκοπιανής σήμερα) Γευγελής, βορειοανατολικά από το χωριό Πέντε Βρύσες (παλιό του όνομα: Χατζή Μπαρή) και βορειοδυτικά από το χωριό Χαμηλό (τότε αποκαλούμενο Αλτσάκ).   Το  ύψωμα, όπου είχαν εγκαταστήσει   οι Γερμανοί    παρατηρητήριο,    είχε  οχυρωθεί  με  κάθε είδους  αμυντικά έργα  και είχαν ανασκαφεί  εκεί  καταφύγια κατασκευασμένα  από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Οι  εδαφικές  απολήξεις στα ανατολικά του Ραβινέ σχηματίζουν στη δεξιά όχθη   του Αξιού και το  ύψωμα που τότε πρωτοονομάστηκε  Σεμέν Ντε Φερ, ευρισκόμενο  αμέσως δυτικά  της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης–Γευγελής,  τρία χιλιόμετρα νότια του σιδηροδρομικού σταθμού της Ειδομένης και 1200 μέτρα βόρεια του χωριού Δογάνη (τότε αποκαλούμενου Σλοπ).   Στα δυτικά  του Ραβινέ,  διαδέχονταν, η μία την άλλη,  εδαφικές εξάρσεις, ελεγχόμενες    από τους Βουλγάρους, τις οποίες οι Γάλλοι είχαν ονομάσει     Ντρομαντέρ, Μπομπαρντέ και Πιτόν Μπλαν. Τέλος,  σε σχέση με τα παραπάνω υψώματα, το τάγμα Κονδύλη   ήταν παραταγμένο  νότια του Σεμέν Ντε Φερ, ανάμεσα στον εν λόγω λόφο και στο  χωριό Δογάνη. Το τάγμα Παπακώστα κατείχε θέσεις νοτιοανατολικά του λόφου Ντρομαντέρ, με το  χωριό Πέντε Βρύσες να  παρεμβάλλεται  ανάμεσα στο   τάγμα και στον παραπάρω λόφο. Δυτικότερα  βρισκόταν το τάγμα Τσάκαλου, που   και αυτό  έβλεπε προς  το Ντρομαντέρ. Ακόμη πιο αριστερά,  το  τάγμα του μικρασιάτη  Παλλίδη  είχε μέτωπο  προς το Μπομπαρντέ και προς το Πιτόν Μπλαν.  Και   τελείως δυτικά, το τάγμα Καρασεβδά   ήταν αντιμέτωπο με την κατεχόμενη  από τον εχθρό εξέχουσα του Σκρά (ύψ.1096 μ.) έχοντας  στα δεξιά του το ομώνυμο χωριό  (παλιό του όνομα: Λιούμνιτσα) και στα αριστερά του ένα γαλλικό τάγμα.
     Υπό τις συνθήκες αυτές, πραγματοποιήθηκε μια πολύ επιτυχημένη επιδρομή, στις 12 Φεβρουαρίου 1917,  του τάγματος Κονδύλη εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ, οπότε διακρίθηκε ο υπολοχαγός Αναγνωστόπουλος και τραυματίστηκε ο εκ Καλαβρύτων-δημοσιογράφος το επάγγελμα- έφεδρος ανθυπολοχαγός Ευστάθιος Δογάνης.
    Ο  Γάλλος, μάλιστα, συνταγματάρχης Βινιέ, έκπληκτος τότε για την πλούσια ελληνική συγκομιδή σε εχθρικά λάφυρα, ρώτησε τον Κονδύλη: «Πώς δεν φέρατε και [αιχμαλώτους] Βουλγάρους;» Και  ο Κονδύλης απάντησε: «Συνταγματάρχα μου, έχουνε… ποδάρια οι Άθλιοι». Στις 8.20, το βράδυ της 22ας Απριλίου,  το τάγμα  Κονδύλη (λόχοι 9ος και 10ος,με τον πρώτο απ’ αυτούς να τον  διοικεί ο Π.Ιερωνυμάκης)  επετέθη και πάλι εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ καθώς και κατά των  κοντινών  λόφων Τρουά Τερτ. Η επίθεση  πέτυχε  και  είχε ως  αποτέλεσμα να συλληφθούν 5 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και ο διοικών την εχθρική τοποθεσία επιλοχίας. Στις 10.30  όμως διενεργήθηκε σφοδρότατος εχθρικός  βομβαρδισμός εναντίον  του Σεμέν ντε Φερ  και ακολούθησε  βουλγαρική αντεπίθεση, για ανακατάληψη του λόφου, πλην όμως   αποκρουσθείσα.   Παράλληλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, και παρά το συνεχή εχθρικό βομβαρδισμό,  οι άνδρες του Κονδύλη οργάνωσαν   αμυντικά   το  λόφο με εκσκαφή νέων χαρακωμάτων και  αναστροφή τών  πρώην   εχθρικών. Τραυματίστηκαν τότε οι Δ. Οικονόμου και Χρυσοχόου, ενώ στις 4.30 το πρωί της 24ης Απριλίου, άρχισε νέα εντονότατη δράση του εχθρικού  πυροβολικού εναντίον του  Σεμέν Ντε Φερ με αντεπίθεση 250  Βουλγάρων. Το     ύψωμα     το υπερασπίζονταν   14 μόνο δικοί μας  καταπονημένοι από την ολονύχτια εργασία  έχοντας  επικεφαλής του   τον  Δογάνη, που με το πιστόλι στο χέρι, παρέσυρε τους άνδρες του σε  αντεπίθεση κατά την οποία η χρήση της  ξιφολόγχης εναλλασσόταν  με τη χρησιμοποίηση κοινών μαχαιριών. Αλλά και τις ξιφολόγχες τις κρατούσαν οι άνδρες του Δογάνη σαν μαχαίρια  φέροντας τα  τουφέκια  τους  σε χιαστί ανάρτηση.
