Του Χρίστου Κατηφόρη*
Από το 2010 έως σήμερα, 5 χώρες της ζώνης
του ευρώ βρέθηκαν σε οικονομικό αδιέξοδο και αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε
προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και χρηματοδοτικής στήριξης (εφεξής:
«μνημόνια»): Η Ελλάδα
(Μάιος 2010), η Ιρλανδία (Δεκ. 2010), η Πορτογαλία (Μάιος 2011), Ισπανία
(Ιούλιος 2012) και η Κύπρος (Απρίλιος 2013)i.
Από αυτές τις χώρες μόνο μία, η Ελλάδα, δεν ολοκλήρωσε με επιτυχία το πρόγραμμα
εντός τριετίας. Μόνο η Ελλάδα κατέληξε να συμφωνήσει με τους δανειστές της και δεύτερο και τρίτο μνημόνιο, ενώ ήδη συζητά ένα τέταρτο για μετά το 2018, το οποίο φαίνεται ότι θα περιέχει δεσμεύσεις αλλά όχι
χρηματοδότηση.
Προηγουμένως, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28, η Ουγγαρία (Οκτ 2008) και η Λετονία
(Δεκ. 2008) επίσης χρειάστηκε να καταφύγουν σε μνημόνια
για τη στήριξη του εξωτερικού τους ισοζυγίου τα οποία περατώθηκαν με επιτυχία
εντός τριετίας και τα δύο. Τον Ιανουάριο
του 2015 μάλιστα
τερματίστηκε και για τις δύο χώρες η περίοδος «εποπτείας
μετά το πρόγραμμα» (Post-Programme Surveillance, PPS) αφού είχαν αποπληρωθεί το 70% του συνόλου
των δανείων που τους είχαν χορηγηθεί από την ΕΕ.
Η Ρουμανία επίσης εντάχθηκε το Μάιο του 2009 σε πολυμερές πρόγραμμα στήριξης του
ισοζυγίου πληρωμών (από Ευρ. Επιτροπή, ΔΝΤ, World Bank, EIB,
EBRD). Το
πρόγραμμα αυτό μετεξελίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μάιο του 2011 σε πρόγραμμα
προληπτικής γραμμής στήριξης το οποίο και έληξε το Σεπτ. του 2015.
Συνεπώς κατά τη διάρκεια της διεθνούς
κρίσης 2008-2013, τη σοβαρότερη κρίση του δυτικού
καπιταλιστικού συστήματος μετά από εκείνη του 1929-30, 8 από
τα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ βρέθηκαν σε προφανή αδυναμία να ανταπεξέλθουν μόνα τους
στο εξωτερικό σοκ που υπέστησαν και στη γενικευμένη τάση των αγορών
επανεκτίμησης των κινδύνων. Και οι οκτώ αυτές χώρες αναγκάστηκαν, δανειζόμενες
εκτάκτως κεφάλαια και κυρίως εμπιστοσύνη από άλλες κυβερνήσεις και διεθνείς
οικονομικούς οργανισμούς, να εφαρμόσουν, ανάλογα με το διαφορετικό μείγμα
προβλημάτων που η κάθε μία αντιμετώπιζε, ένα σοβαρό, δύσκολο και προφανώς
αντιδημοφιλές πρόγραμμα σταθεροποίησης και αποκατάστασης τόσο των εξωτερικών
και εσωτερικών τους ανισορροπιών, όσο και της αξιοπιστίας τους.
Γνωρίζοντας κανείς όλα τα παραπάνω,
αμείλικτο προκύπτει το ερώτημα προς όλους,
αριστερούς, κεντρώους δεξιούς, λαϊκιστές και φιλελεύθερους: Γιατί ενώ οι επτά χώρες από τις
οκτώ πέτυχαν την επιστροφή τους στην κανονικότητα εντός τριετίας, η μία, η
Ελλάδα, αποτυγχάνει έως στιγμής, μετά από επτά ολόκληρα έτη;
Μεταξύ των υπολοίπων επτά κρατών που
βρέθηκαν σε κρίση και αδιέξοδο, ασφαλώς το πιο πρόσφορο για συγκριτική μελέτη
παράδειγμα χώρας είναι αυτό της Κύπρου. Τι έκανε η Κύπρος και πέτυχε, το οποίο δεν κάνει η
Ελλάδα; Αντίστροφα, τι λάθη κάνει η Ελλάδα τα οποία απέφυγε η Κύπρος;
Ο Κυπριακός
ελληνισμός σε αντίθεση με τον Ελλαδικό
Ελληνισμό:
ΔΕΝ
αρνήθηκε αρχικώς την ύπαρξη της κρίσης. Αντιθέτως εμείς εδώ εμφατικά
υποστηρίζαμε ότι δεν υπήρχε στ’ αλήθεια κρίση αλλά ο θόρυβος περί επερχόμενης
χρεοκοπίας ήταν απλώς επινόηση και τέχνασμα των αγορών. Η άνοδος των spreads την περίοδο 2009-2010 αποδιδόταν συστηματικά από κόμματα και
δημοσιογράφους στην Ελλάδα σε παιγνίδια
κερδοσκόπων και όχι σε πραγματικά αίτια μιας οικονομίας που νοσεί βαριά.
