ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες!



    Οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες, λέει μια παροιμία. 
    Αλλά οι Εγγλέζοι που επινόησαν αυτήν την παροιμία, γιατί εγγλέζικη είναι, ενδεχομένως αγνοούν ίσως ότι στην εποχή του Τάπερμαν, που έλεγε και η συχωρεμένη η Μαλβίνα, η Ελλάδα έγινε σε μία νύχτα ξέφραγο αμπέλι. Τα αγνοούν και αρκετοί απληροφόρητοι Έλληνες, αυτά!
    Ο φαιδρός παρ’ ολίγον σωτήρας μας, ο Mind-the-GAPapandreou, ως «Υπουργός» Εξωτερικών το 2003, υπέγραψε την περίφημη συμφωνία που είναι γνωστή ως «Δουβλίνο  ΙΙ», μετατρέποντας την πατρίδα μας αυτοστιγμεί, αυθωρεί και παραχρήμα -αμελλητί, σαν να λέμε, για να χρησιμοποιήσουμε και μια λέξη του συρμού, σε αποθήκη ανθρώπινων ψυχών.
    Αυτό ήταν το αποτέλεσμα -κι αφού οι Τούρκοι στήσανε από απέναντι την μπιζνα την καλή, τώρα, δεν είναι και τίποτα κορόιδα να την κλείσουνε ξαφνικά την επιχείρηση, έτσι δεν είναι?
    Tι να σου κάνουν οι φράχτες κι αυτοί οι τύποι της Frontex? Ότι κάνει το FBI στα σύνορα με το Μεξικό κάνουν κι αυτοί, για τον φόβο των Ιουδαίων: Μια τρύπα στο νερό. Οι μπόμπες, ο βούρδουλας κι η πείνα δεν είναι χειρότερα κακά από τις κακουχίες των κολασμένων στην έξοδο απελπισίας, εκεί που ο πνιγμός είναι μόνο μια νοσηρή πιθανότητα που λίγο μετράει στον λογαριασμό των απελπισμένων.
    Οι απέναντι, αρχίσανε λοιπόν τη φάμπρικα με τις ευλογίες των ανεκδιήγητων που μας κυβέρνησαν και που στο αναμεταξύ τους, άλλοι συνεχίζουν να μας κυβερνούν, κι άλλοι από το σπίτι τους επιμένοντας να διεκδικούν δημόσιο λόγο, μας κουνούν κι από πάνω το δάχτυλο, ορισμένοι από όλους αυτούς τους ανεκδιήγητους.
    Κι αρχίσανε οι απέναντι να στέλνουνε στα μέρη μας όσους δυστυχισμένους ήταν περισσευούμενοι δούλοι, τόσοι και τόσοι διωγμένοι από τους τόπους τους, από την πείνα, από τον βούρδουλα της γιαγιάς Σαρίας, από τις βόμβες των συμμάχων και των φίλων μας. 
    Δεν χρειαζόταν καλύτερη ευκαιρία για τους εθνικούς μας εργολάβους, εκείνη την εποχή που κανονίζονταν αυτά, για μπόλικη φτηνή κι ανασφάλιστη εργασία, προκειμένου να δουλέψει αποδοτικά ο κασμάς και με το διάφορό του να αποδώσει το χαμαλίκι των δούλων, εκείνο τον καιρό που ο χρόνος έτρεχε γρήγορα! Τι σημασία είχε που μας τα χρέωναν όλα τα ολυμπιακά έργα διπλά και τρίδιπλα? Έβγαζαν κι απ' το μεδούλι των δούλων. Χτιζόταν τότε η Μεγάλη Νέα Ιδέα, η Ολυμπιακή Φλόγα θα γύρναγε και μπορεί και να έμενε στον γενέθλιο τόπο της -κι αν σφάχτηκαν σαν τα κοκόρια στα θεμέλια των υπέρλαμπρων υποδομών, μερικοί από δαύτους τους δούλους, δεν χάλασε δα κι ο κόσμος μπροστά στον υπέρτατο σκοπό. 