     Οι  Βούλγαροι έτσι  ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν  σε απόσταση 1500 περίπου μέτρων. Ένας όμως  από τους καταδιωκόμενους εκσφενδόνισε τότε μια χειροβομβίδα, και ένα θραύσμα της   στάθηκε μοιραίο για  το Δογάνη.  Τον τελευταίο συνεπώς τον αντικατέστησε  ο ανθυπίατρος Ηλίας Αποσκίτης-γιατί  και οι γιατροί  τότε κράδαιναν  τουφέκι- ενώ πάνω στον ήρωα ανθυπολοχαγό βρέθηκε  το εξής  από τα πριν γραμμένο σημείωμα: «[…]Τώρα πια που πέθανα, μάθετε  ότι ήλθα να σκοτωθώ πολεμώντας υπέρ των δικαίων της αγαπητής μας Πατρίδος και γενικότερα υπέρ των ιδεωδών της ανθρωπότητος. Έχω τον εγωισμό να πιστεύω ότι ανήκω εις τους ιεροφάντας της ανθρωπότητος, όσο ταπεινός και αν είμαι[…]». Το επόμενο απόγευμα   διενεργήθηκε και τρίτη εχθρική αντεπίθεση,      συντριβείσα από   το  πυροβολικό μας. Οι απώλειες της ελληνικής αυτής πολεμικής δραστηριότητας, εκτός από το θάνατο του Δογάνη, ανήλθαν σε 16 οπλίτες, σε 2 αξιωματικούς νεκρούς,  και σε 50 οπλίτες τραυματίες. 
     Στις 23 Απριλίου, αφετέρου, το τάγμα  του Παντελή Καρασεβδά επετέθη  κατά του βραχώδους υψώματος Σκρά,  με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η πρώτη ομώνυμη μάχη. Στην επίθεση   συμμετείχε ένας  λόχος Ελλήνων παλαιμάχων του Δυτικού μετώπου και των Δαρδανελλίων  με τους υπολοχαγούς Παύλο Γύπαρη και Ν.Ζέρβα, και ένα γαλλικό τάγμα αλπινιστών. Προηγήθηκε  προπαρασκευαστικός βομβαρδισμός από τη μοίρα ορειβατικού πυροβολικού του Λουκά Σακελλαρόπουλου (πυροβολαρχίες Αβραμίδη και Ματάλα)   και από γαλλικές πυροβολαρχίες.   Έτσι, ο  στόχος της επίθεσης εκείνης σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε. Οι Βούλγαροι εντούτοις αντεπιτέθησαν,  σκοτώθηκε ο διοικητής του γαλλικού τάγματος, και, από υπαιτιότητα του αντικαταστάτη του, αναγκάστηκαν Έλληνες και Γάλλοι να εκκενώσουν  όσο έδαφος     είχαν καταλάβει.  Ακολούθησε  επίθεση,στις 24 Απριλίου,   του Τάγματος Τσάκαλου εναντίον του οχυρωμένου λόφου Ντρομαντέρ. Οι επιτιθέμενοι κάνοντας χρήση   ξιφολόγχης, χειροβομβίδων και με την πολεμική ιαχή “αέρα”, έγιναν κύριοι του υψώματος. Aριστερότερα, στο συγκρότημα των λόφων Μπορμπαντέ  και στο ύψωμα δυτικά του Πιτόν Μπλαν   σκοτώθηκε  ο λεβεντόκορμος  Σπαρτιάτης ανθυπολοχαγός Καργάκος, καλλωπισθείς  λίγο πριν τη μάχη, αλλά και τραγουδώντας,  υπό το φως   κεριού,  μπροστά σε  ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη.  Οπότε, όταν ο επιτελής  Ντάνιας τον κοίταξε περίεργα, ο Καργάκος διέκοψε το τραγούδι  και του είπε: «Τι με κοιτάς Ντάνια; Δεν είμαι… όμορφος; Δεν σου φαίνομαι σαν Ουσσάρος του Θανάτου, που πάει να σκοτωθεί;[…]». Και,ασφαλώς, ποτέ άλλοτε μελλοθάνατος δεν ήταν τόσο εύθυμος.
