Ο Συμιακός καπετάνιος Δημήτρης Κοντός ήταν
αυτός που ανακάλυψε με το πλήρωμα του το περίφημο «Ναυάγιο των Αντικυθήρων». Το εντόπισε ΒΑ των Αντικυθήρων
στην περιοχή «Πινακάκια». Η πρώτη ανέλκυση του ναυαγίου που έγινε την
περίοδο 1900-1901 συνιστά και την πρώτη
μεγάλης έκτασης ενάλια έρευνα παγκοσμίως. Την επιχείρηση ανέλαβε και καθοδήγησε
ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός.
Το πλήρωμα του ανέβασε στην επιφάνεια τα ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικά ευρήματα με τη συνδρομή πλοίων του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Τον Απρίλιο, την Μεγάλη Εβδομάδα του 1900, δύο σπογγαλιευτικά σκάφη, το «Ευτέρπη», και ο αχταρμάς «Καλλιόπη» με καπετάνιο τον Δημήτριο Κοντό με το πλήρωμα του, δύτες και ναύτες, ξεκινάνε το ταξίδι από την Σύμη με προορισμό την Μπαρμπαριά (Βόρειο Αφρική) για να αλιεύσουν σφουγγάρια.
Στη πορεία του ταξιδίου λόγω σφοδρής κακοκαιρίας, ο καπετάνιος αποφασίζει να αγκυροβολήσουν μέχρι να κοπάσει η θαλασσοταραχή ΒΑ των Αντικυθήρων ή Τσιριγότο (όπως ήταν η
ενετική ονομασία εκ του Cerigotto). Το σημείο βρισκόταν στην
περιοχή «Πινακάκια», 25 μέτρα από το ακρωτήριο «Γλυφάδια».Το πλήρωμα του ανέβασε στην επιφάνεια τα ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικά ευρήματα με τη συνδρομή πλοίων του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Τον Απρίλιο, την Μεγάλη Εβδομάδα του 1900, δύο σπογγαλιευτικά σκάφη, το «Ευτέρπη», και ο αχταρμάς «Καλλιόπη» με καπετάνιο τον Δημήτριο Κοντό με το πλήρωμα του, δύτες και ναύτες, ξεκινάνε το ταξίδι από την Σύμη με προορισμό την Μπαρμπαριά (Βόρειο Αφρική) για να αλιεύσουν σφουγγάρια.
Στη πορεία του ταξιδίου λόγω σφοδρής κακοκαιρίας, ο καπετάνιος αποφασίζει να αγκυροβολήσουν μέχρι να κοπάσει η θαλασσοταραχή ΒΑ των Αντικυθήρων ή Τσιριγότο (όπως ήταν η
Τη Μεγάλη Τρίτη
4 Απριλίου, αφού είχε καλμάρει ο καιρός, ο καπετάνιος έδωσε εντολή σε
ένα δύτη του, τον Ηλία Λυκοπάντη (γνωστό και ως Σταδιώτη) να βουτήξει για να δει
αν έχει κάτω σφουγγάρια. Δεν περνάνε ελάχιστα λεπτά και ο δύτης αμέσως δίνει
σήμα να τον ανεβάσουν επάνω. Έδειχνε αλαφιασμένος και αμέσως ενημερώνει
τον Δημήτριο Κοντό τι είχε δει.
«Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν
ελληνικοίς ύδασιν ανεύρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος
κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού», έγραφε ο καπετάνιος στην πρώτη
αναφορά του.
Βουτάει και ο καπετάνιος, έμπειρος
βουτηχτής και αυτός και εντυπωσιάζεται από το αρχαίο ναυάγιο που αντίκρυσε στον
επικλινή βυθό βάθους 42 μέτρων.
Αμέσως ξεχωρίζει ένα μπρούτζινο άγαλμα χωμένο στον βυθό από το οποίο αποσπά το δεξί χέρι και το ανεβάζει στο πλοίο. Όλο το πλήρωμα και οι δύτες θαυμάζουν το καλοφτιαγμένο χέρι. Στην συνέχεια βάζει σημάδια στη θέση του ναυαγίου και συνεχίζουν το ταξίδι. Επιστρέφοντας μετά από έξι μήνες, στην Σύμη όπου εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή το συζητάει με τους
δημογέροντες του νησιού και
αποφασίζεται να ενημερώσει την Ελληνική κυβέρνηση.Αμέσως ξεχωρίζει ένα μπρούτζινο άγαλμα χωμένο στον βυθό από το οποίο αποσπά το δεξί χέρι και το ανεβάζει στο πλοίο. Όλο το πλήρωμα και οι δύτες θαυμάζουν το καλοφτιαγμένο χέρι. Στην συνέχεια βάζει σημάδια στη θέση του ναυαγίου και συνεχίζουν το ταξίδι. Επιστρέφοντας μετά από έξι μήνες, στην Σύμη όπου εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή το συζητάει με τους
Στις 7 Νοεµβρίου 1900, ο Δημήτριος Κοντός µε έγγραφο του ενηµέρωνε τον Σπυρίδωνα Στάη, υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως σχετικά µε τα αρχαίο αντικείµενο το οποίο ανέσυρε από τη θαλάσσια περιοχή των Αντικυθήρων, ενώ καταδύονταν για δική τους εργασία :
«Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοί ύδασιν άνευρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού.»