    Αλλά έφερε γουρσουζιά το άδικα χυμένο αίμα στα ολυμπιακά θεμέλια, γιατί τα ρημάξανε και τα ολυμπιακά τα έργα, οι Ολετήρες, κατά που ξέρουνε αυτοί πιο καλά απ’ όλους και όλα να κάνουνε: μόνο να καταστρέφουν και να μας υπνωτίζουν για να υφαρπάζουν την ψήφο μας με τα χυδαία ψεύδη τους, για να εκλέγονται και να σιτίζονται δωρεάν στο Πρυτανείο, είναι μόνον άξιοι.
    Κι ύστερα, πριν να προλάβομε να συνέλθομε από τον εφιάλτη, είδαμε να χάνονται μαζί με όλα τα άλλα και οι ποταπές δουλειές που τους βάζαμε να κάνουν ανασφάλιστοι και κακοπληρωμένοι, σε όλες τις Μανωλάδες και τα μέχρι προχθές σφύζοντα από τη δουλειά εργοτάξια της χώρας.
    Και θα μου πεις, εγώ υπάλληλος γραφείου ήμουν, τι να έκανα, δεν έχω ευθύνη! 
    Μα δεν είναι τώρα η ώρα να μιλήσομε για τις ευθύνες μας και για την ένοχη σιωπή μας στη θέα όλων τούτων ούτε να μπλέξομε σε ατέρμονες και αδιέξοδες συζητήσεις πάλι, καλύτερα να κοιτάξομε τι θα κάνουμε με όλους αυτούς που ξεβράζει η θάλασσα, μισοπνιγμένους στις ακτές μας. 
    Όπως το βλέπω εγώ, η πρώτη δουλειά είναι να τους περιθάλψουμε -κι αυτό βέβαια δε μπορεί να γίνεται στο κέντρο της Αθήνας, αλλά κάπου αλλού και μακριά. 
    Σκορπισμένοι σε μέρη που υπάρχει γη παρατημένη και χειρωνακτική δουλειά. Θα τους ταΐσουν οι ντόπιοι με το αζημίωτο, αφού τα Ευρωπέη πρόθυμα πληρώνουν τα έξοδα των ατασθαλιών και των ανομημάτων τους για να έχουν την ησυχία τους -και στο κάτω-κάτω, καλύτερα είναι να τα τρώνε τα λεφτά οι δουλέμποροι της Αμυγδαλέζας?  Ας ωφεληθούν οι πρόθυμοι να προσφέρουν λίγην ανθρώπινη φροντίδα. 
    Κι ύστερα όταν σταθούν στα πόδια τους όλοι αυτοί οι κατατρεγμένοι, να υπάρχει κι ένα μεροκάματο για να συντηρούν τους εαυτούς τους κι ίσως αυτούς που άφησαν πίσω τους, με κάποια αξιοπρέπεια, μέχρι να αποφασιστεί η τύχη τους.
    Παρατημένες γιαγιάδες χωρίς τους παππούδες τους στα άδεια χωριά, κοιτάνε χωρίς ελπίδα τις εγκαταλειμμένες κι άσκαφτες πεζούλες που χάσκουν μισογκρεμισμένες και δεν έτυχε να έχουν ακούσει ποτέ για το πείραμα του Ριάτσε  γιατί αν είχαν ακούσει τίποτα, μπορεί και να είχαν σε κάτι να ελπίζουν.