ΔΕΝ
αντιμετώπισε ποτέ τους διεθνείς οικονομικούς φορείς (τρόικα), εκείνους τους οποίους κάλεσε δηλ. να τη βοηθήσουν ως εχθρούς ή
αντιπάλους. ΔΕΝ τους έβλεπε ούτε τους αποκαλούσε ως Δ’ Ράιχ, Μασόνους,
Εβραίους, Μπίλντεμπεργκ, Ρότσαιλντ ή «οικονομικούς
δολοφόνους».
ΔΕΝ
είχε λαϊκιστές πολιτικούς, δημοσιογράφους και ιερωμένους οι οποίοι
να προπαγανδίζουν συστηματικά το παντελώς παράλογο και παράδοξο ότι οι
δανειστές δεν επιθυμούν πραγματικά να σταθεί όρθια η χώρα ώστε να εκπληρώσει
αυτοδύναμη και πάλι τις υποχρεώσεις της, αλλά ότι προτιμούν να σέρνεται σε
ύφεση και μιζέρια ώστε να τις αρπάξουν τη γη και τις επιχειρήσεις της και να
πολεμήσουν την ορθοδοξία.
ΔΕΝ
έχασε πολύτιμο χρόνο και χρόνια ασχολούμενη με συνταγματολόγους,
εργατολόγους κλπ τηλεοπτικούς αστέρες που ασχολούνταν με ανούσια περιφερειακά
ερωτήματα του τύπου αν είναι συνταγματικά ή όχι η δανειακή σύμβαση ή η περικοπή
των δημοσίων δαπανών (η δήμευση μέσω αύξησης των φόρων εννοείται
φυσικά πως πάντοτε θεωρείται συνταγματική κατά τους ιδίους αυτούς
συνταγματολόγους και δικαστές).
ΔΕΝ
αντιμετώπισε το δικό του μνημόνιο και τη δική του «τρόικα» ως αίτια
της κρίσης, αλλά ως αποτελέσματα αυτής. Η αυτογνωσία υπήρξε στην Κύπρο
ισχυρότερη της τάσης επίρριψης ευθυνών σε τρίτους.
ΔΕΝ
εφηύρε ψευτοδιλήμματα του τύπου «μνημονιακός
- αντιμνημονιακός», αντιθέτως κατέστη σχετικά γρήγορα σαφές και σε
πολίτες και σε πολιτικούς ότι ο μόνος τρόπος για να «βγεις» από το μνημόνιο
είναι να το εφαρμόσεις γρήγορα και αποτελεσματικά.
ΔΕΝ
περιπλανήθηκε και παραπλανήθηκε σε θεωρητικά, ανόητα και αντιφατικά
κλισέ του τύπου «είμαστε το
πειραματόζωο της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης» όπως συνέβη στην Ελλάδα, αν και θα μπορούσε, αφού μόνο στην
Κύπρο εφαρμόστηκε το
bail-in, αντί
μόνο του bail-out. Σημειωτέον η διάσωση και με bail-in. δηλ. με τη συνεισφορά των μεγαλοκαταθετών και τη χρεοκοπία της
δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Κύπρου υπήρξε το μόνο «νεοφιλελεύθερο» μέτρο
που εφαρμόστηκε διεθνώς, καθ όλη τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης μετά τη
χρεοκοπία της Lehman to 2008, σε μια γενικευμένη κρατικίστικη διαχείριση
της κρίσης σε ΗΠΑ, Αγγλία και Ευρώπη, μέσα από την προσέγγιση “too big to
fail”.