Ζητούσε επίσης από τη Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων την άδεια να συνεχίσει την ανέλκυση με δικά του έξοδα: «ιδία δαπάνη να ερευνήσω και ανασύρω εκ του βυθού της θαλάσσης τα τυχόν εκεί υπάρχοντα άλλα αρχαία αντικείμενα». Και στην συνέχεια ρώτησε: «ποία έσται η αμοιβή ην θέλω λάβει παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν η περιπτώσει αι ερευναί μου ήθελον στεφτεί υπό επιτυχίας.»
Στις 9 Νοεμβρίου 1900, η απάντηση ήταν άµεση και θετική και υπογραφόταν από τον Υπουργό Σπυρίδωνα Στάη. Ο Υπουργός ενηµέρωσε τον καπετάνιο ότι το κράτος ήταν πρόθυµο να συνδράµει µε την αποστολή πολεµικού πλοίου και µε οποιοδήποτε άλλο µέσο προκειµένου να ανελκυθούν από τον πυθµένα τα αρχαία αγάλµατα και διευκρίνισε ότι «επειδή δε η υπηρεσία ην θέλετε παράσχει τω Εθνικώ ημών Μουσείω είναι μεγάλην, διαβεβαιούμεν υμάς ότι η χορηγηθησόμενη υμίν αμοιβή θα είναι γενναία.»
Στις 21
Νοεμβρίου 1900, ο Υπουργός ζήτησε από τον ομόλογο του επί των ναυτικών
την συνδρομή πολεμικού πλοίου. Η κακοκαιρία εμπόδισε τον απόπλου του
σπογγαλιευτικού καΐκιού και του οπλιταγωγού «Μυκάλη» μέχρι τις 24
Νοεμβρίου 1900. Η ανέλκυση παρουσίασε τεράστιες δυσκολίες, λόγω των
αντίξοων καιρικών συνθηκών και της αδυναμίας παραμονής των δυτών στο βυθό για
μεγάλο χρονικό διάστημα. Το «Μυκάλη»
πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος δεν μπορούσε να πλησιάσει τις ακτές και στις 27 Νοεμβρίου 1900 επέστρεψε με όσα αρχαία είχαν
ανελκυσθεί.
Στις 29 Νοεμβρίου 1900, το σπογγαλιευτικό καΐκι και το ατμόπλοιο «Σύρος» προσέγγισε τον τόπο του ναυαγίου όπου και απέστειλε τηλεγραφική αναφορά προς την Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Δυστυχώς όμως η κακοκαιρία τους ανάγκασε να αποκλεισθούν στον όρμο του Αγίου Νικολάου Κυθήρων για αρκετές ημέρες : «ευρισκόμεθα αποκεκλεισμένοι εν όρμο Αγίου Νικολάου, περί ανελκύσεως αρχαίων ούδε σκέψις δύναται να γίνη ένεκα φοβερωτάτης τρικυμίας επικρατούσης ενταύθα».
Τελικά το «Σύρος» αναχώρησε για τον Πειραιά και τα ανελκυσθέντα αρχαία, προκαλώντας διαμαρτυρία του καπετάνιου προς το υπουργείο : «αδύνατον να εργασθώμεν χωρίς συνδρομήν. Η εργασία χρειάζετε υπομονήν. Απαντήσατε. Δημήτριος Κοντός».
Στις 8 Ιανουαρίου 1901, σε τηλεγράφημα αναγγέλθηκε η ανέλκυση του «Έφηβου των Αντικυθήρων». Για την ρυμούλκηση των βαρέων αγαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου το «Μυκάλη», συνοδευόμενο από το «Σύρος» και μια σκεπαστή φορτηγίδα με γερανό, ενώ λίγο αργότερα
προστέθηκε και μια μικρή
τορπιλοθέτιδα «Αιγιάλεια». Οι
Έφοροι Αρχαιοτήτων που είχαν µεταβεί στην περιοχή για να παρακολουθήσουν
από κοντά τις εργασίες του Δημ. Κοντού και των δυτών, ενηµέρωναν σχεδόν
καθηµερινά, µέσω τηλεγραφηµάτων, το Υπουργείο σχετικά µε την πορεία των
εργασιών. Όλα τα αντικείµενα που ανασύρονταν από το βυθό, συντάσσoνταν
κατάλογός τους και αποστέλλονταν, επίσης τηλεγραφικά . Στις εργασίες όταν είχε παρευρεθεί και ο
νομικός σύμβουλος του υπουργού Σπυρίδωνα Στάη, ο οποίος στο ημερολόγιό του
μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής :Στις 29 Νοεμβρίου 1900, το σπογγαλιευτικό καΐκι και το ατμόπλοιο «Σύρος» προσέγγισε τον τόπο του ναυαγίου όπου και απέστειλε τηλεγραφική αναφορά προς την Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Δυστυχώς όμως η κακοκαιρία τους ανάγκασε να αποκλεισθούν στον όρμο του Αγίου Νικολάου Κυθήρων για αρκετές ημέρες : «ευρισκόμεθα αποκεκλεισμένοι εν όρμο Αγίου Νικολάου, περί ανελκύσεως αρχαίων ούδε σκέψις δύναται να γίνη ένεκα φοβερωτάτης τρικυμίας επικρατούσης ενταύθα».