    Και για να σε προλάβω κι εσένα αριστερούλη μου και καλέ μου σύντροφε, που πάλι θα βάλεις τις φωνές και θα μου πεις ότι αυτό που σου προτείνω είναι αντιδημοκρατική εκμετάλλευση ανθρώπου από τον άνθρωπο, θα σου πω ότι κάποιοι πρέπει επιτέλους και να σκάψουν τα παρατημένα χωράφια και να πληρωθούν σαν σκαφτιάδες κι όχι σαν να ήταν διευθυντάδες τραπέζης, που λέει ο λόγος, γιατί, να σου πω την αλήθεια, τον βαρέθηκα τον ταβερνιάρη από δίπλα να μου γκρινιάζει από το πρωί μέχρι το βράδυ, ότι αναγκάζεται να φτιάχνει το τζατζίκι που πουλάει στους τουρίστες, με κινέζικα σκόρδα. Ασφαλώς δεν πρόκειται να πάει να σκάψει ούτε ο εξάδελφός σου, ο απολυμένος καθηγητής Τεχνικών, αλλά ούτε κι ο κανακάρης σου που πρόκοψες να τον σπουδάσεις ψυχολόγο, με μεταπτυχιακά στο τέταρτο της Σορβόνης -κι ας παραμένει άνεργος ο καημένος, αμαρτία δεν είναι κοτζάμ ψυχολόγο με τόσα κορνιζωμένα πτυχία, να τον κάνεις σκαφτιά και παραγωγό σκόρδων?
    Διότι αν δεν θέλουμε να αερολογούμε, κι επειδή ούτε να τους πνίξουμε τους ανθρώπους αυτούς, ως να ήτανε ανεπιθύμητα γατιά, μπορούμε, όπως υποδεικνύουν ουρλιάζοντας οι ανεγκέφαλοι που πληθαίνουν ούτε να τους «επαναπροωθήσουμε» (sic) πίσω στην κόλαση απ' όπου μας ήρθαν ούτε όμως κι επ’ αόριστον να τους ταΐζουμε επειδή είναι πάρα πολλοί και, κυρίως, γιατί πεινάμε κι εμείς οι ίδιοι, τώρα∙ πρέπει λοιπόν να κοπούν τα αστεία.
    Γιατί αν, βέβαια, είναι να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση που θα πάμε? Αυτός ο κακός χαμός που κάνει κάποιους να θέλουν να ανοίξουν κεφάλια μεταναστών για εκτόνωση, επειδή έχουν απηυδήσει με όλα τα αίσχη που του έχει επιφυλάξει η ζωή τους τον τελευταίο καιρό, μια ζωή που γίνεται όλο και πιο σκυφτή, και που κάτι τέτοιοι, σαν τις μύγες που πέφτουν στο ψόφιο κρέας, έτσι κι αυτοί, οι λιγότερο ψύχραιμοι πέφτουν να φάνε τους ξένους, να τους διώξουν από τις γειτονίες τους που μεταλλάσσονται σε γκέτο, ας τους λες εσύ φασίστες, εγώ καθόλου δε θα διαφωνήσω μαζί σου, αλλά έτσι είναι η ζωή, τι να κάνομε? Άλλον ο Θεός τον έκανε φιλεύσπλαχνο, υπομονετικό  κι ανθρωπιστή –κι άλλον τον έφτιαξε με μεγάλη μύτη. Τι να κάνουμε, τώρα, να τις κόψουμε τις μύτες από εκείνους που τις έχουν μεγαλύτερες?
    Όχι, εγώ λέω ότι μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε με την αναθεώρηση των κατάπτυστων συνθηκών που έχουν συνυπογράψει ή έχουν επωάσει οι αχαρακτήριστοι πολιτικοί σκερβελέδες που μας κυβερνούν, οφείλουμε να στρωθούμε κάτω και να σχεδιάσομε στα σοβαρά τον τρόπο που θα γίνει η διαχείριση αυτής της λαοθάλασσας. 
    Τόσοι άνθρωποι αβοήθητοι στους δρόμους και μερικοί μαντρωμένοι σε απάνθρωπες φυλακές που λέγονται χώροι φιλοξενίας, δεν είναι καθόλου καλό πράγμα. Έτσι που το πάνε οι φαυλεπίφαυλοι που μας κυβερνούν, θα χυθεί αίμα –και δεν θα είναι κατά ανάγκη ούτε μόνο το αίμα αυτών των απρόσκλητων ξένων.