Ο Καργάκος ανήκε στο Τάγμα Παλλίδη (του 2ου Συντάγματος Σερρών), από το οποίο  έχασαν   τη ζωή τους  6 Έλληνες οπλίτες, και τραυματίστηκε ένας  αξιωματικός  και 24 οπλίτες. Στο Τάγμα είχε ανατεθεί η εκκαθάριση του  Μπομπαρντέ, την ίδια στιγμή που  δύο τάγματα του 45ου γαλλικού Συντάγματος επετίθεντο κατά  των βορειοδυτικότερα ευρισκόμενων θέσεων Ντο Νταν και Μπος. Η ελληνική μονάδα
πέτυχε τάχιστα το στόχο  της χρησιμοποιώντας  ξιφολόγχη και χειροβομβίδες. Κι όταν  οι Βούλγαροι ενισχύθηκαν και επιχείρησαν να αντεπιτεθούν, οι δικοί μας απέκρουσαν όλες τις εχθρικές εξορμήσεις. Τότε, σε μια, σώμα με σώμα, σύγκρουση έπεσε και ο Καργάκος, ο Σαράιγ όμως από τη Θεσσαλονίκη τηλεγραφούσε στο Παρίσι:  «Οι επιχειρήσεις της προχθές  από το   ελληνικό σύνταγμα κατά του υψώματος Σεμέν ντε Φερ και εναντίον ενός άλλου  παρόμοιου, εναντίον της θέσεως Μπομπαρντέ, εκτελέσθηκαν με τόλμη και ορμή. Οι λοχαγοί Κονδύλης και Παλλίδης προετοίμασαν την επίθεσή τους με προσοχή και εμπειρία,  και οδήγησαν   τους άνδρες τους επιδεικνύοντας δραστηριότητα καθώς και με   κάθε  τάξη. Αξιωματικοί και στρατιώτες  συναγωνίζονταν  μεταξύ τους   σε ανδρεία. Η έφοδος πραγματοποιήθηκε  χωρίς τη χρήση όπλων, με χειροβομβίδες και διά της λόγχης. Οι Έλληνες δικαίωσαν την πολεμικήν τους αξία. Ζητώ την προαγωγή των  Λοχαγών Κονδύλη και Παλλίδη».   
     Τις   παραπάνω    επιθέσεις  τις  ακολούθησε και   η εναντίον του λόφου Ραβινέ, τη επιβλέψει του  διοικητή του  1ου Συντάγματος της Μεραρχίας Σερρών αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου. Κατ’ αρχήν εκεί,  τη νύχτα της 22ας   προς την 23η Απριλίου  ο 4ος λόχος του Συντάγματος (του τάγματος δηλαδή Παπακώστα) κατέλαβε    τη βόρεια παρυφή του χωριού Πέντε Βρύσες, οπότε τραυματίστηκε   ο υπολοχαγός Στράγγας, ενώ ο λοχαγός Κεχαγιάς με τους άντρες του συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους.  Δεν απέμενε τώρα,  παρά να  ακολουθήσει η κύρια  επιχείρηση κατά  του  υψώματος,  η οποία εγκριθείσα από το Γάλλο  συνταγματάρχη Βινιέ, επρόκειτο να  πραγματοποιηθεί στις 4.35 ώρα  τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου του 1917. Μια μέρα πριν,   σημείωνε  στο ημερολόγιό του ο Καρακουλάκης: «Την πρωίαν λαμβάνομεν την διαταγήν ότι η επίθεσις κατά του Ραβινέ θα γίνη αύριον την πρωίαν περί τα ξημερώματα. Περί την 6ην πρωινήν εκκινούμεν μετά του Ταγματάρχου προς αναγνώρισιν επιστρέψαντες περί ώραν 11η. Συγκεντρώσας τον λόχον κοινοποιώ αυτώ την διαταγήν.  Καθορίζω τα τμήματα και τας λεπτομερείας της ενεργείας. Διατάσσω τα του εφοδιασμού. Εξημερώνει πρωτομαγιά! Είθε η επιτυχία της επιχειρήσεώς μας να αποτελέση την άνοιξιν για τας δυσκόλους περιόδους της Πατρίδος μας. Είθε το αίμα όπερ θα χύσωμεν να σχηματίση ανεξιτήλους σφραγίδας δικαιωμάτων μας επί του εδάφους αυτού. Θα αποθάνω ίσως. Τούτο όμως θα είναι η μόνη ικανοποίησις ην καθ’ όλην μου την ζωήν εγεύθην»!
    Πριν, εντούτοις, την πρωτομαγιά εκείνη, στις  28 Απριλίου  διατάχθηκε επίθεση κατά του Ντρομαντέρ.  Τη  διενήργησε απόσπασμα αποτελούμενο από τους  λόχους: του υπολοχαγού  Χαιρέτη,  του 1ου Συντάγματος,  του λοχαγού Παπασταματίου (του Τάγματος Παλλίδη), του 2ου Συντάγματος,  και  του 2ου λόχου του αυτού συντάγματος.  Τη  γενικότερη  ευθύνη  είχε ο Γάλλος λοχαγός Ματιέ.   Θα    καταλαμβάνονταν συγκεκριμένοι  τομείς του Ντρομαντέρ και θα    οργανώνονταν αμυντικά, ενώ ο λόχος  Παπασταματίου και ο 2ος λόχος του 2ου Συντάγματος  καθορίστηκε να  επιτεθούν από τα νότια. Σε εκτέλεση του σχεδίου,   οι άνδρες του Χαιρέτη   και του  Παπασταματίου διαιρέθηκαν σε τέσσερα τμήματα. Σε απόσταση 20 μέτρων  βάδιζαν  οι εκκαθαριστές χαρακωμάτων, και ακολουθούσε   50 μέτρα, πιο πίσω,   διμοιρία ενίσχυσης. Τα τμήματα αυτά, μετά από  προπαρασκευή πυροβολικού, προέλασαν, και σε ¼ της ώρας κατελήφθη ολόκληρο το Ντρομαντέρ.  