Τελικά το «Σύρος» αναχώρησε για τον Πειραιά και τα ανελκυσθέντα αρχαία, προκαλώντας διαμαρτυρία του καπετάνιου προς το υπουργείο : «αδύνατον να εργασθώμεν χωρίς συνδρομήν. Η εργασία χρειάζετε υπομονήν. Απαντήσατε. Δημήτριος Κοντός».
Στις 8 Ιανουαρίου 1901, σε τηλεγράφημα αναγγέλθηκε η ανέλκυση του «Έφηβου των Αντικυθήρων». Για την ρυμούλκηση των βαρέων αγαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου το «Μυκάλη», συνοδευόμενο από το «Σύρος» και μια σκεπαστή φορτηγίδα με γερανό, ενώ λίγο αργότερα
«Είναι ακατάληπτος η φιλοπατρία των αγαθών νησιωτών, οι οποίοι όχι μόνο αδέσποτον αρχαιολογικόν θησαυρόν κατέδειξαν, αλλά και με μόχθους και κινδύνους, των οποίων την φρίκην τίποτε δεν δύναται να περιγράψει, τον αποσπούν από βάθους 35 οργυών και τον προσφέρουν στο Έθνος. Ένα μέρος των θησαυρών, εάν επώλουν εις το εξωτερικόν, θα ήρκει διά να απαλλαγούν το υπόλοιπον του βίου των, των βασάνων και των κινδύνων του φοβερότερου των επαγγελμάτων»
Η
απόφαση για αποζημίωση του καπετάνιου
Στις 26
Φεβρουαρίου 1901, ο Αντιπρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας
γνωστοποίησε προς το υπουργείο την διάθεση να καταβάλει 500 δραχμές σε καθένα από τους επτά δύτες.
Ο υπουργός Σπ. Στάης απάντησε με ευχαριστήριο επιστολή προς την Αρχαιολογική Εταιρεία με Αρ. Πρωτ. 3303/26-2-1901. Στις 18 Οκτωβρίου 1901, μετά το πέρας της ανέλκυσης ο υπουργός συγκάλεσε
την αρχαιολογική επιτροπή για τον καθορισμό
της αμοιβής καπετάνιου και δυτών σύµφωνα µε το Άρθρο
37, µεταφρασµένο από την αγγλική του Νόµου ΒΜΧς «Περί Αρχαιοτήτων».Ο υπουργός Σπ. Στάης απάντησε με ευχαριστήριο επιστολή προς την Αρχαιολογική Εταιρεία με Αρ. Πρωτ. 3303/26-2-1901. Στις 18 Οκτωβρίου 1901, μετά το πέρας της ανέλκυσης ο υπουργός συγκάλεσε
Το πρακτικό της Αρχαιολογικής επιτροπής 81/27-10-1901 έγραφε :
«η επιτροπή έχουσα υπ’ όψιν το άρθρο 37 του νόμου ΒΧΜΣ’ της 24 Ιουλίου 1899 σκεφθείσα ότι ο Δημήτριος Ελ. Κοντός υπέδειξε τον εν τω θαλάσση τόπον, ενω εκείτοντο τα αρχαία και ανέλαβε να παράσχει εις το Κράτος την εαυτού συνδρομήν πρός ανέλκυση αυτών, ανέλαβε δηλ. δι’ ιδίων δυτών και ιδία δαπάνη να ανελκύσει αυτά, σταθμήσασα την επιστημονικήν αξίαν των υπ’ αυτού ανελκυσθέντων χαλκών, μαρμάρινων και λοιπών αρχαίων, τας καταβληθείσας υπό τούτου εργασίας και γινομένας δαπάνας, αποφαίνεται όπως χορηγηθεί τω Δημ. Ελ. Κοντώ αμοιβή υπό του κράτους εν όλω εκατον πεντήκοντα χιλιάδες (150.000) δια την υπόδειξιν και εργασίαν προς ανέλκυση των περίων ο λόγος αρχαία.»
Κατά την διαδικασία καταβολής δεν έλειψαν και διαφωνίες.
Στις 8 Νοεμβρίου 1901, οι δύτες προχώρησαν σε συντηρητική κατάσχεση με Αρ. Πρωτ. του υπουργείου Οικονομικών 114114/8-11-1901 κατά του Κοντού, με σκοπό την εξασφάλιση της αμοιβής τους. Οι οικονομικές οφειλές προς τους δύτες τακτοποιήθηκαν σύντομα.