Ήταν 5 Μαρτίου 1973 όταν μερικές δεκάδες άνθρωποι συνωστίστηκαν σε μια φάρμα του
Μίσιγκαν για να ζήσουν από κοντά ένα παράδοξο γεγονός: κάποιος ήθελε να ενταφιάσει 30.000 οικογενειακές
πίτσες με μανιτάρια.
Η ατμόσφαιρα ήταν μελαγχολική και στο βαρύ κλίμα συνέτεινε και ο κυβερνήτης του Μίσιγκαν, Γουίλιαμ Μίλικεν, ο οποίος έδωσε μια σύντομη ομιλία «για το κουράγιο μπροστά στην τραγωδία», πριν πιάσουν δουλειά οι μπουλντόζες και παραχώσουν μπροστά στα μάτια τους τις πίτσες μέσα σε θεόρατες τρύπες.
«Νομίζω πως μέχρι το επόμενο φθινόπωρο δεν θα έχει μείνει τίποτα παρά το σελοφάν», σχολίασε ο ιδιοκτήτης της φάρμας Γκάρι Τζόνσον την ώρα που τα φορτηγά σχημάτιζαν μια μακριά ουρά για να απιθώσουν το πολύτιμο φορτίο τους στο τελευταίο του σπίτι.
Όταν όλα ήταν παρελθόν, ο δημιουργός των 30.000 θυμάτων και ιδιοκτήτης της φίρμας κατεψυγμένης πίτσας Μάριο Φαμπρίνι έστρωσε λουλούδια στον μαζικό τάφο: γλαδιόλες για τη σάλτσα, λευκά γαρύφαλλα για το τυρί. Και μετά προσέφερε μερικά κομμάτια πίτσας σε όσους είχαν ανέβει ως τη φάρμα…
Η περιπέτεια της μεγάλης της πίτσας ταφής είναι σήμερα μια κλασική ιστορία για τα περίεργα εμπόδια που αντιμετωπίζουν συνήθως οι μετανάστες στις νέες τους πατρίδες. Αυτή τη φορά ήταν τα χαλασμένα μανιτάρια αυτά που κατέστρεψαν το αμερικανικό όνειρο του Φαμπρίνι.
Τον Ιανουάριο του 1973, οι υπάλληλοι της κονσερβοποιίας United Canning στο Οχάιο παρατήρησαν ότι μερικές κονσέρβες με μανιτάρια είχαν φουσκώσει. Όπως φάνηκε από τον έλεγχο, οι κονσέρβες είχαν γεμίσει με ένα επικίνδυνο βακτήριο (Clostridium botulinum), το οποίο προκαλούσε υπόταση, ατροφία των μυών και κάποιες φορές ακόμα και θάνατο.
Ο αμερικανικός ΕΟΦ απομάκρυνε τα χαλασμένα προϊόντα από τα ράφια και επικοινώνησε κατόπιν με τις βιοτεχνίες που χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο σκεύασμα. Μια από τις φίρμες που αγόραζαν τα μανιτάρια της United Canning ήταν και οι κατεψυγμένες πίτσες του Μάριο Φαμπρίνι, ιδιοκτήτης της Papa Fabbrini’s Frozen Pizzas.
Όταν άκουσε τα νέα, «όλα σκοτείνιασαν», όπως δήλωσε αργότερα ο Φαμπρίνι σε εφημερίδα του Ντιτρόιτ. Ο ιταλός μετανάστης ζούσε μέχρι τότε το δικό του αμερικανικό success story, το οποίο απειλούνταν πια με λουκέτο! Μεγαλωμένος στη φασιστική Ιταλία, ο Μάριο πήρε μεταπολεμικά τη γυναίκα του και μετανάστευσαν στον Νέο Κόσμο, προσαρμόζοντας την οικογενειακή συνταγή πίτσας για τους αμερικανικούς ουρανίσκους.
Οι ομοσπονδιακές αρχές πήραν δείγμα από τις πίτσες με τα εν λόγω μανιτάρια, τάισαν δυο-τρία χάμστερ στα εργαστήριά τους και τα είδαν να πεθαίνουν στη στιγμή. Ο Φαμπρίνι αναγκάστηκε να ανακαλέσει τις κατεψυγμένες πίτσες και διοργάνωσε μια σεμνή τελετή για την ταφή τους. Η βιοτεχνία του με τους 22 υπαλλήλους και την τεχνολογία αιχμής απειλούνταν τώρα με περιπέτειες, καθώς η φήμη της πίτσας του ήταν ο μόνος σύμμαχος που είχε ο Ιταλός μέσα στον λυσσαλέο ανταγωνισμό.
Τουλάχιστον 17 άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι είχαν αρρωστήσει τρώγοντας την πίτσα του Μάριο. Ο Ιταλός είχε στο πλάι του τους γείτονές του, τον εφημέριο της ενορίας αλλά και τον ταμία της τράπεζας, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να του κάνει μια τόνωση ρευστού σε περίπτωση που έρχονταν τα χειρότερα.
Στην «κηδεία» παρόντες ήταν εξάλλου
προβεβλημένα μέλη της τοπικής κοινωνίας, από τον κυβερνήτη της πολιτείας και
τον πρόεδρο της τράπεζας μέχρι ιερωμένους και δημοτικούς άρχοντες. Ο κυβερνήτης
Μίλικεν δήλωσε στην εφημερίδα για τον Μάριο πως «αποτελεί παράδειγμα για όλους».Η ατμόσφαιρα ήταν μελαγχολική και στο βαρύ κλίμα συνέτεινε και ο κυβερνήτης του Μίσιγκαν, Γουίλιαμ Μίλικεν, ο οποίος έδωσε μια σύντομη ομιλία «για το κουράγιο μπροστά στην τραγωδία», πριν πιάσουν δουλειά οι μπουλντόζες και παραχώσουν μπροστά στα μάτια τους τις πίτσες μέσα σε θεόρατες τρύπες.