Έπεσε  ωστόσο στο πεδίο της μάχης ο από την Κύμη καταγόμενος  Παπασταματίου, που συχνά έλεγε : «Όταν φονευθώ δεν έχω τίποτε άλλο ν’ αφήσω στα παιδάκια μου τα φτωχά, ειμή ένα καλό όνομα». Για το δε θάνατο   του Παπασταματίου ο Καρακουλάκης σημείωνε: «[…]. Δεν θέλω να το πιστεύσω, διότι δεν είναι δυνατόν ένα τόσον σοβαρό συμβάν να περιήρχετο τόσον αργά εις γνώσιν μας. Σπεύδω  εις το τηλέφωνον…. Λαμβάνω δυστυχώς την λυπηράν διαβεβαίωσιν ότι τω όντι ο φίλτατος Κώστας  μας πεσών κατά  την επίθεσιν τής χθες  κατά του Ντρομαντέρ, εν ω ηγείτο  του δοξασμένου λόχου του, ευρίσκεται νεκρός  εις την έδραν της Μεραρχίας, όπου τα χειρουργεία,  ίνα εκείθεν… μεταφερθεί εις Θεσσαλονίκην και ταφή εις ένδειξιν τιμής εις το πεδίον του Άρεως. Δυστυχώς, δοξασμένε Κώστα μου, επέπρωτο το όνειρό Σου για το θάνατό Σου, το οποίον εγαλούχησες επί τόσον καιρόν με το αφρόγαλα της δόξης του επαξίου συγγενούς σου, αειμνήστου Ήρωος Βελισσαρίου,  του οποίου οι δοξασμένες  ηρωικές σελίδες  της ιστορίας του εφιλοδόξησες να γίνουν ο επιτάφιος τύμβος σου, επέπρωτο να πραγματοποιηθή[…]». Κατά την επίθεση εναντίον του Ντρομαντέρ  έχασαν    τη ζωή τους και άλλοι   20 οπλίτες, τραυματίστηκε  ένας  αξιωματικός  μαζί με 57 στρατιώτες, και συνελήφθησαν 26 αιχμάλωτοι (ανάμεσά τους και 4 υπαξιωματικοί).   Στη Θεσσαλονίκη, παρ’ όλα αυτά, επισκέφθηκε ο   Σαράιγ    τον Βενιζέλο και  τον συνεχάρη, ενώ  ο  Γάλλος   συνταγματάρχης Μαρτιφρόν παρατηρούσε: «Οι απώλειες των Ελλήνων  ολοκληρωτικά τους τιμούν και  αποδεικνύουν την ανδρεία και την ορμή τους».
     Την επίθεση κατά του Ραβινέ, στις 1 Μαίου, την ανέλαβαν   οι  λόχοι 6ος , 7ος και 8ος   του τάγματος Γουλιανού και η διμοιρία πολυβόλων Πρώιμου. Στην επιχείρηση συμμετείχε και  ο 9ος λόχος του 45ου γαλλικού Συντάγματος, με  αποστολή  να εκπορθήσει το  χαράκωμα της Ελεονώρας (αποκληθέν έτσι από το όνομα της   βασίλισσας της Βουλγαρίας)   το συνδέον το Ντρομαντέρ  με το Ραβινέ.    Η   κατά τις προηγούμενες, αφετέρου,  μέρες δράση του φίλιου πυροβολικού ήταν τέτοιας έντασης, ώστε όχι μόνο τα συρματοπλέγματα του εχθρού αλλά και τα χαρακώματά του στο  Ραβινέ είχαν εκσκαφεί.    Υπό τις εν λόγω  συνθήκες, οι  ελληνικοί λόχοι  συγκεντρώθηκαν αθόρυβα, στις 2. 30  στις θέσεις εξόρμησής τους. Στις 4.30, με τον    συννεφιασμένο    ουρανό   και  την πλήρη άπνοια να    προμηνύουν βροχή, το   γαλλικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει  εναντίον  του Ραβινέ, και πέντε λεπτά αργότερα   τα  τμήματά μας   σκαρφάλωναν  στο λόφο.  Η   άφιξή τους  στην κορυφή του  συντελέστηκε   στα επόμενα πέντε λεπτά,  και,  καθώς το   φίλιο  πυροβολικό  επιμήκυνε  τη βολή του, ακολούθησε  πολεμικός  αγώνας  επί του οχυρού, και  σε ελάχιστο χρόνο οι δικοί μας έγιναν κύριοι της θέσης. 
      Από  τη  φρουρά του Ραβινέ  συνελήφθησαν 55 Βούλγαροι  αιχμάλωτοι και 5 Γερμανοί. Ακολούθησε    προσπάθεια  για τη διατήρηση του ελληνικού ελέγχου επί του λόφου, ενώ το   βουλγαρικό βαρύ και πεδινό πυροβολικό, τόσο από τα ανατολικά, από την πλευρά του Αξιού, όσο και βορειοανατολικά, από τη Γευγελή,  άρχισε  πυκνή βολή φραγμού αρκετού βάθους.   Καθώς    όμως πραγματοποιούνταν βολή φραγμού και του  γαλλικού επίσης πυροβολικού,  το Ραβινέ δονούνταν συθέμελα από τις εκρήξεις, σκεπασμένο   από πυκνό καπνό.   Έτσι, μόλις και μετά βίας, κατά τις 5 το πρωί, κατόρθωσαν  οι Έλληνες να διακρίνουν το  επι του υψώματος τριγωνομετρικό σημείο, γεγονός  επιβεβαιωτικό της νίκης μας.    Εχθρικός, παρ’ όλα αυτά,   βομβαρδισμός κατά της κορυφής του  υψώματος  δεν    πραγματοποιήθηκε παρά  στις 6 το πρωί, γιατί,  κατά τα φαινόμενα,   το  εχθρικό πυροβολικό μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί ότι η κατάληψη της κορυφής του λόφου είχε ήδη συντελεστεί από τους επιτιθέμενους.  Οι ελληνικοί λόχοι επομένως είχαν στη διάθεσή τους  ένα χρονικό διάστημα μιας ώρας  για να αναστρέψουν και να επισκευάσουν τα πρώην βουλγαρικά οχυρώματα αλλά  και  προκειμένου   να διανοίξουν ατομικά ορύγματα, ώστε να προστατευτούν οι ίδιοι  από την αναμενόμενη επί του οχυρού   δράση του εχθρικού πυροβολικού.
