ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Αλ Καπόνε

Από τη Βικιπαίδεια,
    Ο Αλφόνσο «Αλ» Καπόνε (προφέρεται Καπόν, Νέα Υόρκη 1899 -1947 Παλμ Άιλαντ, Φλόριντα) ήταν διαβόητος γκάνγκστερ, λαθρέμπορος οινοπνευματωδών ποτών που έδρασε στις ΗΠΑ και δέσποζε στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος από το 1925 έως το1931, στην περίοδο της ποτοαπαγόρευσης.
    Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και ήταν το τέταρτο από τα συνολικά εννέα παιδιά του Γκαμπριέλε Καπόνε και της Τερεζίνα Ραΐολα, Ιταλών μεταναστών από την Νάπολη. Σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το σχολείο ενώ ήταν ήδη μέλος δύο συμμοριών, στους «Μαχαιροβγάλτες» του Μπρούκλιν και στους «Σαράντα κλέφτες Τζούνιορς». Άρχισε να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά και σύντομα έγινε μέλος της συμμορίας του Μανχάταν «Five Points». Τότε ήταν που έπιασε δουλειά στο πανδοχείο Χάρβαρντ του Φράνκι Γαίηλ. Εκεί απέκτησε και τις ουλές στο αριστερό του μάγουλο, που του χάρισαν το προσωνύμιο«Scarface» (= Σημαδεμένος). Αιτία ήταν ένα τολμηρό σχόλιο για την αδερφή ενός θαμώνα, ο οποίος δεν δίστασε να του χαράξει το μάγουλο.
    Στη Νέα Υόρκη ο Καπόνε απέκτησε φήμη σκληρού και, ύστερα από μια δολοφονία, που πιστεύεται ότι διέπραξε, ο Τζόνι Τόριο, αρχηγός της συμμορίας του Καπόνε, αποφάσισε να μετακομίσει στο Σικάγο. Έτσι το 1920 μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του, δηλαδή την Ιρλανδή Μαίρη Κάφλιν, την οποία είχε παντρευτεί στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 και τον γιο του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε, ο οποίος είχε γεννηθεί στις 4 Δεκεμβρίου του 1918 και έπασχε από σύφιλη, στο Σικάγο για να γίνει το νούμερο 2 στην ηγεσία της συμμορίας. Κατά την παραμονή του στη Νέα Υόρκη φημολογείται ότι είχε σκοτώσει δύο άτομα.
    Στο Σικάγο εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην λεωφόρο Σάουθ Πρέρι. Ύστερα από απόπειρα δολοφονίας, το 1925, εναντίον του Τζων Τόριο από αντίπαλες συμμορίες και αφού ο πρώτος εγκατέλειψε το Σικάγο, ο Καπόνε ανέλαβε την επιχείρηση. Ο Καπόνε εκμεταλλευόμενος την ποτοαπαγόρευση κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του και να αναδειχθεί σε έναν από τους ισχυρότερους γκάνγκστερ των ΗΠΑ.   Το 1927 η περιουσία του υπολογιζόταν στα 100.000.000 δολάρια ελέγχοντας στοιχήματα, κλαμπ, οίκους ανοχής κ.α. Δεν δίστασε μάλιστα να δωροδοκήσει τον δήμαρχο του Σικάγο Ουίλιαμ Χέϊλι Τόμσον, τον οποίο μάλιστα βοήθησε να εκλεγεί για δεύτερη φορά στις εκλογές του 1927. Ο δήμαρχος προβλέποντας τη διαφαινόμενη ήττα του στις επικείμενες εκλογές, πράγμα που τελικά έγινε, αποφάσισε να αλλάξει τακτική απέναντι στον Καπόνε. Για να απαλλαχθεί διόρισε νέο αστυνομικό διευθυντή με εντολή να συλλάβει τον Καπόνε. Ο Καπόνε τότε εγκατέλειψε το Σικάγο για λόγους ασφαλείας και εγκαταστάθηκε στο Παλμ Άιλαντ της Φλόριντα.
    Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929 έμελλε να διαπραχθεί το έγκλημα που έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του «Αγίου Βαλεντίνου». Κάποιοι άντρες του Καπόνε, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εισέβαλαν αιφνιδιαστικά σε ένα γκαράζ της οδού Κλαρκ 2222. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν ή έστω να προειδοποιήσουν τον Τζωρτζ Μόραν, αρχηγό της συμμορίας του Βορείου Σικάγου. Στο γκαράζ βρισκόνταν εκείνη την ώρα επτά άτομα, τα οποία νόμισαν ότι επρόκειτο για έφοδο της αστυνομίας. Ο Τζωρτζ Μόραν βρισκόταν απέναντι και ετοιμαζόταν να διασχίσει τον δρόμο όταν είδε τους άντρες του Καπόνε μεταμφιεσμένους σε αστυνομικούς. Βλέποντας τους τράπηκε σε φυγή. Οι έξι όμως άντρες του δεν είχαν την ίδια τύχη αφού γαζώθηκαν από τουλάχιστον 150 σφαίρες. Εκτός από τους έξι που δολοφονήθηκαν υπήρχε και άλλος ένας, άσχετος με τη συμμορία, φίλος του Μόραν.
    Ύστερα από αυτό το περιστατικό η αστυνομία άρχισε τις συστηματικές προσπάθειες για τη σύλληψη του. Τον Μάιο του 1929 συνελήφθη για παράνομη οπλοφορία, καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη αλλά αποφυλακίστηκε εννέα μήνες αργότερα λόγω καλής διαγωγής. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει και οι διαδικασίες για την προσαγωγή του σε δίκη με αφορμή τη σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου. Οι κατηγορίες όμως έπεσαν στο κενό και ο Καπόνε απλώς κλήθηκε να πληρώσει το ποσό των 5.000 δολαρίων για ασέβεια προς το δικαστήριο. Το 1930 ήταν ο νούμερο ένα πιο επικίνδυνος εγκληματίας της πόλης του Σικάγο.
    Ο δρόμος προς το τέλος είχε ανοίξει για τον Καπόνε. Το 1931 και ύστερα από πολύχρονες έρευνες του επιθεωρητή Ουίλσον ο Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή. Η κατηγορία στηρίχθηκε στη μαρτυρία του δικηγόρου του Λώρενς Μάτινγκλυ, σε διάφορα στοιχεία με έσοδα του γκάνγκστερ και σε διάφορες άλλες μαρτυρίες. Αρχικά δέχθηκε τις κατηγορίες, πιστεύοντας ότι θα υπήρχε ευνοϊκή μεταχείριση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με αποτέλεσμα ο Καπόνε να αναιρέσει την αρχική του κατάθεση. Προσπάθειες όπως αυτή της δωροδοκίας των ενόρκων δεν πέτυχαν και έτσι ο δικαστής Ουίλκερσον τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλάκιση επιβάλλοντάς του επιπλέον και πρόστιμα 50.000 δολαρίων.
    Το 1932 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ατλάντα και στη συνέχεια σε αυτές του Αλκατράζ. Λίγο μετά το 1935 άρχισε να δείχνει συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας και άρχισε να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο.   Τον τελευταίο χρόνο της ποινής του βρισκόταν στο Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια. Αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939 αφού πλήρωσε 37.617,51 δολάρια και αποσύρθηκε στο κτήμα του στη Φλόριντα.

Απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς στις 26 Ιανουαρίου του 1947 στο σπίτι του στη Φλόριντα. Ο γιος του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε μετά από λίγα χρόνια άλλαξε το όνομά του σε Φράνσις.