ΔΕΝ
θεωρούσε τη διαπραγμάτευση για το κλείσιμο κάθε αξιολόγησης του
προγράμματος ως μάχη των οχυρών Ρούπελ, ούτε ως ευκαιρία αναβαπτισμού στα
εθνικά διδάγματα από το Αρκάδι και το Κούγκι, αλλά ως ευκαιρία να μπει το
έμπειρο νυστέρι στην πληγή και να καθαρίσει τα υπαρκτά αποστήματα. Μέσα σε
δυόμιση χρόνια έκλεισαν με επιτυχία οκτώ αξιολογήσεις (μία ανά
τετράμηνο!!!), ενώ η
Ελλάδα έχει ολοκληρώσει ασθμαίνουσα συνολικά 10 αξιολογήσεις με τους Ευρωπαίους
μέσα σε επτά έτη (τις 9 αξιολογήσεις είχαμε ολοκληρώσει τα
πρώτα 4 έτη των μνημονίων).
ΔΕΝ
είχαν μυωπικούς και αναξιόπιστους ηγέτες και υπουργούς οι οποίοι
αφού υπογράφουν το μνημόνιο και στη συνέχεια δύσκολα μέτρα, δεν τα πιστεύουν
και ακολούθως δεν τα εφαρμόζουν ούτε τα υποστηρίζουν απέναντι στους πολίτες. Οι
Ελλαδίτες ζήσαμε τη φαιδρότητα ενός Πρωθυπουργού και μιας κυβέρνησης οι οποίοι
ενώ υπέγραψαν το πρώτο μνημόνιο, στη συνέχεια επί ενάμιση έτος αρνούνταν
πεισματικά να το υλοποιήσουν σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και
τις αποκρατικοποιήσεις, εξασφαλίζοντας έτσι τελικά για τον εαυτό τους το
μοναδικό προνόμιο να υβρίζονται από την Ελλαδική κοινωνία ταυτόχρονα ως «μνημονιακοί» και ως «αντιμνημονιακοί».
ΔΕΝ
αναζητούσε συνεχώς το Plan B ή C (παρά μόνον για έναν μήνα, εκείνον
που προηγήθηκε της υπογραφής του μνημονίου της Κύπρου) αλλά προσπάθησε αμέσως να υλοποιήσει
αποτελεσματικά το προταθέν και συμφωνηθέν Plan A, όπως
άλλωστε έκαναν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν στην ανάλογη
δυσχέρεια.
ΔΕΝ
διέθετε γραφικούς μεγαλοδημοσιογράφους να προβάλλουν στα τηλεοπτικά
πρωινάδικα ή μεταμεσονύκτιες εκπομπές ουτοπικούς παραδείσους, της Ρωσίας, της
Κίνας, των μετοχών της τράπεζας της Ανατολής, μυστικούς καταπιστευματικούς
λογαριασμούς στην Παγκόσμια Τράπεζα ή τους μεγαλοαπατεώνες-εθνοσωτήρες με
υποτιθέμενη περιουσία διπλάσια της αθροιστικής περιουσίας των 50 πλουσιότερων
επιχειρηματιών της υφηλίου.
ΔΕΝ
κατηγορούσε το ΔΝΤ και τους άλλους θεσμούς για τις λάθος εκτιμήσεις
και τους «λάθος πολλαπλασιαστές» αλλά
φρόντιζε με την έγκαιρη, συστηματική και αποτελεσματική εφαρμογή όλων των
συμφωνηθέντων, χωρίς μαγκιές και ασάφειες, όχι μόνο να αποφεύγεται η ακραία
αβεβαιότητα αλλά και να προστίθεται συνεχώς αξιοπιστία χωρίς πισωγυρίσματα,
συστατικά κρίσιμα και απαραίτητα για να γίνονται μικροί οι πολλαπλασιαστές των
επιπτώσεων των δημοσιονομικών μέτρων επί του εθνικού εισοδήματος (δεξιοί και αριστεροί παλαιοκεϋνσιανοί
παραλείψτε αυτήν την παράγραφο, διότι σας είναι ακατανόητη).
Την προηγούμενη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε
μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση με θέμα «Οι καλές πρακτικές της Κύπρου και η έξοδος
από το μνημόνιο…» με
διοργανωτές το Δημοκρατικό Συναγερμό Ελλάδος και τη Γραμματεία Διεθνών Σχέσεων
και Ε.Ε. της Νέας Δημοκρατίας. Εντυπωσίασε θετικά η υπεύθυνη προσέγγιση των
Κυπρίων στην κρίση τους, όπως αυτή παρουσιάστηκε από τον Γραμματέα του
Υπουργικού Συμβουλίου της Κύπρου κ. Θεοδόση Τσιόλα αλλά και από τον Γ.Γραμματέα
του Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Μάριο Τσιάκκη.