      Και όντως,  κατά την προαναφερθείσα ώρα    ανέλαβε δραστηριότητα το  εχθρικό πυροβολικό   με στόχο το   ίδιο, τώρα, το Ραβινέ, οπότε  και  άρχισε    ο μεγάλος  εφιάλτης   των ελληνικών τμημάτων.  Γιατί,  στη συνέχεια,    ο επιφάνειας λίγων δεκάδων τετραγωνικών μέτρων  λόφος δεχόταν ήδη   χιλιάδες  οβίδες!  Οι  δικοί μας όμως παρέμειναν ακλόνητοι. Οι εχθρικές οβίδες  κονιορτοποίησαν, σε βάθος τριών μέτρων, το έδαφος του  λόφου,  ώστε ήταν  αδύνατο πλέον  να κατασκευαστούν σ’ αυτό ή να διατηρηθούν χαρακώματα. Ο ένας μετά τον άλλον  έπεφταν, άλλωστε,  και οι  υπερασπιστές του υψώματος.  Έγινε  τότε αίτηση στο φίλιο βαρύ προβολικό για βοήθεια, το οποίο  πράγματι επέβαλλε σιγή, πλην όμως πρόσκαιρη, στα εχθρικά πυροβολεία. Και ενώ  ο εχθρός πραγματοποιούσε συγχρόνως και  βολή φραγμού, Βούλγαροι πεζοί πλησιάζαν το Ραβινέ  επιχειρώντας αντεπίθεση. Το σχέδιό τους, εν τούτοις,   το  ματαίωσαν τα πυρά του συμμαχικού  πυροβολικού όπως και των πολυβόλων και των ελαφρών όπλων πεζικού των μονάδων μας.
   Εν τω μεταξύ ο  σε εφεδρεία 6ος ελληνικός λόχος, με πρωτοβουλία του διοικητή του, και χωρίς διαταγή   προϊστάμενης αρχής, εγκατέλειψε τη θέση του και ανέβηκε  και αυτός στο Ραβινέ.  Στις  10.30  το πρωί ο λοχαγός Γουλιανός  από το Ραβινέ ζητά  αντικατάσταση του τάγματός του, δεδομένου ότι τα ¾  των αξιωματικών και των οπλιτών  του είχαν τεθεί εκτός μάχης. Τα χαρακώματα του λόφου  ήσαν τώρα γεμάτα  νεκρούς και τραυματίες,  και οι δυνάμενοι να πολεμήσουν κρατούσαν στα χέρια τους άχρηστα πια όπλα, ενώ  στερούνταν και χειροβομβίδων.  Αργότερα, με δεύτερη αναφορά του ο Γουλιανός μετέδιδε: «Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή μέχρις ότου και ο τελευταίος μας φονευθεί, εν τούτοις έχετε υπ’ όψιν σας ότι οι περισωζόμενοι στρατιώται είναι συντρίμματα  ηθικώς, δι’ ο  και νομίζομεν ότι δέον να αποσταλώσιν νέοι στρατιώται μετ’ αναλόγων στελεχών, των υπαρχόντων αραιωθέντων κατά πολύ, λόγω  των απωλειών. Έχομεν ανάγκην εργαλείων σκαπευτικών, Τολ, φυσιγγίων, χειροβομβίδων, και οπλοβομβίδων, επίσης αρκετών πυραύλων [φωτοβολίδων] λευκών. Επίσης έχομεν ανάγκην ύδατος […]. Επίσης  αι κρύπται και τα ορύγματα συγκοινωνίας είναι πλήρη τραυματιών  παρακαλώ φροντίσατε διά την ταχυτέραν διαμετακόμισίν των. Αδύνατος η εξακρίβωσις των απωλειών μας. Επί του λόφου Ντουρμπό παρατηρούνται συγκεντρώσεις εχθρικαί, ενοχλούσαι μάλιστα δι’ απωλειών τα έναντί των εκτεθειμένα τμήματά μας. Νομίζομεν  ότι είναι δυνατόν να γίνη βολή πυρ/κου κατ’ αυτών. Απόλυτος ανάγκη συνδεθώμεν  τηλεγραφικώς μέχρι εσπέρας».
