Της ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΟΥΜΠΟΥ
Αρχαιολόγου-σκηνοθέτριας
Πέρασα από την πλατεία Αριστοτέλους με τη
μικρή, που πλέον μεγάλωσε και δεν φοβάται το στριμωξίδι και τα μεγάφωνα. Στο
μέσο της πλατείας, ο πολύς κόσμος που έψαχνε να δει την φετεινή ατραξιόν
υποδέχονταν την εικαστική σύνθεση με τα λευκά υπερκείμενα ανδρείκελα μάλλον
χλιαρά. Η πιτσιρικαρία ήταν μαζεμένη μπροστά στη σκηνή με νεαρούς μουσικούς και
χοροπηδούσε ικανοποιητικά. Παραδίπλα, η σύνθεση συνεχίζονταν με το σκελετό ενός
πλοίου και την Παναγία με το νεογέννητο Χριστό καθισμένη στην πρύμνη. Ξύλα και μορφές, όλα λευκά.
Λευκό μες το χειμώνα, λευκό νοσοκομείου. Το φασκιωμένο βρέφος κοιμάται γαλήνιο.
Η μητέρα αγωνιά με έκπληκτα μάτια. Δεν υπάρχει προστατευτικός Ιωσήφ, ούτε ζώα
που ζεσταίνουν με τα χνώτα τους, ούτε βοσκοί, ούτε Μάγοι με τα δώρα. Ούτε σωροί
μπαλόνια και ανθοδέσμες σαν έξω από θάλαμο μαιευτηρίου. Ούτε κόγχη να κόβει τον
αέρα, να ζεσταθούν. Ένας άνθρωπος, να τους ρίξει μια κουβερτούλα! Έξω από το
σκάφος μια πομπή από δυσδιάστατα ξύλινα ζώα που περιμένουν να επιβιβαστούν στην
κιβωτό. Τα παιδιά πλησιάζουν τα ζώα να φωτογραφηθούν. Από την Παναγία και το
Χριστό κρατούν μια απόσταση. Λίγες έφηβες ακουμπούν την πλάτη στο σκαρί και
φωτογραφίζονται με τα τηλέφωνα.
Θα πρέπει να είναι η πιο άβολη φάτνη από καταβολής
φάτνης σε δημόσιο χώρο. Από τότε που τα Χριστούγεννα έφυγαν από την
εκκλησία και το σπίτι και πέρασαν στη διακόσμηση της πόλης, στη λαϊκή ψυχαγωγία
και την τόνωση της αγοραστικής διάθεσης του κοινού, λίγες αναπαραστάσεις τους
θα πρέπει να εξασφάλισαν τέτοιον ανθρωποδιώχτη. Πού είναι το κούρνιασμα στο
φτωχοκάλυβο, πού η γλυκειά αγκαλιά, πού το θερμό βλέμμα της μάνας και των
παριστάμενων, πού η γαλήνη των ζώων, πού η λατρεία των προσκυνητών; Η
αλλοπαρμένη μάνα κρατά το βρέφος σαν ξένο σώμα, φοβάμαι κιόλας μην το πετάξει
στη θάλασσα. Ένα χέρι, κάποιος…
Στα πληγωμένα Χριστούγεννα που έρχονται,
που αθώοι χάνονται στον πόλεμο κι άλλοι, ενώ περπατούν ανυποψίαστοι, που
τέλειωσε το χαμόγελο και στράγγισε η καλοσύνη, η ανεμοδαρμένη κι αφιλόξενη φάτνη
μοιάζει ταιριαστή. Καραβοτσακίσου ψυχή, μόνη σου τώρα!
Ξαναπέρασα νωρίς το πρωί να δω τι απόγινε,
μήπως κάπως τροποποιήθηκε το αρχικό σχέδιο και λίγο καλύφθηκε η γύμνια του
σκαριού. Τίποτα. Ένας
σεκιουριτάς φύλαγε μην πειράξουν την εγκατάσταση. Ήλπιζα,
μήπως πρόσθετε το κοινό τα απαραίτητα πρόσωπα της σκηνής, μήπως, πετούσαν
κανένα χράμι, κανένα υπνόσακκο, κανένα ζεστό πανωφόρι στην Παναγία, όπως τα
θερμά κόκκινα πανωφόρια που έχει στις εικόνες. Τίποτα. Θα παγώσει τελείως, έ,
κύριε καλλιτέχνη! Θα παγώσει η δύσμοιρη…
Θα παγώσει
κύριε, ήθελα να πω και για το
σκορπισμένο έχει ενός άστεγου, απάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου, που κάποιος
σκέφτηκε να κάνει έξωση από το πάρκινγκ της πλατείας Ελευθερίας.
Μυρίζουν τα σκουτιά του, και τα πράγματα που είχε, ποιός ξέρει με τι βρώμικα
χέρια τα πιάνει, έ… Την άλλη μέρα δεν υπήρχε τίποτα, τα είχε καθαρίσει δυναμικά
το πλυστικό μηχάνημα.