«Νομίζω πως μέχρι το επόμενο φθινόπωρο δεν θα έχει μείνει τίποτα παρά το σελοφάν», σχολίασε ο ιδιοκτήτης της φάρμας Γκάρι Τζόνσον την ώρα που τα φορτηγά σχημάτιζαν μια μακριά ουρά για να απιθώσουν το πολύτιμο φορτίο τους στο τελευταίο του σπίτι.
Όταν όλα ήταν παρελθόν, ο δημιουργός των 30.000 θυμάτων και ιδιοκτήτης της φίρμας κατεψυγμένης πίτσας Μάριο Φαμπρίνι έστρωσε λουλούδια στον μαζικό τάφο: γλαδιόλες για τη σάλτσα, λευκά γαρύφαλλα για το τυρί. Και μετά προσέφερε μερικά κομμάτια πίτσας σε όσους είχαν ανέβει ως τη φάρμα…
Η περιπέτεια της μεγάλης της πίτσας ταφής είναι σήμερα μια κλασική ιστορία για τα περίεργα εμπόδια που αντιμετωπίζουν συνήθως οι μετανάστες στις νέες τους πατρίδες. Αυτή τη φορά ήταν τα χαλασμένα μανιτάρια αυτά που κατέστρεψαν το αμερικανικό όνειρο του Φαμπρίνι.
Τον Ιανουάριο του 1973, οι υπάλληλοι της κονσερβοποιίας United Canning στο Οχάιο παρατήρησαν ότι μερικές κονσέρβες με μανιτάρια είχαν φουσκώσει. Όπως φάνηκε από τον έλεγχο, οι κονσέρβες είχαν γεμίσει με ένα επικίνδυνο βακτήριο (Clostridium botulinum), το οποίο προκαλούσε υπόταση, ατροφία των μυών και κάποιες φορές ακόμα και θάνατο.
Ο αμερικανικός ΕΟΦ απομάκρυνε τα χαλασμένα προϊόντα από τα ράφια και επικοινώνησε κατόπιν με τις βιοτεχνίες που χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο σκεύασμα. Μια από τις φίρμες που αγόραζαν τα μανιτάρια της United Canning ήταν και οι κατεψυγμένες πίτσες του Μάριο Φαμπρίνι, ιδιοκτήτης της Papa Fabbrini’s Frozen Pizzas.
Όταν άκουσε τα νέα, «όλα σκοτείνιασαν», όπως δήλωσε αργότερα ο Φαμπρίνι σε εφημερίδα του Ντιτρόιτ. Ο ιταλός μετανάστης ζούσε μέχρι τότε το δικό του αμερικανικό success story, το οποίο απειλούνταν πια με λουκέτο! Μεγαλωμένος στη φασιστική Ιταλία, ο Μάριο πήρε μεταπολεμικά τη γυναίκα του και μετανάστευσαν στον Νέο Κόσμο, προσαρμόζοντας την οικογενειακή συνταγή πίτσας για τους αμερικανικούς ουρανίσκους.
Οι ομοσπονδιακές αρχές πήραν δείγμα από τις πίτσες με τα εν λόγω μανιτάρια, τάισαν δυο-τρία χάμστερ στα εργαστήριά τους και τα είδαν να πεθαίνουν στη στιγμή. Ο Φαμπρίνι αναγκάστηκε να ανακαλέσει τις κατεψυγμένες πίτσες και διοργάνωσε μια σεμνή τελετή για την ταφή τους. Η βιοτεχνία του με τους 22 υπαλλήλους και την τεχνολογία αιχμής απειλούνταν τώρα με περιπέτειες, καθώς η φήμη της πίτσας του ήταν ο μόνος σύμμαχος που είχε ο Ιταλός μέσα στον λυσσαλέο ανταγωνισμό.
Τουλάχιστον 17 άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι είχαν αρρωστήσει τρώγοντας την πίτσα του Μάριο. Ο Ιταλός είχε στο πλάι του τους γείτονές του, τον εφημέριο της ενορίας αλλά και τον ταμία της τράπεζας, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να του κάνει μια τόνωση ρευστού σε περίπτωση που έρχονταν τα χειρότερα.
Οι δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν μεταξύ της ανάκλησης και της υγειονομικής ταφής ήταν σωστός εφιάλτης για τον Φαμπρίνι, καθώς είδε συχνά πυκνά τίτλους εφημερίδων να τον κατηγορούν ως «μετανάστη που δηλητηριάζει τους Αμερικανούς» κ.λπ. Και, όπως φάνηκε, όλα έγιναν ματαίως!
Τα μανιτάρια που είχε χρησιμοποιήσει στις δικές του πίτσες δεν είχαν μολυνθεί. Τα ποντικάκια που πέθαναν τρώγοντας την πίτσα του δεν πέθαναν τελικά από τροφική δηλητηρίαση, αλλά από άλλη πάθηση των τρωκτικών.
Παρά το γεγονός ότι πέρασε από χίλια κύματα για να σώσει την επιχείρησή του, μιας και το αγοραστικό κοινό δεν εμπιστευόταν για καιρό τα προϊόντα του Μάριο, η εταιρία του σώθηκε τελικά. Και σώθηκε γιατί την ώρα που γινόταν η κηδεία, οι δικηγόροι του Μάριο αποσπούσαν από την κονσερβοποιία ένα καλό μέρος από την αποζημίωση που ζητούσε ο Ιταλός, κάπου 1 εκατ. δολάρια δηλαδή!