     Στις 2 η ώρα το μεσημέρι,   το  βουλγαρικό πεζικό  επιχειρεί  και πάλι αντεπίθεση, τώρα σοβαρή,   την οποία  καλείται να  αντιμετωπίσει ο επικεφαλής του 8ου ελληνικού λόχου Υπολοχαγός   Καρακουλάκης με τους  ελάχιστους άντρες του.  Οι  αντεπιτιθέμενοι  Βούλγαροι     κατορθώνουν να διεισδύσουν στα βόρεια χαρακώματα του Ραβινέ, όπου μόνο του το ελληνικό πεζικό αδυνατούσε να ανακόψει  την εχθρική προέλαση, καθώς η σκόνη είχε αχρηστεύσει τα περισσότερα από τα όπλα τών υπερασπιστών του  λόφου.    Η   λόγχη  είχε απομείνει, συνεπώς, ως το  μόνο  αποτελεσματικό όπλο στα χέρια του  Καρακουλάκη, και  δι αυτής εξορμά, ακριβώς, ο εν λόγω υπολοχαγός, με τους λίγους  άνδρες του,  κραυγάζοντας: «Εμπρός παιδιά για την πατρίδα»!  Δεν πρόφτασε όμως να προχωρήσει λίγα βήματα, και το κορμί του κυριολεκτικά διαμελίστηκε από    εγγύτατα διαρραγείσα μεγάλου διαμετρήματος εχθρική οβίδα.  Έκτοτε όμως,  στους γαλλικούς στρατιωτικούς χάρτες, η χαράδρα εκείνη,  η  ποτισμένη  με το   αίμα του  Καρακουλάκη,  όπου δεσπόζει το  Ραβινέ,   αποκαλείται  Ravin de Karakoulakis”.  Κατά τον ίδιο τρόπο  έπεσε  εκεί και ο  έφεδρος ανθυπολοχαγός Πρωτοψάλτης, που συχνά ψιθύριζε: «Δεν θέλω να γυρίσω στην Αθήνα, που ο κομματισμός την έχει μολύνει εις αφάνταστον βαθμόν».   Όπως πάντως κι αν είχε το πράγμα. ο πλησίον   ευρισκόμενος τότε ανθυπολοχαγός Φλούλης (επιτελής του Τάγματος Γουλιανού)  ετέθη   επικεφαλής της ελληνικής αντεπίθεσης,  και οι δικοί μας-τραυματίες και μη-με την πολεμική ιαχή “αέρα”  ρίχτηκαν στον εχθρό.   Και όταν η    ορμητικότητα και οι ιαχές τους   πέτυχαν  το   ποθούμενο αποτέλεσμα,  με τους  Βούλγαρους να  τρέπονται σε φυγή,   ο ανθυπολοχαγός Τσοκανάκης,  προελαύνοντας,  υπερβολικά βορειότερα,    έπεσε νεκρός,  και το πτώμα του  ανακαλύφθηκε  μετά δυο μέρες.
      Η  εκατέρωθεν, εν τω μεταξύ,  μονομαχία του πυροβολικού συνεχιζόταν αδιαλείπτως.  Ο εχθρός  επιχειρούσε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια  των Ελλήνων να  επεκτείνουν την επιτυχία τους,  και  ταυτόχρονα   επιδιδόταν σε αδιαπέραστο φραγμό πυροβολικού στις νότιες πλαγιές του Ραβινέ προκειμένου να εμποδιστεί κάθε εκείθεν προς το ύψωμα βοήθεια.  Όλα δε  αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που τα επί του λόφου ελληνικά τμήματα  υπέμεναν καρτερικότατα   τη δράση εκείνου του εχθρικού πυροβολικού που είχε στόχο του τον ίδιο το λόφο.  Τότε   τραυματίστηκε βαρύτατα και ο λοχαγός   Γουλιανός, του οποίου ως εκ θαύματος πραγματοποιήθηκε η μετακομιδή.  Ήταν ήδη  η στιγμή που ο Γάλλος στρατηγός Ζενέν τηλεγραφούσε  δακρυσμένος στη Θεσσαλονίκη: «Είδα από ένα ολόκληρο ελληνικό τάγμα να μένουν πενήντα άνδρες όρθιοι. Τα τρία τέταρτα των αξιωματικών είναι εκτός μάχης».  Αλλά και ο επιτελής της Μεραρχίας Σερρών συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης, σε γράμμα του απευθυνόμενο στον Δαγκλή ανέφερε μεταξύ των άλλων (Αρχείο Δαγκλή, τ.2,σ.211): «Η σημερινή μάχη προς κατάληψιν του Ραβινέ ήτο αληθώς επική, άπαντες οι στρατιώται των τριών συμμετασχόντων λόχων του 1ου Συν/τός μας, σχεδόν ετραυματίσθησαν ή φονεύθησαν, ο ηγήτωρ λοχαγός Γουλιανός Γρηγόριος ετραυματίσθη θανασίμως, δι ο και επρότεινα εις τον Μέραρχον [τον Χριστοδούλου] να τον προτείνη  προς προαγωγήν προ του θανάτου του ίσως, άτε επιδειξαμένου θρυλικήν γεννναιότητα και ικανότητα. Λόγω των μεγάλων απωλειών παρουσιάσθησαν πολλά κενά, και προς τούτο παρακαλώ, όπως ενεργήσητε αποστολήν ενισχύσεων προς συμπλήρωσιν των μονάδων μας[…]».