Οι εισηγήσεις των Κυπρίων εκπροσώπων αυτών
του πολιτικού και του επιχειρηματικού κόσμου, συμπλέοντας μάλιστα, επιβεβαίωσαν
τα όσα προαναφέραμε. Ο Κυπριακός ελληνισμός αντιμετώπισε την κρίση κατάματα, με
θάρρος και υπομονή. Εργάστηκε αποτελεσματικά, χωρίς καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα.
Δύο στοιχεία φαίνεται πως υπήρξαν καθοριστικά συστατικά της επιτυχούς εξόδου
της Κύπρου από το μνημόνιο:
α) Στο εσωτερικό: μάχη και νίκη επί του
λαϊκισμού, του κρατισμού και της παλαβής αριστεράς
β) Στο εξωτερικό: Συνεργατική και όχι συγκρουσιακή
διαπραγμάτευση με τους εταίρους δανειστές με τη σταδιακή οικοδόμηση κλίματος
εμπιστοσύνης και όχι καχυποψίας.
Με βάση τα παραπάνω, η Ελλάδα δείχνει προς
το παρόν ότι είναι πολλές αξιολογήσεις και πολλούς μήνες μακρυά ακόμη από την
έξοδό της από τα μνημόνια.
Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού
ακόμη πιστεύει στο αφήγημα της δήθεν «ισχυρής
διαπραγμάτευσης» και γοητεύεται από ρίξεις και αντιπαραθέσεις με
τους «ξένους». Μόνο που η «ισχυρή
διαπραγμάτευση», μέσω των καθυστερήσεων, συγκρούσεων, «δημιουργικών ασαφειών» και αναβολών που
συνεπάγεται, έχει επανειλημμένως αποδειχθεί ότι κοστίζει ακριβότερα σε όρους
εισοδήματος και πλούτου, οδηγώντας σε ολοένα και χειρότερες συμφωνίες τελικά,
αφού αγνοεί την παράμετρο του χρόνου. Ο χρόνος και ο χρονισμός συχνά είναι
σημαντικότερος παράγοντας από το περιεχόμενο το ίδιο της αποφάσεως. Αυτό
αποτελεί βασική γνώση όλων όσων έχουν ασκήσει στοιχειώδη διοίκηση, οποιουδήποτε
είδους. Οι Κύπριοι το γνώριζαν και το έλαβαν σοβαρά υπόψιν τους. Αποκλείεται να
μην την γνωρίζει και το Ελλαδικό πολιτικό σύστημα (μόνο ο
Υπουργός Οικονομικών Τσακαλώτος τον ανέφερε το Φεβρ. του 2016).
Η παρούσα κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, υποβαθμίζοντας εξ αρχής τον παράγοντα χρόνος και επιλέγοντας τη συγκρουσιακή και παρατεταμένη μορφή διαπραγμάτευσης αποδεικνύει διαρκώς ότι δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μείωση της ακραίας αβεβαιότητας και την ανάκαμψη της οικονομίας. Η παρούσα κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την αύξηση της απασχόλησης και του πλούτου της χώρας παρά μόνο για την αύξηση της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς. Μόνη μέριμνα τους είναι η διατήρηση και νομή της εξουσίας. Το βιωτικό επίπεδο του συνόλου των ελλήνων πολιτών, εργαζομένων και ανέργων, τεκμαίρεται ότι τελικά τους αφήνει παγερά αδιάφορους.
Η παρούσα κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, υποβαθμίζοντας εξ αρχής τον παράγοντα χρόνος και επιλέγοντας τη συγκρουσιακή και παρατεταμένη μορφή διαπραγμάτευσης αποδεικνύει διαρκώς ότι δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μείωση της ακραίας αβεβαιότητας και την ανάκαμψη της οικονομίας. Η παρούσα κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την αύξηση της απασχόλησης και του πλούτου της χώρας παρά μόνο για την αύξηση της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς. Μόνη μέριμνα τους είναι η διατήρηση και νομή της εξουσίας. Το βιωτικό επίπεδο του συνόλου των ελλήνων πολιτών, εργαζομένων και ανέργων, τεκμαίρεται ότι τελικά τους αφήνει παγερά αδιάφορους.
*Ο κ. Χρίστος Κατηφόρης είναι οικονομολόγος
- διεθνολόγος.