     Αλλά και ο Σαράιγ στην υπ’ αριθ.31 ημερήσια διαταγή του της 5ης/18ης Μαΐου 1917  τόνιζε: «Ο Λοχαγός Γ. Γουλιανός […] οδήγησε 3 λόχους του τάγματός του εναντίον ισχυρού εχθρικού έργου, το οποίον κατέλαβε παρά το σφοδρό πυρ, ύστερα από λυσσώδη  μάχη εκ του συστάδην. Διατήρησε τη θέση του  χωρίς καμιά  φυσική του προφύλαξη, υπό βομβαρδισμό  ανήκουστης σφοδρότητας, μολονότι έφερε 6 τραύματα, από τα οποία το ένα πολύ σοβαρό. Και  όταν μεταφέρθηκε  στο νοσοκομείο εκστρατείας  δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται  για την   έκβαση  της μάχης και εκδήλωσε ζωηρή χαρά, όταν έμαθε την  οριστική επιτυχία της.  Υπό τις συνθήκες αυτές  επέδειξε συμπεριφορά αληθινού ήρωα. Γνωστοποιώντας σας  τη ηρωική στάση του λοχαγού Γουλιανού, προτρέπω όλους τους αξιωματικούς να μιμηθούν το αξιομίμητο παράδειγμά του». Τον τραυματισμένο Γουλιανό-και αποκαλούμενο “αμίλητο παλλικάρι  λόγω της σεμνότητάς του- τον επισκέφθηκε  και ο ίδιος ο Βενιζέλος στο νοσοκομείο.  Και εκεί ο τελευταίος  τού έσφιξε με τα δυο του χέρια την παλάμη  λέγοντάς του γεμάτος συγκίνηση: «Σ΄ευχαριστώ…Σ’ ευχαριστώ, διότι μου έδωσες  επιχειρήματα δια να μπορέσω να υψώσω φωνήν διά τα δίκαια της Ελλάδος μας…».
      Στο  Ραβινέ, μετά τον τραυματισμό του Γουλιανού, ανέλαβε τη διοίκηση των εκεί τμημάτων μας- με τους άνδρες τους να μην ξεπερνούν τους 50- ο  υπολοχαγός Ζησιμόπουλος, ενώ από τους υπόλοιπους αξιωματικούς είχαν απομείνει  οι ανθυπολοχαγοί  Φλούλης, Κασαπάκης  και ο ανθυπασπιστής Γκέκας. Εκτός  από τους ήδη προαναφερθέντας νεκρούς, στο Ραβινέ  πρόσφεραν για την πατρίδα τη ζωή τους  ο υπολοχαγός Κοντοπόδης Ν., διοικητής του 7ου λόχου και ο ανθυπολοχαγός (ή ανθυπασπιστής) Ζούμπερης Ι. Πλην επίσης του Γουλιανού, τραυματίστηκαν οι  ανθυπολοχαγοί Στρατάκης, Πρώιμος, Πέτας, Σακκόραφος, Ρηγόπουλος, Τριανταφυλλίδης, Φαλτσής και Σταυρίδης. Οπλίτες φονεύθηκαν 51 και τραυματίστηκαν 225. Ανάμεσα στους πρώτους τραυματίες ήταν και ο Γερ.Χαλκιάς, κατόπιν πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων Εθνικής Αμύνης. Κατά  τα άλλα, η δίχως ελπίδα επιτυχίας ελληνική άμυνα συνεχιζόταν, μολονότι οι επιζώντες πάνω στον κονιορτοποιημένο λόφο  ήσαν   ελάχιστοι.   Γι’ αυτό και από τα παρατηρητήρια των προϊσταμένων διοικήσεων, το Ραβινέ φαινόταν  έρημο,   αφού  κανένα ίχνος ζωής δεν διακρινόταν πάνω του.  Μόνο μετά την κάθοδο από το Ραβινέ του  τραυματία ανθυπολοχαγού Αν.Ρηγόπουλου πληροφορήθηκε το 1ο Σύνταγμα Σερρών ότι πάνω στο λόφο δεν υπήρχαν εχθρικά τμήματα αλλά υπολείμματα δικών μας.  Τέλος, στις τέσσερις το απόγευμα τα ελάχιστα υπολείμματα των υπερασπιστών του υψώματος εκκένωσαν τις θέσεις τους,  επειδή  κατ’ ουσία δε συνιστούσαν  σοβαρή δύναμη, ικανή να αντιτάξει οποιαδήποτε  αντίσταση.  Έτσι αιτιολογείται και η παρακάτω αναφορά του επιτελάρχη της Μεραρχίας  Κ. Μαζαράκη: «Λόγω των μεγίστων απωλειών μας και των μη υπαρχουσών ενισχύσεων διετάχθη υπό της Γαλλικής Ταξιαρχίας η εγκατάλειψις του υψώματος τούτου, όπερ ήδη δεν κατέχουσι ούτε οι Βούλγαροι[…]». Ήσαν εξάλλου τόσο λίγοι οι εγκαταλείψαντες το Ραβινέ, ώστε δεν έγινε αντιληπτή ούτε από τους Βουλγάρους η αποχώρησή  τους.
      Για την μάχη εκείνη, πληροφορούσε ομοίως ο υπουργός Πολίτης τον πρέσβη  μας Ρωμάνο: «Την 4 της χθές, τρεις ελληνικοί λόχοι ενήργησαν νέαν επίθεσιν εν συνεχεία των προηγουμένων. Τα βουλγαρικά χαρακώματα κατελήφθησαν ραγδαίως. Οι υπερασπισταί των ανετράπησαν διά της λόγχης ή συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Αλλ’ αι κατακτηθείσαι θέσεις υπέστησαν ανηκούστου βιαιότητος βομβαρδισμόν. Καθ’ όλην την ημέραν, οι επιζώντες  εκ των ημετέρων υπέμειναν θύελλαν βαρέος πυροβολικού. Ο διοικητής Γουλιανός ετραυματίσθη σοβαρώτατα. Τότε ηναγκάσθησαν να εκκενώσουν τας θέσεις, αι οποίαι κατελήφθησν  μετ’ ολίγον οριστικώς υπό ενός γαλλικού και ενός ελληνικού λόχου. Ο διευθύνων  την επιχείρησιν συνταγματάρχης Μαρτιφρόν τονίζει ότι αι απώλειαι των Ελλήνων είναι φοβεραί. Εκ των στρατιωτών εκατόν εφονεύθησαν και όλοι σχεδόν ετραυματίσθησαν. Επί δεκαπέντε αξιωματικών, οι δέκα τέσσαρες ετέθησαν εκτός μάχης[…]».
    Όπως μαρτυρεί παραπάνω ο Πολίτης,  όντως   διατάχθηκε εν συνεχεία  ο 2ος Λόχος του τάγματος Παπακώστα να ανακαταλάβει του Ραβινέ. Επικεφαλής της  προσπάθειας  τέθηκε ο υπολοχαγός Β. Δερτιλής, και   για την επίτευξη του ίδιου σκοπού δραστηριοποιήθηκε    ο Λόχος Κ. Χαιρέτη  και μια διμοιρία υπό τον ανθυπασπιστή Γκέκα.  Στις άμεσες  διαταγές του Δερτιλή υπάχθηκε  και ο 12ος Λόχος του 45ου γαλλικού Συντάγματος, οπότε, το Ραβινέ ανακαταλήφθηκε, πράγματι,   μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο ανθυπολοχαγός της Σχολής Ευελπίδων Χρ. Σταυρίδης με τη διμοιρία του ανέβηκε πρώτος στο ύψωμα   την ίδια ώρα που    και οι Βούλγαροι όμως  επιχειρούσαν να το επαναπροσεγγίσουν   και να το  θέσουν και πάλι  υπό την κατοχή τους.  Οι  συνεχιστές,  εν τούτοις, του ηρωισμού του Γουλιανού  κράτησαν  σε απόσταση τον εχθρό, οργάνωσαν αμυντικά   το λόφο με γαιόσακους και σταθεροποίησαν την παρουσία τους σ’αυτόν.   Τρεις βουλγαρικές επιθέσεις ακολούθησαν,     συντριβείσες όμως από την  γρανιτώδη άμυνα του  Δερτιλή. Οι απώλειες μας  ήσαν, ακόμη μια φορά, μεγάλες, αλλά οι στρατιώτες μας ανεπηρέαστοι συνέχιζαν  τη τρομερή  γιγαντομαχία. Τέσσερις μέρες  διήρκησε η επική  πάλη των ανδρείων του Δερτιλή, για να  αναγνωρισθεί τελικά το ελληνικό σθένος  και από την εχθρική  πλευρά:  όντως, η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σόφιας Ηχώ της Βουλγαρίας ομολογούσε, αν και υπό καθεστώς πολεμικής βουλγαρικής  λογοκρισίας: «Υπήρξε απερίγραπτη η λύσσα με την οποίαν επολέμησαν οι βενιζελικοί Έλληνες»!  Συγχρόνως, ειδικά ελληνικά  συνεργεία   ανέλαβαν να ενταφιάζουν τους νεκρούς  μας. Αλλά  τα πτώματα   τα  ξέθαβε ο αδιάκοπος γερμανοβουλγαρικός βομβαρδισμός. Αποφασίστηκε  οι νεκροί να ψεκάζονται και να μεταφέρονται στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού Χαμηλό. Εκεί ενταφιάστηκε και ό,τι είχε απομείνει από τον Καρακουλάκη:  το ένα του χέρι με την μεταλλική του ταυτότητα. Και  πάνω στο μνήμα του χαράχθηκε  η αγαπημένη του φράση, που πριν από το θάνατό του,  διαρκώς  την επαναλάμβανε:  «Είπατε εις τον Ταγματάρχην μου ότι ενηγκαλίσθην τον θάνατον μειδιών»!
    Και   στο χωριό Χαμηλό, παρά ταύτα, οι  νεκροί  δεν εύρισκαν ησυχία. Ο εχθρός επέκτεινε μέχρι εκεί  τη βολή του πυροβολικού του, με αποτέλεσμα να ανασκαφεί  σε λίγο και  η περιοχή του  χωριού. 
    Με βάση τα παραπάνω, ωστόσο, ας μου εξηγήσει  κάποιος σήμερα, σ’ εμένα  που αδυνατώ-ανάμεσα και σε πολλά, ασφαλώς, άλλα-να αντιληφθώ, για ποιο λόγο, τάχα,  θυσίασαν τη ζωή τους, στα μέρη εκείνα της Ειδομένης,  ο Καρακουλάκης και οι ήρωές του; Μήπως για να έχουν τη δυνατότητα σήμερα οι ασιάτες  λαθροεισβολείς να μιαίνουν,  ακόμη ευκολότερα, με την εκεί συσσώρευσή τους, τα ιερά ελληνικά εδάφη;
                                                      Γαβριήλ Ν. Συντομόρου